Στην μαύρα χρόνια της Κατοχής, άρχισαν τα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού στα σχολεία, αλλά και τα λαϊκά συσσίτια, κατά οργανώσεις και κατά συνοικίες.
Τότε, εμφανίστηκαν και οι ...ποντικοί των συσσιτίων, δηλαδή, μερικοί και μερικές που επωφελούνταν της συνεργασίας τους με τις οργανώσεις και έπαιρναν διπλές και τριπλές μερίδες.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με μαρτυρία του Αλέξανδρου Ζάννα, που υπάρχει στο βιβλίο ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 41-44 (τομ Α), οι κυρίες που αποτελούσαν το Δ.Σ της Στοάς Βαρβακείου «δικαιολογούσαν για τα σπίτια τους, 15 έως 18 μερίδες εκάστη».
Αυτές οι καλύτερες μερίδες που «διέφευγαν» άφηναν πολλούς πεινασμένους.
Ο λαός τότε, σατίριζε τους καταχραστές του φτωχικού φαγητού του, με τους στίχους:
Πατάω ένα κουμπί
και βγαίνει μια χοντρή
και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ
Εδώ στην πολύ ωραία εκτέλεση του Πάνου Τζαβέλλα...
Είναι άγνωστο ποιος έχει γράψει τους στίχους, αλλά αυτός ο ανώνυμος Έλληνας, αποδεικνύει πως η μαύρη πείνα, δεν τον είχε κάνει να χάσει το χιούμορ του.
Πατάω άλλο ένα
και βγαίνει μια χοντρέλα
και λέει στα παιδάκι
νιξ σαρδέλα
Θα πάω να το πω στον Ερυθρό Σταυρό
πως είσαστε συνένοχες κι οι δυο
Οι στίχοι του λαϊκού ποιητή, είναι προσαρμοσμένοι στην μελωδία του προπολεμικού τραγουδιού Bei Mir Bistu Shein (To me you are beautiful) των Sholom Secunda και Jacob Jacobs.
Το «Πατάω ένα κουμπί» καταγγέλλει τους επιτήδειους που έκλεβαν τα τρόφιμα που μοίραζαν ο Ερυθρός Σταυρός, η Εκκλησία, η Εθνική Αλληλεγγύη και άλλες οργανώσεις, στους πεινασμένους Έλληνες. Τα τρόφιμα έφθαναν με καράβι από την ξένη βοήθεια και ιδιαίτερα από τους Έλληνες πατριώτες που ζούσαν στην Αμερική. Από το λιμάνι όμως, έπεφταν σαν ακρίδες οι «ποντικοί» και έκλεβαν. Έκλεβαν οι Γερμανοί τελωνιακοί, έκλεβαν οι συνεργάτες τους, τσουβάλια και τσουβάλια, για να τα βγάλουν μετά στην μαύρη αγορά. Έτσι, όσα περίσσευαν και μοιράζονταν, ήταν ελάχιστα.
Στα χρόνια της Κατοχής, πολλοί έγιναν σαλταδόροι, πήδαγαν δηλαδή, με κίνδυνο της ζωής τους, στα γερμανικά και ιταλικά αυτοκίνητα, για να κλέψουν τρόφιμα.
Η πραγματική διάθεση του σαλταδόρου, περιγράφεται κυρίως με την λέξη ΠΕΙΝΑ και το σάλτο γίνεται πολλές φορές πράξη ηρωική όταν ο σαλταδόρος, έχει στόχο να χορτάσει εκτός από τον εαυτό του και κάποιον άλλο.
Στο εκπληκτικό τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα, Άντε να Σαλτάρω, υπάρχει ο συγκλονιστικός στίχος...
Άιντε να σαλτάρω, να σαλτάρω
μαύρη κουραμάνα μάνα να σου πάρω
Ο στίχος είναι γραμμένος από τον Ξενοφώντα Φιλέρη, που στην διάρκεια της Κατοχής, υπήρξε σαλταδόρος και αργότερα έγραψε το εκπληκτικό βιβλίο ΟΙ ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΙ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ. Το βιβλίο αυτό, είναι η κυριότερη πηγή πληροφόρησης για να καταλάβουμε ο σαλταδόρος της Κατοχής, τι πράγματι ήταν.
Ο Φιλέρης έγραψε επίσης τους στίχους στον Φιφίκο, ένα άλλο πανέμορφο τραγούδι του Ζαμπέτα.
Εδώ περιγράφεται και ένα σάλτο.
Στην γωνία των οδών Σταδίου και Αμερικής, εκεί που σήμερα είναι η Τράπεζα Πειραιώς, υπήρχε τότε Φυλάκιο Ιταλών. Τρεις πιτσιρικάδες «με τρύπιο παντελόνι» έκαναν ντου και κούρσευαν το καμιόνι που πήγαινε φαγητό στους ιταλούς στρατιώτες.
Στο τραγούδι Το Πιτσιρίκι (Ζαμπέτας-Φιλέρης) περιγράφεται σύλληψη και απόδραση σαλταδόρου πιτσιρικά. Αλλά κυρίως περιγράφονται τα πραγματικά χαρακτηριστικά, το ήθος, και συνεπώς το πραγματικό πορτραίτο του σαλταδόρου:
πιτσιρίκι με λαγού περπατησιά,
εξυπνάδα Μωραΐτη, Μακεδόνα λεβεντιά
ένα πιτσιρίκι που `χει αντρική καρδιά
πονηριά Κεφαλλονίτη, Κρητικού παλικαριά
Κατά τη γνώμη μου, αυτό το είδος σαλταδόρου, πρέπει να καταταχθεί ανάμεσα στους ήρωες της Εθνικής μας Αντίστασης.
Και διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Φιλέρη, αντιλαμβάνεται ότι πολλές φορές, το σάλτο δεν είχε κινητήρια δύναμη μόνο το Ψωμί, αλλά και την Λευτεριά και την Τιμή.