Απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου «κλειδώνει» οριστικά τα αναδρομικά για περίπου 600.000 συνταξιούχους του Δημοσίου και ειδικότερα πολιτικούς, απόστρατους, δικαστικούς, πανεπιστημιακούς και γιατρούς του ΕΣΥ.
Αφορά στις επιστροφές από τις περικοπές 5% ως 20% σε κύριες συντάξεις που έχουν άθροισμα άνω των 1.000 ευρώ μαζί με επικουρικές και μερίσματα. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου η απόφαση εκδόθηκε στις 29 Ιουνίου 2018 με πρότυπη δίκη σε αγωγή συνταξιούχου δικαστικού κατά του Δημοσίου, ο οποίος κερδίζει 13.500 ευρώ.
Η αγωγή υποβλήθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο (Ε.Σ.) στις 29/12/2014 και με αυτή ο συνταξιούχος ζητούσε να του καταβάλει το Δημόσιο το ποσό των 29.518 ευρώ, από την επίδοσή της, άλλως το ποσό των 13.500 ευρώ λόγω των μειώσεων που είχε από το νόμο 4093/2012 στην κύρια σύνταξη με ποσοστό περικοπής 20% επειδή το άθροισμα συντάξεων ήταν πάνω από 3.000 ευρώ.
Το Ε.Σ. πήρε και την τελική απόφαση με αριθμό 1277/2018 με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές και «μη νόμιμες», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, οι μειώσεις 20% που του επεβλήθησαν με το νόμο 4093 στο ποσό της κύριας σύνταξης!
Η απόφαση θεωρείται σταθμός διότι θεωρεί «λυσιτελή» την ίδια αντιμετώπιση (δηλαδή την κατάργηση της περικοπής του νόμου 4093 και την επιστροφή αναδρομικών) για όλους τους συνταξιούχους του Δημοσίου. Στην απόφαση που δημοσιεύει η εφημερίδα αναφέρεται ότι «οι θεσπισθείσες με τις ανωτέρω διατάξεις περικοπές στη σύνταξη του ενάγοντος, ο οποίος έχει την ιδιότητα του συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού, είναι μη νόμιμες, πλην όμως η επίλυση των τιθέμενων νομικών ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο της πρότυπης δίκης παραμένει λυσιτελής για τους λοιπούς συνταξιούχους του Δημοσίου.
Και τούτο διότι αφενός με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίστηκαν περικοπές που βαρύνουν όλες εν γένει τις καταβαλλόμενες από το Δημόσιο συντάξεις, και όχι ειδικά τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών, αφετέρου η εισαγωγή της κρινόμενης υπόθεσης ενώπιον του παρόντος σχηματισμού ως πρότυπης δίκης αποφασίστηκε από την αρμόδια Τριμελή Επιτροπή, καθόσον σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος τίθεται ζήτημα αντίθεσης των ρυθμίσεων προς διατάξεις υπέρτερης ισχύος».