«Ο «Ρώσος Χέμινγουεϊ», Ζαχάρ Πριλέπιν, ένας από τους πιο διορατικούς και προκλητικούς συγγραφείς της σύγχρονης Ρωσίας, διηγείται την προσπάθεια ενός νεαρού παρία να βρει διέξοδο σε μία χώρα που καταρρέει.
Το «Σάνκια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.
To 2007, μία πολεμοχαρής ορδή από κοντοκουρεμένους πιτσιρικάδες εμφανίζεται στην παραδοσιακή συγκέντρωση νοσταλγών του κομμουνισμού σε πλατεία της Μόσχας. Συσπειρώνονται, μπαίνουν σε παράταξη, παρακάμπτουν τις μερικές εκατοντάδες ηλικιωμένους που κρατάνε τα κόκκινα λάβαρα και τα πορτρέτα του Λένιν και του Στάλιν σαν εικονίσματα, και εφορμούν κατά των αστυνομικών. Η συμπλοκή είναι βίαιη και σύντομη. Όταν εμφανίζονται οι Σπέτσναζ, οι ειδικές δυνάμεις καταστολής ταραχών, οι πιτσιρικάδες το σκάνε στα στενά σπάζοντας βιτρίνες καταστημάτων και σταθμευμένα αυτοκίνητα.
Είναι η (επινοημένη από τον συγγραφέα) «Ένωση Δημιουργικών» που πετάνε κροτίδες και βόμβες μολότοφ, φωνάζοντας συνθήματα κατά των κυβερνώντων. Είναι αγόρια και κορίτσια από όλη τη Ρωσία με μόνο κοινό σημείο την απόγνωση και μία λύσσα για καταστροφή. Είναι τα παιδιά που γεννήθηκαν όταν το σύστημα κατέρρεε και η Ρωσία βυθίζονταν στο χάος. Γι’ αυτό και συμπεριφέρονται σαν αγρίμια που τα στρίμωξαν στη γωνία μάχονται με θάρρος αλλά και την βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα.
«Η επανάσταση δεν έρχεται ούτε από τα πάνω, ούτε από τα κάτω, εμφανίζεται όταν εξασθενούν όλες οι αλήθειες». Αυτή είναι η φιλοσοφία του Σάνκια, του εικοσάχρονου Ενωσίτη που μαζί με τους κολλητούς του περιπλανιούνται από τη Μόσχα έως τη γενέθλια πόλη τους, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά, πίνοντας βότκα και μπύρες, στήνοντας καυγάδες με τους μετανάστες από τον Καύκασο και προσπαθώντας να αποφύγουν την FSB, την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας.
Οι πολίτες τους αποκαλούν «φαιοκόκκινα αποβράσματα», τους απεχθάνονται και τους φοβούνται. Οι κομμουνιστές τους θεωρούν μέρος της διεθνούς εβραϊκής συνωμοσίας. Και η αστυνομία τους αντιμετωπίζει ως θρασύτατους αληταράδες που χρειάζονται ξύλο με τα κλομπ.
Η κατάσταση όμως σοβαρεύει όταν η Ένωση αποφασίζει να παρέμβει στη Ρίγα της Λετονίας, όπου μετά την ανεξαρτησία της, κάποιος δικαστής στέλνει στη φυλακή ηλικιωμένους βετεράνους του Κόκκινου Στρατού με την αιτιολογία ότι υπήρξαν κατακτητές της χώρας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πολέμο (πραγματικό γεγονός). Κι αφού η ρώσικη κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει, οι Ενωσίτες αποφασίζουν να εμπλακούν. Πρώτα δοκιμάζουν να διαμαρτυρηθούν καταλαμβάνοντας το παρατηρητήριο του πύργου στη κεντρική πλατεία της Ρίγας, να κάνουν σαματά, να πετάξουν προκηρύξεις, να εξηγήσουν στα ξένα μέσα ενημέρωσης πως η κυβέρνηση της Λετονίας στέλνει φυλακή τους γέρους που πολέμησαν τους Ναζί. Μόνο που η διαμαρτυρία δεν έχει την απήχηση που θα ήθελαν και οι πιτσιρικάδες καταλήγουν στο κελί με πολύχρονες ποινές. Και τότε η Ένωση προχωράει στο μεγάλο βήμα την εκτέλεση του δικαστή, μία απονενοημένη πράξη που θα οδηγήσει στην πλήρη εξόντωση της από την FSB «σε ένα αιματηρό χάος» (επινοημένο γεγονός).
Το Σάνκια (εκδόσεις Τόπος, μετάφραση Βασίλης Μακρίδης) κυκλοφόρησε το 2006 στη Ρωσία και προκάλεσε αίσθηση καθώς ο Πριλέπιν ξέφευγε με αυτό το μυθιστόρημα από τη συνήθη θεματολογία της νέας ρώσικης λογοτεχνίας. Εδώ δεν υπήρχαν κακφικά σκηνικά και υπαρξιακές αναζητήσεις, παρά μόνο σιδερόβεργες, θρυμματισμένες βιτρίνες, αδιάκοπα μεθύσια και κάποιες πολύ διαφωτιστικές λογομαχίες για το τι σημαίνει για τους εικοσάχρονους η Ρωσία, το παρελθόν της ως υπερδύναμης και η κατάρρευση της.
«Δεν υπάρχει καμία ιδεολογία εδώ και καιρό. Στην εποχή μας ιδεολογικοποιημένα είναι τα ένστικτα! Η μηχανική του σώματος!» Ο Πριλέπιν μιλάει μέσα από τον ήρωα του. Βετεράνος του πρώτου πολέμου στη Τσετσενία, όταν επέστρεψε στη Ρωσία εντάχθηκε στο Εθνομπολσεβικικό Κόμμα του συγγραφέα Έντουαρντ Λιμόνοφ και έζησε την άγρια εποχή όπου κάθε τους διαδήλωση κατέληγε σε σύγκρουση με την αστυνομία. Κατέγραψε τις αναμνήσεις του με αρκετή ωμότητα στο Σάνκια, που του έδωσε τη φήμη του «Τολστόι με τη μολότοφ».
Υποτίθεται ότι το βιβλίο το διάβασαν ο Πούτιν και ο Μεντβιέντεφ, έτσι τουλάχιστον διαφήμιζαν οι εκδότες. «Έξυπνο από μέρους τους», σχολίασε ο Πριλέπιν, «θέλουν να ξέρουν τους εχθρούς τους». Αυτοί είναι οι νέοι που μεγάλωσαν στο μεταίχμιο της διάλυσης της, πολύ μικροί για να αναπολούν την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης και πολύ μεγάλοι για να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες της νέας εποχής. Είναι αυτοί που πιστεύουν ότι απλά ο ένας τύραννος αρπάζει την εξουσία από τον άλλον ενόσω «ο ρώσικος λαός βυθίζεται στην απάθεια τρώγοντας πατάτες και πίνοντας βότκα».
Και ο μόνος τρόπος να διαλύσουν αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι να επιδείξουν την οργή τους, πότε με τα εντυπωσιακά χάπενινγκ όπως βγάζοντας πρόβατα στους δρόμους της Μόσχας με ταμπέλες του κυβερνώντος κόμματος και πότε με τις πειθαρχημένες επελάσεις τους στην αστυνομική περιφρούρηση.
Το Σάνκια είναι μία άβολη, πνιγηρή, γκρίζα ιστορία. Οι περιπέτειες μίας δράκας νέων που εμπιστεύονται μόνο τους συντρόφους τους, απεχθάνονται την απρόσωπη εξουσία και τους νεόπλουτους Ρώσους και εξεγείρονται επειδή τους πνίγει η απόγνωση. Ο Πριλέπιν που μοιράστηκε τη βότκα του μαζί τους έγραψε το πιο ζωντανό βιβλίο για τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στη Ρωσία.