Ιδιαιτέρως θορυβημένο είναι το υπουργείο Οικονομικών από την υποβολή προσφυγών από νομικά πρόσωπα που αρνούνται να πληρώσουν την έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε με τον νόμο του 2010 (καθαρά έσοδα άνω των 100.000 ευρώ).
Eίναι ενδεικτικό ότι στήθηκε ολόκληρη επιχείρηση με τον κωδικό «Σχέδιο αντίκρουσης», η οποία έχει ως στόχο να οπλίσει με νομικά επιχειρήματα όλες τις Δ.Ο.Υ. έτσι ώστε να υπάρχει η ίδια θέση της Διοίκησης ενώπιον των δικαστηρίων.
Το «Σχέδιο Αντίκρουσης» βασίζεται σε ένα «πακέτο» επιχειρημάτων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατά περίπτωση ως εξής:
Ι. Στην προκειμένη υπόθεση, η ένδικη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριό Σας, καθόσον όλοι οι λόγοι της είναι αβάσιμοι και αναπόδεικτοι.
Συγκεκριμένα, προς υποστήριξη του ανωτέρω ισχυρισμού μας εκθέτουμε τα ακόλουθα:
Α) Οι ισχυρισμοί της αντιδίκου, περί επιβολής αναδρομικής φορολογικής επιβάρυνσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Ενόψει α) της ένταξης της διάταξης του άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 στο νόμο αυτό, β) του χαρακτηρισμού του επιβαλλόμενου μέτρου από το νομοθέτη ως εκτάκτου εφάπαξ εισφοράς κοινωνικής ευθύνης, γ) του γεγονότος ότι υποκείμενο της εισφοράς τυγχάνουν όλα τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101 του ν. 2238/1994 και της παρ. 4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, με μόνη την προϋπόθεση να έχουν πραγματοποιήσει κατά τον κρίσιμο χρόνο καθαρό εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ, αλλά και δ) του γεγονότος ότι έχουν θεσπισθεί διαφοροποιούμενοι φορολογικοί συντελεστές αυξανόμενοι προοδευτικώς επί τη βάσει των δηλωθέντων εισοδημάτων ή των καθαρών κερδών, περιοριζομένου, όμως, του εκάστοτε καταβαλλομένου ποσού, ώστε το απομένον στην υπόχρεη επιχείρηση, ως συνολικό καθαρό εισόδημα ή καθαρά κέρδη, να μην υπολείπεται του ποσού των 100.000 ευρώ, προκύπτει ότι η ένδικη εισφορά δεν συνιστά φόρο εισοδήματος με αντικείμενο το εισόδημα του οικονομικού έτους 2010 αλλά ιδιότυπη εφάπαξ οικονομική επιβάρυνση, έκτακτου χαρακτήρα και ειδικού σκοπού, επιβληθείσα με κριτήρια προοδευτικότητας σε επιχειρήσεις με πολύ μεγάλη φοροδοτική ικανότητα, όπως η φοροδοτικότητα αυτή προκύπτει από το καθαρό εισόδημα του οικονομικού έτους 2010 (αλλά και εκείνα των οικονομικών ετών 2008 και 2009, αφού το καθαρό εισόδημα ή τα κέρδη του οικονομικού έτους 2010, δεν μπορεί να υπερβαίνουν το διπλάσιο του μέσου όρου των συνολικών καθαρών κερδών) - πρβλ. σχετικώς εκτός από την αιτιολογική έκθεση και την ερμηνευτική ΠΟΛ.1181/14-12-2010). Επομένως, δεν εφαρμόζονται οι σχετικώς εκάστοτε ισχύουσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και δεσμεύσεις που αφορούν την επιβολή του φόρου, μεταξύ δε αυτών και εκείνες οι οποίες αφορούν το εξ αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξης νόμου μη επιτρεπτό της επιβολής αναδρομικής φορολογίας. Σημειώνουμε ότι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κρίνει παγίως ως σύννομες συναφείς διατάξεις περί επιβολής εκτάκτων εισφορών (ΣτΕ 1317, 1318/1979-Ολομ., 3098, 3653/1981, 3202/1982, 116, 2209, 3515/1983, 357/1984 Επταμ., 3639/1984, 797, 2729/1986) διότι το εισόδημα ή το κέρδος, επί του οποίου υπολογίζονται, δεν αποτελεί το αντικείμενό τους, αλλά το κριτήριο, βάσει του οποίου θεωρείται, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, ότι υπάρχει η σχετική φοροδοτική ικανότητα των υποκειμένων στην εισφορά προσώπων, καθώς και η βάση υπολογισμού της. Η πάγια δε νομολογία του ΣτΕ είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, εάν ληφθούν περαιτέρω υπόψη οι αναλυτικές σκέψεις της ΣτΕ 1620/2011.
Η εισφορά αυτή δεν επιβλήθηκε αναδρομικά, ώστε να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, αυτή επιβλήθηκε με νόμο του 2010 και αφορά το ίδιο το έτος 2010. Τα εισοδήματα του οικονομικού έτους 2010 (χρήση 2009) δεν αποτελούν το αντικείμενο της επιβαλλομένης εισφοράς, αλλά το κριτήριο με την συνδρομή του οποίου, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, θεωρείται, για αντικειμενικούς λόγους, ότι υπάρχει η μεγαλύτερη οικονομική ισχύς των υπόχρεων φυσικών προσώπων και η από εκεί απορρέουσα φοροδοτική ικανότητα αυτών. Το συνολικό καθαρό εισόδημα αποτελεί και την βάση υπολογισμού της εισφοράς.
Εξ ανάγκης και χωρίς βεβαίως να παραβιάζεται κάποια συνταγματική διάταξη, ανάγεται στην διαχειριστική χρήση 2009, διότι ενόψει του χρόνου κατά τον οποίο πρέπει, σύμφωνα με το νόμο, να υποβάλλονται οι δηλώσεις εισοδήματος, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν στοιχεία για το συνολικό καθαρό εισόδημα των φυσικών προσώπων διαχειριστικής περιόδου εγγύτερης σε σχέση με τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α΄ 65/6-5-2010), εκείνης προς τα κέρδη της οποίας απέβλεψε ο νόμος αυτός, ήτοι της διαχειριστικής περιόδου 2009.
Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, η έκτακτη εισφορά δεν εμπίπτει στην έννοια του «φόρου ή άλλου οικονομικού βάρους» του άρθρου 78 § 2 του Συντάγματος, αφού εξ απόψεως σκοπού και βαρυνομένων με αυτή, είναι πιο περιορισμένη και εξειδικευμένη έναντι του φόρου.
Ειδικότερα, η ανωτέρω έκτακτη εισφορά συνιστά έκτακτη οικονομική επιβάρυνση που κλιμακώνεται ανάλογα με την οικονομική (φοροδοτική ικανότητα) των υποκειμένων σε αυτήν και όχι φόρο με την δημοσιονομική και νομική έννοια του όρου, για τον πρόσθετο επίσης λόγο ότι έχει έκτακτο χαρακτήρα, σε αντίθεση με τον φόρο, που κύριο χαρακτηριστικό του αποτελεί η περιοδικότητα.
Σημειώνεται ότι οι σημερινές συνθήκες, που δεν υπήρχαν όταν θεσπίσθηκαν οι διατάξεις που κρίθηκαν συνταγματικές με την προγενέστερη νομολογία του ΣτΕ, είναι πολύ πιο κρίσιμες, το δε δημόσιο συμφέρον που επιδιώκεται με την παρούσα ρύθμιση είναι πιο επιτακτικό και πιο εκτεταμένο, εν σχέση με το πιο περιορισμένο δημόσιο συμφέρον, που επεδίωκαν να ικανοποιήσουν οι ρυθμίσεις των διατάξεων του ν. 257/1976 και ν. 816/1978.
Πραγματικά, το ΣτΕ, με την 1620/2011 απόφασή αυτού, έχει κρίνει ότι, όπως είναι γνωστό, η δημοσιονομική ισορροπία του ελληνικού Κράτους έχει ήδη σοβαρότατα κλονισθεί, ότι το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος είναι τεράστια, ανερχόμενα σε πρωτοφανή, στην ιστορία των δημόσιων οικονομικών της χώρας, επίπεδα, καθώς και ότι η μείωση του δημοσίου χρέους δεν συνιστά έναν απλώς δημοσιονομικό στόχο, αλλά αποτελεί εθνικό διακύβευμα, και τούτο, διότι η δημοσιονομική κρίση έχει, εξαιτίας της πρωτοφανούς διάστασής της, χαρακτήρα εθνικής κρίσης.
Τέλος, όπως με πλήρη αιτιολογία και με εμπεριστατωμένες σκέψεις έκρινε η μειοψηφία της ΣτΕ 693/2011 (με την απόφαση αυτή παραπέμφθηκε το σχετικό ζήτημα στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου και εκκρεμεί):
Το Σύνταγμα ρυθμίζει καταρχήν τα της λειτουργίας του Κράτους υπό ομαλές συνθήκες. Και έχει μεν προβλέψει ειδικές ρυθμίσεις για την περίπτωση που συμβούν ορισμένες συγκεκριμένες έκτακτες καταστάσεις, όπως στο άρθρο 48 για την περίπτωση πολέμου, ούτε, όμως, από το κείμενό του, ούτε από τις σχετικές συζητήσεις στην Αναθεωρητική Βουλή προκύπτει ότι υπήρξε οποιαδήποτε πρόβλεψη για την περίπτωση διαφαινόμενου πλήρους δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Εν όψει αυτών, το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, που απαγορεύει την αναδρομική επιβολή «φόρου ή άλλου οποιουδήποτε οικονομικού βάρους», παρά την γενικόλογη αναφορά και σε «έκτακτες συνθήκες» που έγιναν κατά την ψήφισή του, δεν αντιμετώπισε και, συνεπώς, δεν αποκλείει, σε μια τέτοια περίπτωση, την αναδρομική επιβολή έκτακτης εισφοράς στους πλουσιότερους πολίτες. Πέραν τούτου, το Συμβούλιο της Επικρατείας, όποτε τίθεται θέμα επιβολής έκτακτης εισφοράς, κρίνει παγίως (ΣτΕ 1317, 1318/1979-Ολομ., 3098, 3653/1981, 3202/1982, 116, 2209, 3515/1983, 357/1984 επταμ., 3639/1984, 797, 2729/1986) ότι το εισόδημα ή κέρδος, επί του οποίου αυτή υπολογίζεται, δεν αποτελεί το αντικείμενό της, αλλά το κριτήριο, βάσει του οποίου θεωρείται, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, ότι υπάρχει σχετική φοροδοτική ικανότητα των υποκειμένων στην εισφορά προσώπων, καθώς και τη βάση υπολογισμού της, με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα αντιθέσεώς της προς την παραπάνω συνταγματική διάταξη. Μια πάγια νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Χώρας επί συνταγματικού θέματος, ύστερα, μάλιστα, από παραπομπή του στην Ολομέλεια λόγω σπουδαιότητας, οδηγός τόσο για τον νομοθέτη, όσο και για τους πολίτες, δεν πρέπει να ανατρέπεται χωρίς σημαντικό λόγο, γιατί προκαλεί πλήγμα στην ασφάλεια του δικαίου για την οποία το Δικαστήριο αυτό υφίσταται, τέτοιο δε λόγο δεν πρέπει να αποτελεί μόνη η, χωρίς οποιαδήποτε μεταβολή των συνθηκών, διαφορετική γνώμη των εκάστοτε ανωτάτων δικαστών. Αν, πάντως, δεν γινόντουσαν δεκτά τα παραπάνω, το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, χρησιμοποιώντας κατά το γράμμα του όχι τον γενικό όρο «έτος» ή «ημερολογιακό έτος», αλλά τον ειδικότερο «οικονομικό έτος» με την έννοια που είναι ευρύτερα γνωστός στη νομοθεσία περί φορολογίας εισοδήματος, απαγορεύει, όταν πρόκειται περί βάρους που επιβάλλεται επί εισοδημάτων, την αναδρομική επιβολή εισφοράς πέραν του οικονομικού έτους του προηγούμενου εκείνου του έτους κατά το οποίο αυτή επιβλήθηκε. Συνεπώς, θεμιτά επιβλήθηκε με το ν. 3758/2009 (Α΄68/5.5.2009) έκτακτη εισφορά επί των εισοδημάτων του οικονομικού έτους 2008, όπως εν προκειμένω. Άλλωστε, η για τόσο σοβαρούς δημοσιονομικούς λόγους επιβολή έκτακτης εισφοράς επί εισοδημάτων προϋποθέτει, κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης, ότι είναι από πριν εφικτός ο υπολογισμός του ποσού που θα συγκεντρωθεί, πράγμα αδύνατο αν, όπως υποστηρίζεται, ανατρέχει μόνο στο προηγούμενο της επιβολής της ημερολογιακό έτος όταν, όπως εν προκειμένω, η σχετική ανάγκη ανακύπτει τους πρώτους μήνες του χρόνου οπότε δεν έχει καν ολοκληρωθεί η υποβολή των σχετικών δηλώσεων (πρβλ. ΣτΕ 1317/1979-Ολομ.).
Από τα ως άνω, προκύπτει ότι ο σχετικός λόγος της προσφυγής είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
Β) Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της αντιδίκου περί δήθεν παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, αυτοί είναι αβάσιμοι και αναπόδεικτοι.
Ένα νομοθετικό μέτρο προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας μόνο αν δεν είναι πρόσφορο για την επιδίωξη και επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει ο νόμος, είτε υπερακοντίζει, προφανώς, το σκοπό αυτό (ΣτΕ 3177/2008, η οποία παραπέμπει στις ΣτΕ 3882/2007, 1006/2002) και συγχρόνως είναι υπέρμετρα επαχθές εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Στην ένδικη υπόθεση, η επιβολή των εισφορών, εξασφαλίζοντας ενίσχυση των ταμείων του κράτους σε περίοδο δεινής δημοσιονομικής συγκυρίας, είναι πρόσφορη και υπηρετεί πλήρως το σκοπό της διάταξης, και κατά συνέπεια ουδεμία παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας έχει λάβει χώρα.
Σε απόλυτη συστοιχία με τα παραπάνω, η δημόσια ωφέλεια που επιτυγχάνεται με την επιβολή των εισφορών είναι αυταπόδεικτη, αφού από τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει η εξαιρετικά δυσχερής κατάσταση των δημοσίων οικονομικών την παρούσα εποχή (βλ. και ΣτΕ 1620/2011), τελεί δε σε προφανή αναλογία με την προβλεπόμενη επιβάρυνση.
Εξάλλου, όπως έχει κριθεί με την πιο πάνω ΣτΕ 693/2011, από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, παρέχεται ευρεία σχετική ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύστημα και δεν αποκλείεται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφόσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.
Αυτονόητο είναι ότι στην ως άνω ευρεία σχετική ευχέρεια του νομοθέτη κατεξοχήν υπάγεται το σύστημα καθορισμού του ύψους της έκτακτης εισφοράς ανά κλιμάκιο εισοδήματος, με το ποσό της εισφοράς να αυξάνει κατά τη μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο κλιμάκιο (ΣτΕ 693/2011). Εξάλλου, ο ν. 3845/2010 προβλέπει την προοδευτική φορολόγηση δια τεσσάρων κλιμακίων και αναλόγων συντελεστών, θέτοντας το τελικό όριο σε εισοδήματα ιδιαίτερα υψηλά (5.000.000 ευρώ), άρα η επιλογή αυτή του νομοθέτη εντάσσεται ομαλώς στα ως άνω συνταγματικώς καθιερούμενα πλαίσια ευρείας ευχέρειας διαμόρφωσης του φορολογικού συστήματος. Αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός της αντιδίκου, τότε, και αν ακόμη προβλέπονταν και ακόμη υψηλότερα όρια εισοδήματος (και αντίστοιχοι συντελεστές), θα μπορούσε, κατά ατέρμονη διαδικασία, να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι θα έπρεπε και πάλι να προβλέπονται περισσότερα κλιμάκια, πράγμα άτοπο.
Στον ως άνω ευρεία σχετική ευχέρεια του νομοθέτη εντάσσεται, ασφαλώς, και η επιλογή εάν, σε υψηλότερα εισοδήματα, θα υπάρχει απαλλαγή ή όχι ενός ποσού (πχ, των 100.000 ευρώ). Τονίζεται, επιπρόσθετα, ότι, σύμφωνα με το άρθρο πέμπτο ν. 3845/2010 παρ. 2 in fine, «Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση, ώστε το εναπομένον συνολικό καθαρό εισόδημα ή τα καθαρά κέρδη, που απετέλεσαν τη βάση προσδιορισμού της, να μην υπολείπεται του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ», επομένως εκ προοιμίου δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της φορολογικής ισότητας.
Από τα ως άνω, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός της προσφυγής είναι αβάσιμος και αναπόδεικτος.
Γ) Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της αντιδίκου περί δήθεν παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι και αναπόδεικτοι. Ειδικότερα:
Με το άρθρο 18 του ν. 3758/2009 επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά σε βάρος των φυσικών προσώπων μόνο. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί δήθεν διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ νομικών και φυσικών προσώπων είναι αβάσιμος.
Ασυνδέτως αυτού, με τη ΣτΕ 693/2011, η οποία αφορά στην αμέσως ως άνω έκτακτη εισφορά του ν. 3758/2009, κρίθηκε, πρώτον (σκέψη 9), ότι, από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, παρέχεται ευρεία σχετική ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύστημα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε (σκέψη 10) ότι, υπό τα δεδομένα της, στο πλαίσιο της ίδιας οικονομικής συγκυρίας, υπαγωγής των νομικών προσώπων σε αντίστοιχες με τα φυσικά πρόσωπα έκτακτες εισφορές (ήτοι του ν. 3808/2009 και του ήδη επιδίκου ν. 3845/2010), η μη υπαγωγή των εισοδημάτων των νομικών προσώπων στην εισφορά του ν. 3758/2009 δεν υπερβαίνει τα όρια τής, ως άνω, ευρείας ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο και χρόνο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων, και δεν παραβιάζει, ως εκ τούτου, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Κατ' αντιστοιχία, επομένως, στην κρινόμενη, αντίστροφη, περίπτωση της φορολόγησης των νομικών προσώπων κατ' εξαίρεση των φυσικών προσώπων, θα πρέπει να ισχύσουν, mutatis mutandis, τα αυτά συμπεράσματα.
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι τα νομικά πρόσωπα εξ ορισμού τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, συγκριτικά με τα φυσικά πρόσωπα.
Δ) Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της αντιδίκου περί δήθεν παραβίασης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος από την παρ. 6 του άρθρου πέμπτου ν. 3845/2010 (και, ειδικότερα, από την πρόβλεψη ότι η προθεσμία άσκησης και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν τη βεβαίωση και είσπραξη της οφειλής), οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται απαραδέκτως και είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα:
Οι ισχυρισμοί αυτοί, ακόμη και αν ήταν βάσιμοι, σε κάθε περίπτωση, δεν προτείνονται στην ένδικη δίκη, αλλά μόνο σε δίκη επί αίτησης αναστολής. Επομένως, δεν προβάλλονται παραδεκτά στο πλαίσιο της κρινόμενης προσφυγής.
Ασυνδέτως αυτού, οι ισχυρισμοί είναι και αβάσιμοι. Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει την υποχρεωτική αναστολή της εκτελεστότητας διοικητικής πράξης με μόνη την άσκηση προσφυγής κατ' αυτής. Για να χορηγηθεί αναστολή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας προβλέπει ειδικά την άσκηση αίτησης αναστολής, κατά τα ειδικότερα ρυθμιζόμενα στις οικείες διατάξεις. Άρα, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει αίτηση αναστολής και, αν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις, να διαταχθεί δικαστικά η αναστολή. Επομένως, το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος αναπτύσσει πλήρως το κανονιστικό του περιεχόμενο εν προκειμένω.
Συνεπώς και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, τόσο λόγω απαραδέκτου, όσο και λόγω αβασιμότητας.
Άρα, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.
Πειραιάς, .-.-2012
(ακολουθεί υπογραφή)