Εκ του ασφαλούς κινήθηκε τελικά η κυβέρνηση, επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες ότι οι Ευρωπαίοι δεν περίμεναν τίποτε λιγότερο από αυτά που περιείχε το Προσχέδιο ήτοι και το σενάριο βάσης με περικοπές συντάξεων και σενάριο χωρίς το «ψαλίδι».
Στο μόλις 18 σελίδων κείμενο- το αντίστοιχο σχέδιο της Κύπρου αριθμεί 41 σελίδες- είναι εμφανής η προσπάθεια του υπουργείου Οικονομικών να αναδείξει τους υπολογισμούς για πλεόνασμα άνω του 3,5%, ακόμα κι αν δεν εφαρμοστεί η ψηφισμένη μείωση κύριων κι επικουρικών συντάξεων, «αφιερώνοντας» μόνο ένα πινακάκι και μισή σελίδα στο σενάριο βάσης. Παρά ταύτα, υπάρχουν και τα δύο.
Επί της ουσίας εκπλήξεις δεν υπάρχουν, παρά μόνο μια οριακή διαφορά στους υπολογισμούς για το πρωτογενές πλεόνασμα και συγκεκριμένα 4,2% αντί 4,14% στο σενάριο βάσης και 3,6% αντί 3,56% στο σενάριο χωρίς τις περικοπές των συντάξεων, ενσωματώνοντας έτσι τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών για ακόμα καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις. Ενδεικτικά, για το 2018 εκτιμάται ότι σε όρους Eurostat (ESA) το πλεόνασμα θα είναι περίπου 140 εκατ. Ευρώ μεγαλύτερο από αυτό που προέβλεπε το Προσχέδιο στο σενάριο χωρίς τις περικοπές των συντάξεων και 145 εκατ. Ευρώ για το 2019.
Αλλαγή παρατηρείται στη δοσολογία των εξαγγελιών της ΔΕΘ, καθώς «κόβονται» 50 εκατ. Ευρώ από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες και αυξάνεται αντιστοίχως το επίδομα ενοικίου, κρατώντας το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα στα ίδια επίπεδα. Αυτό που διαφοροποιεί το σχέδιο που πήρε η Κομισιόν από το Προσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή, είναι μια μελέτη κοινωνικών επιπτώσεων από τις παρεμβάσεις που θέλει να κάνει η κυβέρνηση. Ως περισσότερο ωφελημένοι εμφανίζονται οι πολίτες που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας (προφανώς μέσω της επιδότησης ενοικίου), όπως επίσης οι φορολογούμενοι με εισόδημα άνω των 22.000 ευρώ (προφανώς λόγω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών), αν και οι δείκτες φτώχειας δείχνουν να διαφοροποιούνται ελάχιστα.
Κι ενώ οι μακροοικονομικές προβλέψεις είναι ίδιες με αυτές του Προσχεδίου, αίσθηση προκαλούν οι υπολογισμοί για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, πάνω στους οποίους στηρίζεται όλη η λογική του Προϋπολογισμού. Ενώ, λοιπόν, το υπουργείο Οικονομικών έχει ενσωματώσει ρεαλιστικές παραδοχές για την αύξηση των καταθέσεων στα 137,4 δις ευρώ ως το τέλος του 2019 (τον Αύγουστο ήταν ήδη στα 131,6 δις ευρώ), οι εκτιμήσεις για τη δυναμική των νέων χορηγήσεων, δηλαδή για την παροχή νέων δανείων σε νοικοκυριά κι επιχειρήσεις, μοιάζουν ουτοπικές.
Το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι φέτος η χρονιά θα κλείσει με υπόλοιπο δανείων 185,1 δις ευρώ, για να φτάσουμε το 2019 στα 190,7 δις ευρώ. Ποιο είναι το πρόβλημα; Τον Αύγουστο τα υπόλοιπα δανείων είχαν πέσει στα 177 δις ευρώ από 184 δις το Δεκέμβριο του 2017, με τάση συνεχώς πτωτική κι αυτό αν μη τι άλλο επιβεβαιώνει ότι όσο οι τράπεζες είναι «δεμένες» με «κόκκινα» δάνεια, η αγορά θα μένει «διψασμένη», με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τη λειτουργία της οικονομίας.
Το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων θα απασχολήσει τις επαφές ειδικών τεχνικών κλιμακίων, που θα έρθουν στην Αθήνα την επόμενη εβδομάδα, ενώ άλλα τεχνικά κλιμάκια θα «ξεσκονίσουν» τα νεότερα στοιχεία του Προϋπολογισμού, τη λειτουργία του Εξωδικαστικού, τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας κ.λ.π. Η «επίσκεψη» αυτή θα είναι η τελευταία πριν από την πρώτη Έκθεση Αξιολόγησης των δανειστών, στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας.