Η πόλη – φάντασμα πια, Λ'Ακουΐλα, ζωντάνεψε για λίγο χθες το βράδυ, όταν δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι διέσχισαν τους δρόμους κρατώντας κεριά στα χέρια τους.
Η μαύρη επέτειος, των τριών χρόνων, από τον φονικό σεισμό, γέμισε θλίψη τους κατοίκους της πόλης, που δεν έχουν δει ούτε ένα έργο να πραγματοποιείται παρόλες τις πομπώδεις δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Στις 03:32, ακριβώς την ώρα που ο φονικός σεισμός χτύπησε την πόλη, πριν από τρία χρόνια, ενώ οι κάτοικοί της στην πλειοψηφία τους κοιμούνταν την 6η Απριλίου 2009 , στην κεντρική πλατεία της πόλης, διαβάστηκαν τα ονόματα των τριακοσίων εννέα κατοίκων που έχασαν την ζωή τους. Ανάμεσά τους ήταν κι αυτό του Έλληνα φοιτητή Βασίλη Κουφολιά. Μετά από κάθε όνομα ακολουθούσε ένα χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας των Αγίων Ψυχών.
Στην πορεία συμμετείχαν και οι γονείς των οκτώ φοιτητών που έχασαν την ζωή τους από την κατάρρευση της φοιτητικής εστίας της πόλης, κρατώντας πανό με τις φωτογραφίες των παιδιών τους και από κάτω αναγραφόταν η φράση «είναι λυπηρό να διαβάζεις στα μάτια του μπαμπά και της μαμάς την βεβαιότητα ότι ούτε και απόψε δεν θα γυρίσω σπίτι».
Η ανοικοδόμηση της πόλης που είχε υποσχεθεί ο τότε πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν έχει καν ξεκινήσει: 21.731 άτομα συνεχίζουν να ζουν μακριά από τις κατεστραμμένες, μόνιμες κατοικίες τους. Το ιστορικό κέντρο είναι γεμάτο μεταλλικά υποστυλώματα για να αποφευχθούν νέες καταρρεύσεις, αλλά τα μεσαιωνικά, συχνά, σπίτια, συνεχίζουν να είναι χωρίς σκεπή, με ραγισμένους και γκρεμισμένους τοίχους, εκτεθειμένα την καταστρεπτική δράση των μετεωρολογικών συνθηκών.
Ούτε καν τα συντρίμια, δεν έχουν καθαριστεί. Το 95% του συνολικού όγκου παραμένει ακόμα εκεί.
«Η παρουσία μας εδώ αποτελεί μια πράξη μνήμης, αλλά και αγανάκτησης: θέλουμε να θυμίσουμε σε όλους ότι κάτι δεν λειτούργησε, ότι οι εκκλήσεις μας δεν εισακούσθηκαν. Και δεν πρόκειται να σταματήσουμε, μέχρι να καταφέρουμε να ξανανοίξουμε τα σπίτια μας» είπε μια από τις κατοίκους της Λ' Άκουϊλα που συμμετείχαν στην κινητοποίηση για την επέτειο.
Οπως τονίζουν ιταλικά μέσα ενημέρωσης «λόγω γραφειοκρατικών κωλυμάτων και πολιτικής ολιγωρίας, η ανοικοδόμηση έχει μείνει στα χαρτιά. Επελέγη η λύση της δημιουργίας των νέων συνοικιών, σε απόκεντρες περιοχές, της λεγόμενης νέας πόλης, και το ιστορικό κέντρο, ένα από τα ωραιότερα της Ιταλίας, εγκαταλείφθηκε στην μοίρα του».
Η καρδιά της πόλης ταυτίζεται πλέον με την «κόκκινη ζώνη»: στρατιώτες φυλάσσουν τα ερείπια, τα οποία έχουν περικυκλωθεί με κιγκλιδώματα. Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος. Πέρα από κάποιες γιορτές, που ομάδες «απείθαρχων νέων οργανώνουν τα σαββατόβραδα για να δείξουν ότι η ζωή δεν σταμάτησε» και μερικούς, μετρημένους στα δάχτυλα ηλικιωμένους οι οποίοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, όλα είναι έρημα.
Οι κάτοικοι, όμως, της πρωτεύουσας του Αμπρούτσο, έχουν ταυτιστεί με τα κύρια στοιχεία της ψυχολογίας των ορεινών περιοχών με τις οποίες συνορεύουν. Ξέρουν να περιμένουν, να υπομένουν, αλλά και να μην ξεχνούν τον στόχο τους.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι εγκατέλειψε την πρωθυπουργία, το πολιτικό σκηνικό άλλαξε ριζικά, ξέσπασε η οικονομική κρίση, η οποία κάποτε θα ξεπερασθεί, αλλά εκείνοι έχουν έναν σταθερό, μοναδικό σκοπό: να ξαναζήσει η πόλη τους, να μην χαθεί η ιστορική, καλλιτεχνική και ανθρώπινη ταυτότητά και κληρονομιά της.