Η Ελλάδα υπήρξε διαχρονικά ένα μυστήριο για τους ξένους. Οι Ευρωπαίοι περιηγητές που τη γνώρισαν πρώτα μέσα από τη λάμψη της αρχαιότητας απογοητεύτηκαν οικτρά όταν την επισκέφθηκαν και γνώρισαν τους Έλληνες.
Ο γνωστός ελληνικός φθόνος («Δεν υπάρχει Έλληνας που να χαίρει εκτίμησης στην Ελλάδα», γράφει ο Εντμόντ Αμπού το 1854), η γενικευμένη διαφθορά, ο θρησκευτικός σκοταδισμός και ο συντηρητικός πατριωτισμός εμπόδισαν διαχρονικά την Ελλάδα να γίνει μια κανονική χώρα.
Το βιβλίο του Εντμόντ Αμπού (1828-1885) «Η Ελλάδα του Όθωνα», που εκδόθηκε το 1854 (Εντμόντ Αμπού: «Η Ελλάδα του Όθωνα», Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018), ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη χώρα μας και θεωρήθηκε συκοφαντικό για πολλές δεκαετίες.
Ωστόσο, πρόκειται για τη ματιά ενός φιλέλληνα που δεν μπορεί παρά να εντοπίσει τα αντιφατικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας - χωρίς να παραγνωρίζει τα επιτεύγματα, αλλά και χωρίς να αγνοεί τα ελαττώματα.
Το βιβλίο του Αμπού είναι ένα μοναδικό ιστορικό ανάγνωσμα που καταφέρνει να παραμένει επίκαιρο ενάμιση αιώνα μετά, χάρη στις αναπόφευκτες συγκρίσεις με τη σημερινή εποχή.
Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Ελλάδα του Όθωνα»:
«Η άλλη όψη του νομίσματος – Οι Έλληνες είναι απείθαρχοι και ζηλόφθονοι – Ο βασιλιάς των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων – Η ελληνική εντιμότητα – Δυο υπουργοί μαλώνουν για το ποιος θα λαδωθεί – Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου βάζει τον κήπο του σε λαχειοφόρο αγορά».
Κάθε νόμισμα έχει και την άλλη του όψη, κι είναι πράγματι σπάνιο μια αρετή να μην είναι και διαστροφή μαζί.
Στους Έλληνες η αγάπη για την ελευθερία ισοδυναμεί και με περιφρόνηση στους νόμους και σε κάθε νόμιμη αρχή· Η αγάπη για την ισότητα εκδηλώνεται συχνά σαν άγρια ζήλια απέναντι σε όλους εκείνους που ξεχωρίζουν· ο κοντόφθαλμος πατριωτισμός γίνεται εγωισμός και το εμπορικό πνεύμα αγγίζει την απατεωνιά.
Τα Παλικάρια έχουν μάθει από τότε που γεννήθηκαν να παραβιάζουν τους νόμους, ενώ οι Φαναριώτες να τους παρακάμπτουν· η μάζα του λαού μόνο με τη βία υπάκουε, και δεν πιστεύει πως έχει την παραμικρή υποχρέωση απέναντι σε μια αδύναμη κυβέρνηση· η θρησκεία, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, ωθεί τους πιστούς στη δεισιδαιμονία μόνο, και ξεχνά να κηρύξει την ηθική· Η εξουσία δεν γνωρίζει πώς να γίνει σεβαστή και φαίνεται να αμφιβάλλει για τον εαυτό της· με δυο λόγια, όλα συντείνουν στο να γίνει ο ελληνικός λαός ο πιο απείθαρχος του κόσμου.
Ο ίδιος φθόνος που επέβαλλε άλλοτε την αυστηρή ετυμηγορία του εξοστρακισμού, καταδικάζει σήμερα τους ανθρώπους που ξεπερνούν ένα ορισμένο επίπεδο. Κάποιους τους δολοφονούν με μαχαίρι ενώ κάποιους άλλους τους σκοτώνουν με τα λόγια. Ρωτήστε έναν Έλληνα για όλα τα μεγάλα ονόματα της χώρας του, δε θα μιλήσει για κανένα χωρίς να το κηλιδώσει. Ο ένας πρόδωσε, ο άλλος έκλεψε, κάποιος τρίτος έδωσε συμβουλή ή διαταγή για φόνο· και οι πιο αγνοί έχουν ήθη αχρεία. Δεν υπάρχει ένας Έλληνας που να χαίρει εκτίμησης στην Ελλάδα.
Ο ελληνικός πατριωτισμός εκδηλώνεται με δύο τελείως αντίθετους τρόπους, εκτός και εντός της χώρας. Οι Έλληνες του εξωτερικού λατρεύουν την κοινή πατρίδα· δίνουν ότι έχουν και δεν έχουν γι’ αυτήν, και το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα την κάνουν πλουσιότερη και μεγαλύτερη. Οι Έλληνες του εσωτερικού το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα κλείσουν τη χώρα στους Έλληνες του εξωτερικού. Οι μεν έχουν έναν γενναιόδωρο πατριωτισμό, οι δε έναν πατριωτισμό συντηρητικό. Ο γενναιόδωρος πατριωτισμός είναι εκείνος που δημιούργησε όλα τα μεγάλα ιδρύματα της Ελλάδας. Ο συντηρητικός πατριωτισμός είναι εκείνος που έφτιαξε τον νόμο της 3ης Φεβρουαρίου 1844 για τους αυτόχθονες και ετερόχθονες.
Ο νόμος αυτός, ο πιο άδικος και ηλίθιος που ψηφίστηκε ποτέ σε πολιτισμένο λαό, δίνει το αποκλειστικό μονοπώλιο των δημόσιων λειτουργημάτων σε κατοίκους του Μοριά και της Αττικής. Κλείνει την πόρτα της Ελλάδας σε όλους εκείνους τους Έλληνες που δεν γεννήθηκαν στο μικρό βασίλειο του Όθωνα· αποκλείει από την κυβέρνηση το κομμάτι το πιο έξυπνο, το πιο πλούσιο και το πιο αφοσιωμένο του έθνους (...).
(...) Ο ελληνικός λαός δεν είναι γεννημένος για τον πόλεμο, ό,τι κι αν λέει. Ακόμα κι αν έχει το θάρρος που αποδίδει ο ίδιος στον εαυτό του, η πειθαρχία, που είναι η κινητήριος δύναμη του πολέμου, θα του λείπει πάντα.
Ισχυρίζεται πως δεν είναι γεννημένος για τη γεωργία: φοβάμαι πως έχει δίκιο. Η γεωργία απαιτεί περισσότερη υπομονή, περισσότερη θέληση και μεγαλύτερη προσήλωση, χαρακτηριστικά που οι Έλληνες δεν είχαν ποτέ τους. Τους αρέσουν τα μακριά ταξίδια, οι τολμηρές επιχειρήσεις, η ριψοκίνδυνη κερδοσκοπία. Ο Έλληνας βρίσκει τη θέση του στην πόρτα ενός μαγαζιού όπου προσελκύει τους πελάτες ή πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου όπου διασκεδάζει τους επιβάτες. Καθισμένος, ευχαριστιέται την αρχοντιά του· όρθιος, θαυμάζει την κομψότητά του· αλλά τον απωθεί η ιδέα να σκύψει πάνω από τη γη. Οι γεωργοί μας θα τον θεωρούσαν άεργο, αλλά θα είχαν άδικο· δουλεύει με το μυαλό.
Οι Έλληνες που καλλιεργούν τη γη νιώθουν ταπεινωμένοι· προσβλέπουν σε μια θέση υπηρέτη ή φιλοδοξούν να γίνουν ιδιοκτήτες μιας μικρής ταβέρνας. Το αχάριστο χώμα που παιδεύουν δεν μιλά στην καρδιά τους· δεν νιώθουν όπως οι δικοί μας αγρότες, αλλά και οι πρόγονοί τους, αγάπη για τη γη, και έχουν ξεχάσει τους ποιητικούς μύθους που τη θεωρούσαν μητέρα των ανθρώπων. Ο γάλλος αγρότης το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα μεγαλώσει το χωράφι του· ο έλληνας αγρότης είναι πάντα έτοιμος να το πουλήσει.
Άλλωστε πουλούν ό,τι μπορούν. Κατά πρώτον, για να έχουν χρήματα και, κατά δεύτερον, για τη χαρά του να πουλάς. Στη Γαλλία, αν προτείνετε σε έναν εργάτη να σας πουλήσει το ρούχο του θα σας απαντήσει, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του: «Το ρούχο μου δεν είναι για πούλημα». Στην Ελλάδα, σταματήστε έναν αστό στον περίπατο και ρωτήστε τον αν θέλει να σας πουλήσει τα παπούτσια του. Αρκεί να του δώσετε μια λογική τιμή και μπορείτε να στοιχηματίσετε δέκα προς ένα ότι θα γυρίσει ξυπόλυτος στο σπίτι.
Στα ταξίδια μας, όταν μέναμε σε ιδιώτες κάπως εύπορους, δεν χρειαζόταν να στείλουμε κάποιον στο παζάρι. Οι οικοδεσπότες μας μας έδιναν στη σωστή τιμή το κρασί της κάβας τους, το ψωμί του φούρνου τους, τις κότες του κοτετσιού τους. Γδύνονταν, στην ανάγκη, για να μας πουλήσουν τα ρούχα τους. Έχω πάρει, έτσι, ένα αλβανικό πουκάμισο πολύ καλοκεντημένο που το είχα αγοράσει όσο ήταν ακόμη ζεστό. Αντιθέτως, μια δυο φορές οι αγρότες μάς παρακάλεσαν να τους πουλήσουμε ό,τι έβλεπαν στα χέρια μας.
Μια μέρα στη Σπάρτη, ένας άνδρας που είχε έρθει για να μου πουλήσει μετάλλια θέλησε να αγοράσει το μελανοδοχείο που χρησιμοποιούσα. Ο Πέτρος, ο υπηρέτης μας, όταν έμαθε ότι ο Μπελέ ήθελε να πουλήσει το άλογό του, πήγε να τον βρει και, γυρνώντας το φέσι στα δάχτυλά του, του ζήτησε να τον προτιμήσει. «Μα για όνομα του Θεού» τον ρώτησε ο Μπελέ «τι θα το κάνεις το άλογό μου;» - «Θα σας το νοικιάσω, κύριε, για τον περίπατο».