Μπορεί η δεύτερη επίσημη επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ σε διάστημα μόλις ενάμιση χρόνου στην Αθήνα να ολοκληρώθηκε χθες το βράδυ με το επίσημο γεύμα που παρέθεσε προς τιμήν του ο Έλληνας ομόλογός του Προκόπης Παυλόπουλος, ωστόσο αυτό που φαίνεται ότι θα απασχολήσει είναι η επαναφορά στην ελληνογερμανική ατζέντα του ζητήματος των γερμανικών αποζημιώσεων.
Με την τοποθέτησή του στο Προεδρικό Μέγαρο χθες το βράδυ, μάλιστα, ο Προκόπης Παυλόπουλος φρόντισε ώστε ο κ. Σταϊνμάγερ να επιστρέψει στο Βερολίνο έχοντας πλήρως εντυπωμένη την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς για λύση του θέματος στο εγγύς μέλλον.
Ο κ. Παυλόπουλος τόνισε χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα θεωρεί παγίως τις απαιτήσεις της που αφορούν το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις της εποχής «νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες», προσθέτοντας πως εντάσσονται στο πλαίσιο του διεθνούς και ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Μάλιστα, προεξόφλησε ότι -αργά ή γρήγορα- Αθήνα και Βερολίνο θα κληθούν να υποστηρίξουν τις θέσεις τους σε αρμόδιο δικαιοδοτικό forum.
Νωρίτερα, στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας υποδεχόμενος τον επίσημο προσκεκλημένο είχε επίσης στείλει σαφές μήνυμα στη γερμανική πλευρά υπογραμμίζοντας πως προϋπόθεση για μία νέα αρχή στις διμερείς σχέσεις είναι να πάψουν να κρύβονται «κάτω από το χαλί» διαφορές που έρχονται από το παρελθόν και οι οποίες μπορούν να επιλυθούν με βάση το διεθνές δίκαιο.
Σχολιάζοντας στο iefimerida τις τοποθετήσεις αμφοτέρων, η δικηγόρος που εκπροσωπεί τους συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου, Κέλλυ Σταμούλη, τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «στο πλαίσιο της άσκησης πολιτικής και της διπλωματικής γλώσσας και λογικής τα πάντα μπορούν να τεθούν παντιοτρόπως. Σθεναρά αλλά και ήπια. Και επειδή η ανωτέρω γλώσσα οφείλει να είναι και υπολογιστική, δηλαδή να λαμβάνει υπόψη της και άλλους παράγοντες, είναι αλήθεια ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση προέταξε την ‘τακτοποίηση’ των δεινών οικονομικών εκκρεμοτήτων της χώρας», προσθέτοντας πάντως πως εφόσον η χώρα εξήλθε των μνημονίων «δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αναβολές».
Όσον αφορά τη διαχρονική και πάγια θέση του Βερολίνου που επιμένει να χαρακτηρίζει το ζήτημα «νομικά και πολιτικά ρυθμισμένο» και να αρκείται σε δηλώσεις καταδίκης των ναζιστικών εγκλημάτων κατά του ελληνικού λαού, η κυρία Σταμούλη αναφέρει τα εξής: «Ο οιοσδήποτε ‘κατηγορούμενος’ από αρχαιοτάτων χρόνων συνήθως αρνείται την ενοχή του ή επικαλείται και προτάσσει διάφορες ενστάσεις. Όπως όμως υποστηρίζει χρόνια τώρα και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας οι απαιτήσεις είναι ενεργές και αυτό έχει αναγνωριστεί από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ελλάδος και της Ιταλίας. Αλλά και η Χάγη αναγνώρισε ότι η Ελλάδα δεν έχει δικαιωθεί. Οι θηριωδίες και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος δεν παραγράφονται. Τα 70 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχουν χαλυβδώσει τις φρικιαστικές μνήμες».
Αναφερόμενη στον μαραθώνιο δικαστικό αγώνα του πατέρα της, νομικού, νομάρχη Βοιωτίας και ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Ιωάννη Σταμούλη, ο οποίος πρώτος, το 1995, ανακίνησε το ζήτημα της αποζημίωσης των 218 θυμάτων της Σφαγής του Διστόμου σημειώνει ότι από τότε που κατέστη αμετάκλητος η απόφαση, το 2001, κανένας υπουργός Δικαιοσύνης δεν έδωσε την απαιτούμενη προς εκτέλεση άδεια. «Σημειωτέον ότι τέτοια ‘άδεια’ προβλέπεται μόνον από την ελληνική νομοθεσία και, κατά τη γνώμη μου, η διάταξη αυτή υποδηλώνει τριτοκοσμικό κράτος που φοβάται τους ισχυρούς. Η ‘απαγορευτική’ αυτή διάταξη οδήγησε τον Σταμούλη ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων, τα οποία κήρυξαν την απόφαση του Διστόμου εκτελεστή. Βεβαίως στην Ιταλία δεν απαιτείται αντίστοιχη υπουργική άδεια. Συνεπώς, δεδομένου ότι μπορούν οι Διστομίτες ανά πάσα στιγμή να εκτελέσουν την απόφαση στην Ιταλία, είναι προφανές ότι πάραυτα συνιστά ισχυρότατο διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια του Έλληνα πρωθυπουργού».
Καταλήγοντας, η κυρία Σταμούλη καλεί τους ανώτατους άρχοντες της χώρας να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους και να διασφαλίσουν την ηθική και υλική αποζημίωση των οικείων των θυμάτων: «Η διαίσθηση μου αλλά και οι χθεσινές δηλώσεις αμφοτέρων του προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού αυτό δείχνουν. Βεβαίως δεν πρέπει να σταθούμε στις δηλώσεις, οι οποίες για πρώτη φορά, οφείλω να πω, είναι τόσο επιτακτικές και στοχευμένες. Η πολιτική δηλαδή βούληση πρέπει να συνοδευτεί από συγκεκριμένες ενέργειες μέσα σε οριοθετημένο χρονοδιάγραμμα. Στην αιματοβαμένη μνήμη των θυμάτων και προσωπικά στη μνήμη του αγώνα που έδωσε ο πατέρας μου, υποχρεούμαστε άπαντες να προβούμε σε συγκεκριμένες ενέργειες στο μέτρο που αναλογεί στον καθένα μας».