Το σάιτ του Πέτρου Κωστόπουλου, pkool.gr, ξεκίνησε και πάλι από σήμερα την λειτουργία του με ένα δικό του κείμενο που περιγράφει, μεταξύ άλλων, πως αισθάνεται που μπαίνει -για πρώτη φορά μετά από 16,5 χρόνια- σε ένα γραφείο ως υπάλληλος.
«Για μένα η πτώχευση της ΙΜΑΚΟ ήταν, όπως είπα, σαν θάνατος ενός παιδιού μου. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθώ -εν πολλοίς είμαι ακόμα εκεί- σε μια κατάσταση ανασφάλειας, φόβου, κατάθλιψης και αβεβαιότητας. Όλο αυτό μαζί είχε σαν αποτέλεσμα -ανάμεσα σε όλα τα άλλα- και τον ευνουχισμό της σκέψης μου. Δεν μπορεί ο κόσμος να καίγεται και εσύ να γράφεις άρθρα στο pkool, παρότι τα αγαπάς περισσότερο απ' οτιδήποτε έχεις κάνει τα τελευταία χρόνια. Έτσι το βούλωσα», ξεκινάει το άρθρο/ εντιτόριαλ του ο Πέτρος Κωστόπουλος.
Και συνεχίζει, περιγράφοντας τις δύσκολες στιγμές που πέρασε τους τελευταίους μήνες «Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, να σταθώ στα πόδια μου, -στην κυριολεξία όμως- θα μπορούσα και να γράψω; Για πολύ καιρό το βλέμμα ήταν απλανές απέναντι σε μια ανοιχτή οθόνη τηλεόρασης, η οποία δεν με ένοιαζε ούτε τι έπαιζε, ούτε ποιο κανάλι ήταν. Νομίζω ότι έρχεται ο καιρός σιγά, σιγά να ξαναζωντανέψουμε το pkool, όχι μόνο σαν μέσο προσωπικής έκφρασης, αλλά κυρίως σαν έναν ανδρικό site, όπως ήθελα να είναι από την αρχή. Πάντα είχα την αίσθηση ότι η εργασιοθεραπεία είναι το καλύτερο φάρμακο απέναντι σε πάσα νόσο και πάσα μαλακίαν. Άρχισα και να ξυπνάω, να ενεργοποιούμαι, όχι πάρα πολύ διότι μιας πτώχευσης μύρια έπονται για όποιον γνωρίζει».
Επίσης σχολιάζει το πόσο ριζικά άλλαξε η ζωή του από την μέρα που έγινε επιχειρηματίας «Με αφορμή ότι σήμερα για πρώτη φορά βρέθηκα στην καινούρια μου δουλειά και μετά από 16,5 χρόνια σαν υπάλληλος πια, σκέφτηκα να ξαναμπώ στο pkool. (...) Το έχω ξαναγράψει και στο παρελθόν και γινόταν δύσκολα πιστευτό. Από τη ημέρα που σχεδόν αναγκαστικά έγινα επιχειρηματίας, ενώ ήμουν μια ζωή υπάλληλος, έχασα την ψυχική μου ηρεμία. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κέρδισα σε υλικά αγαθά, εφόσον η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, αλλά νομίζω δεν πέρασε ούτε ένα βράδυ που η σκέψη για το μαγαζί και το πώς πηγαίνει, να μην μου χαλάει τον ύπνο. Άλλαξα, βάρυνα, έπρεπε να φοράω κοστούμι, να δείχνω σοβαρός, να υπερασπίζομαι τον τίτλο του εκδότη με ότι κι αν αυτό σημαίνει. (...) Τώρα που έχω μείνει κάτω από τα συντρίμμια, ίσως κάποιοι να με καταλάβουν λίγο περισσότερο. Δεν μπορεί να είσαι ταυτόχρονα, το θεωρώ και κανόνα χωρίς εξαίρεση, ένας δημιουργικός άνθρωπος και μαζί να σκέφτεσαι τα τάλιρα και πόσα θα κονομήσεις. Είναι δύο έννοιες που δεν συναντώνται. Έστω κι αν κάποιοι θέλουν να στο χρεώσουν».
Όσον αφορά τα συναισθήματα που ένοιωσε όταν μπήκε στο νέο του γραφείο, σχολιάζει «Αισθάνθηκα λίγο περίεργα μπαίνοντας σε ένα καινούριο γραφείο και άρχισα να φτιάχνω το χώρο που μου έδωσαν. Δεν έχω θέα αλλά δεν πειράζει. Θέλω να κολλήσω μια από αυτές τις παλιές κιτσάτες αφίσες της Καραϊβικής. Ξέρω ότι θα 'ναι αλλιώς... Πρέπει να δίνεις αναφορά, να είσαι αποτελεσματικός, κάτι καλό να κάνεις για να αποδείξεις στους ανθρώπους που σε εμπιστεύτηκαν ότι άξιζε τον κόπο. Με λίγα λόγια, όπως την πάρεις έρχεται η ζωή. Από τα χαμηλά στα ψηλά, απ' τα ψηλά στα χαμηλά και από κει όπου βγάλει ο δρόμος»