Mπορεί να πέρασαν πάνω από επτά δεκαετίες, αλλά η Μπάρμπαρα Άνσλοου θυμάται σαν να ήταν χθες τι σημαίνει να είσαι αιχμάλωτος πολέμου σε ιαπωνικό στρατόπεδο.
Ήταν μόλις 23 ετών όταν την έστειλαν μαζί με τη μητέρα της, τις δύο αδελφές της και άλλους 2.500 αιχμαλώτους στο στρατόπεδο Στάνλεϊ, σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό νότια του Χονγκ Κονγκ, όπου έμελλε να περάσει τα επόμενα τριάμισι χρόνια της ζωής της.
Όλο αυτό το διάστημα κρατούσε κρυφά ημερολόγιο -για ένα μεγάλο διάστημα ακόμη και σε κομμάτια από χαρτί υγείας- και τώρα, καθώς ετοιμάζεται να γιορτάσει τον Δεκέμβριο τα εκατοστά γενέθλιά της, το όνειρό της να δημοσιευθεί έγινε επιτέλους πραγματικότητα.
Η Μπάρμπαρα ζούσε με την οικογένειά της στο Χονγκ Κονγκ, όπου ο πατέρας της, Γουίλιαμ Ρέντγουντ, είχε διοριστεί ως μηχανολόγος ηλεκτρολόγος στο λιμάνι. Καθώς ηχούσαν ολοένα και δυνατότερα τα τύμπανα του πολέμου η οικογένειά του πήρε το 1940 ένα πλοίο για την Αυστραλία, αλλά όταν έφθασαν στη Μανίλα πληροφορήθηκαν τον αιφνίδιο θάνατό του σε ηλικία 47 ετών και πήραν την ολέθρια απόφαση να επιστρέψουν.
Όμως δεν κατάφεραν να ξαναφύγουν από τη βρετανική αποικία κι όταν το Χονγκ Κονγκ έπεσε στα χέρια των Ιαπώνων ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1941, πιάστηκαν αιχμάλωτες. Η μητέρα της Μπάρμπαρα, η Μέιμπλ, μια εθελόντρια νοσοκόμα, έζησε μια από τις χειρότερες φρικαλεότητες της ιαπωνικής εισβολής, όταν είδε τους κατακτητές να εισβάλουν σ’ ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο και να βγάζουν μία μία έξω τις νεαρές Βρετανίδες νοσοκόμες για να τις βιάσουν υπό την απειλή των όπλων.
Μάνα και κόρες οδηγήθηκαν στην αρχή σε χωριστές τοποθεσίες. «Ήταν κάτι απαίσια μικρά, σκοτεινά δωμάτια που όπως αντιλαμβάνομαι τώρα πρέπει να λειτουργούσαν σαν οίκος ανοχής. Η μητέρα μου κι οι αδελφές μου ήταν αλλού, είχα να τις δω πάνω από ένα μήνα», λέει η Μπάρμπαρα. «Πριν τον πόλεμο είχαμε μια Κινέζα υπηρέτρια που ζούσε μαζί μας και μας φρόντιζε. Την έλεγαν Ντινγκ και της επέτρεπαν να με επισκέπτεται και να μου φέρνει κάποια πράγματα. Της ζήτησα λοιπόν να μου φέρει το ημερολόγιό μου του 1941, όταν ξανάρθει, όπως και έκανε και της είμαι τόσο ευγνώμων, γιατί είχε πολλές κενές σελίδες που χρησιμοποίησα για να περιγράφω τη ζωή στο στρατόπεδο».
Η Μπάρμπαρα Άνσλοου πέρασε τα επόμενα τριάμισι χρόνια της ζωής της εκεί στριμωγμένη με άλλα 25 άτομα σ’ ένα διαμέρισμα, όπου θα στεγαζόταν κανονικά μια τετραμελής οικογένεια, γεμάτο κατσαρίδες και κοριούς.
«Υπήρχαν κυρίως γυναίκες και παιδιά και κάποιοι άνδρες στο στρατόπεδό μας. Στα ανδρικά στρατόπεδα ήταν πολύ συχνότερα τα περιστατικά κακοποίησης, αλλά υπήρχε πάντα διάχυτο αυτό το αίσθημα του φόβου και ο κίνδυνος υποσιτισμού καθώς τα τρόφιμα ήταν ελάχιστα, κυρίως ρύζι δυο φορές τη μέρα επί τέσσερα χρόνια. Μας μοίραζαν κάτι απαίσιες λαχανόσουπες και ρύζι με βολβούς. Δεν μου άρεσε καθόλου και δεν ξανάφαγα ποτέ ρύζι στη ζωή μου.
Τα δωμάτια ήταν κατάμεστα. Ζούσαμε με τη μητέρα μου και τις αδελφές μου σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο», θυμάται.
Οι πρώτες αρρώστιες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο στρατόπεδο. Τα κρούσματα διάρροιας, δυσεντερίας, μπέρι-μπέρι και φυματίωσης ήταν συχνά μεταξύ των αιχμαλώτων, όπως και τα προβλήματα όρασης. Η Μπάρμπαρα πάθαινε συνέχεια επιπεφυκίτιδα κι έβγαζε «κριθαράκι» στα μάτια.
Οι δεσμοφύλακες έδερναν άγρια όσους αψηφούσαν τις εντολές τους, ενώ δεν δίσταζαν ακόμη και να εκτελέσουν κάποιους απ’ τους αιχμαλώτους. «Κάποια στιγμή οι Ιάπωνες ανακάλυψαν κάποιους που χρησιμοποιούσαν κρυφά ραδιόφωνο, τους πήραν παράμερα και τους αποκεφάλισαν», λέει.
Ο χειρότερος φόβος ήταν τι θα τους ξημέρωνε η επόμενη ημέρα. «Υπήρχε αυτό το αίσθημα ότι στο τέλος μπορεί να γίνει ένα μακελειό αν οι Σύμμαχοι επιχειρούσαν να επιτεθούν στο Χονγκ Κονγκ. Φοβόμασταν ότι θα αφήσουμε εκεί την τελευταία μας πνοή».
Το ημερολόγιο τη βοηθούσε όλο αυτό το διάστημα να μη χάσει τα λογικά της . Προσπαθούσε, όμως, να γεμίσει τις ώρες της και με άλλες δραστηριότητες για να ξεχνά τη φρίκη του στρατοπέδου.
«Στήσαμε ένα σχολείο για τα περίπου 200 παιδιά που βρίσκονταν εκεί, οργανώναμε κοντσέρτα, ομιλίες, εγώ έγραφα θεατρικά έργα για τα παιδιά. Όσο ήμασταν εκεί γεννήθηκαν κάπου είκοσι παιδιά, κατέγραφα τις γεννήσεις τους επειδή εργαζόμουν και ως γραμματέας στο γραφείο του νοσοκομείου του στρατοπέδου».
Οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες, τα σαπούνια ελάχιστα και πολλές φορές αναγκάζονταν να πηγαίνουν στη γειτονική παραλία για να πλυθούν, ενώ αναγκάζονταν να μοιράζονται ένα ξυράφι για την ατομική τους υγιεινή.
Μια από τις εφιαλτικότερες στιγμές για τους αιχμαλώτους ήταν όταν είδαν κάποιους συντρόφους τους να σκοτώνονται από φίλια πυρά. «Μας βομβάρδισαν κατά λάθος οι Σύμμαχοι», θυμάται η Μπάρμπαρα. «16 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Αυτό και οι αποκεφαλισμοί μας έκαναν να συνειδητοποιήσουμε πόσο αβοήθητοι ήμασταν εκεί. Δεν υπήρχε κανείς για να ζητήσουμε βοήθεια...»
Οι φήμες που άκουγαν το καλοκαίρι του 1946 ότι πλησίαζε το τέλος του πολέμου επιβεβαιώθηκαν τελικά στις 17 Αυγούστου. Στην αρχή δεν γνώριζαν τι θα απογίνουν, αλλά τελικά η Μπάρμπαρα, η μητέρα της και οι αδελφές της αφέθηκαν ελεύθερες κι έφυγαν από το Χονγκ Κονγκ.
«Έλεγα τότε ότι δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ εκεί, αλλά μέσα σ’ ένα χρόνο ξαναπήγα», λέει.
Η νεότερη αδελφή της παντρεύτηκε τον αρραβωνιαστικό της στο ταξίδι της επιστροφής στην Αγγλία. Η Μπάρμπαρα βρέθηκε να εργάζεται για λογαριασμό της κυβέρνησης στο Χονγκ Κονγκ. Εκεί γνώρισε και τον μέλλοντα σύζυγό της, τον Φρανκ Άνσλοου, που ήταν κι αυτός αιχμάλωτος στο στρατόπεδο Στάνλεϊ. Όταν πήγε να δει τους γονείς του στην Αυστραλία την κάλεσε να πάει να τον βρει. «Δεν τα είχαμε φτιάξει ακόμη, αλλά ήλπιζα να με ζητήσει σε γάμο, αν και στο τηλεγράφημα δεν ανέφερε τίποτε τέτοιο», λέει.
Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι με φορτηγό πλοίο που διήρκεσε τέσσερις εβδομάδες η Μπάρμπαρα έφθασε στον αγαπημένο της και όπως ήλπιζε, παντρεύτηκαν.
Απέκτησαν πέντε παιδιά κι έζησαν μαζί 55 ολόκληρα χρόνια μέχρι τον θάνατό του το 2003. «Το γεγονός ότι είχαμε βιώσει τις ίδιες εμπειρίες δυνάμωσε πραγματικά το γάμο μας», λέει.
Η Μπάρμπαρα Άνσλοου ζει εδώ και χρόνια σ’ ένα μικρό χωριό του βορειοανατολικού Έσεξ στην Αγγλία, όπου την επισκέπτονται συχνά τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της. Όσο για τα ημερολόγιά της που καταγράφουν την ανείπωτη φρίκη που έζησαν οι αιχμάλωτες σ’ αυτό το άγνωστο σχετικά επεισόδιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; «Ελπίζω», λέει. «να αποτελέσουν μια χρήσιμη καταγραφή για τις μελλοντικές γενιές»...