«Δεν θέλουμε Ολυμπιάδες, θέλουμε επανάσταση» φώναζαν οι φοιτητές στην Πλάσα ντε Λας Τρες Κολτούρας πριν η αστυνομία και ο στρατός πνίξουν τη διαδήλωση στο αίμα.
Δεν ήταν πολλοί, πέντε με έξι χιλιάδες μέσα στο μισό εκατομμύριο των Μεξικανών φοιτητών. Είχαν όμως πείσμα, τη θέληση να μην βρεθούν κι αυτοί στη σειρά με τους υποταγμένους, είχαν ένα σύνθημα, «Ελευθερία», και μία φιλοσοφία που συνοψιζόταν στη φράση «στα α***ια μας ό,τι κι αν γίνει».
Στο «Μεξικό ’68» (εκδόσεις Άγρα, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος) ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, αντί για το χρονικό της νεολαιίστικη εξέγερσης, προτίμησε να γράψει ένα σύντομο κολάζ, όπου ο ποιητικός λόγος ανακατεύεται με τις εικόνες της βίας.
«Με τι τροφοδοτούνταν η φωτιά;» αναρωτιέται ο Τάιμπο. Από την παγκοσμιότητα του κινήματος. Το είδωλο τους ήταν ο Τσε Γκεβάρα, ο οποίος είχε εκτελεστεί στη Βολιβία έναν χρόνο πριν. Ο δικός τους νεκρός που τους θύμιζε «κάντα όλα στη μπάντα και άρχισε να βαδίζεις». Ζούσαν με την ελπίδα που γέννησε η Κουβανική επανάσταση και η αντίσταση στον Πόλεμο του Βιετνάμ στη γειτονική Αμερική. Άκουγαν Μπομπ Ντίλαν και Τζόαν Μπαέζ, διάβαζαν Χέμινγουεϊ και Στάινμπεκ, έβλεπαν στον κινηματογράφο το Χιροσίμα Αγάπη μου. Κοιτούσαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τις φωτογραφίες από τον γαλλικό Μάη, την Άνοιξη της Πράγας, το ξεσηκωμό των φοιτητών στη Βραζιλία, την εξέγερση στην Κόρδοβα της Αργεντινής. Ζούσαν μέσα στα καφέ και τα σαντουιτσάδικα της φοιτητικής συνοικίας, η υπόλοιπη πόλη του Μεξικού τους ήταν άγνωστος τόπος.
«Το κράτος ήταν μία αφηρημένη έννοια βγαλμένη από τα βιβλία». Στην κυβέρνηση βρισκόταν το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα. Πέρα από το τραγελαφικά αντιφατικό όνομά του, ήταν το κόμμα που ξεπήδησε από τη Μεξικάνικη Επανάσταση του 1910. Αφού πρώτα ξεμπέρδεψε με τους πρωταγωνιστές της, τον Πάντσο Βίγια και τον Εμιλιάνο Ζαπάτα, παρέμεινε στην εξουσία για πάνω από μισό αιώνα.
Η κυβέρνηση έμοιαζε ανεκτική. Δεχόταν πολιτικούς πρόσφυγες από χώρες που κυβερνούσαν δικτάτορες, από την Ισπανία του Φράνκο μέχρι την Κούβα του Μπατίστα, και απέναντι στους φοιτητές είχε σταθεί διαλλακτική. Μόνο που τον Ιούλιο του 1968 παιζόταν η εικόνα της χώρας.
Το Μεξικό ήταν η πρώτη χώρα του αναπτυσσόμενου κόσμου που θα διοργάνωνε Ολυμπιακούς Αγώνες. Φοβόταν ότι οι πορείες των φοιτητών που γίνονταν όλο και πιο μαζικές θα αμαύρωναν τη φιέστα. Το κράτος αντιμετώπισε τους διαδηλωτές πρώτα με τους γρεναδιέρους, τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας για καταστολή ταραχών, και έπειτα με τους πορρίστας, τους παρακρατικούς μπράβους, και τέλος τις ξιφολόγχες και τα τανκς.
«Ήθελα να συλλάβω το κίνημα μέσα σε ένα ποίημα και δεν τα κατάφερνα». Ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ ήταν τότε πρωτοετής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Από τον Ιούλιο βρίσκεται στους δρόμους οπλισμένος με ένα σημειωματάριο και καταγράφει σκόρπιες εικόνες. Τον φοιτητή που επιτίθεται στο τανκ με ένα σιδερένιο σωλήνα. Την φοιτήτρια που χαστουκίζει έναν προσβλητικό ασφαλίτη. Τον φίλο του που ορμάει άοπλος σε ένα στρατιώτη για να σώσει έναν μαθητή. Τους κατοίκους που ρίχνουν κομφετί από τις πολυκατοικίες καθώς η φοιτητική πορεία διασχίζει τους δρόμους τους.
«Δεν υπήρχαν ούτε νύχτες ούτε μέρες, υπήρχαν μόνο δονήσεις τις οποίες κάποιος έπρεπε να ερμηνεύσει». Οι εξεγερμένοι φοιτητές ζούσαν σε μία γιορτή. Είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και κοιμόντουσαν στα πατώματα των σχολών, αγόρια και κορίτσια μαζί, σκανδαλίζοντας τους γονείς τους. Έτρωγαν συσσίτιο στις κατειλημμένες σχολές από κοτόσουπα και βραστές πατάτες. Έκλεβαν χαρτί για να τυπώσουν προκηρύξεις. Οι μπριγάδες τους, οι ομάδες κρούσης που μοίραζαν προκηρύξεις, διοργάνωναν αστραπιαίες διαδηλώσεις και έγραφαν συνθήματα, είχαν ψευδώνυμα από σταρ του αμερικάνικου κινηματογράφου. Όταν τα αιτήματα τους για πλήρη αυτονομία των πανεπιστημιακών σχολών και απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση που τους απείλησε με στρατιωτική επέμβαση, οι φοιτητές απτόητοι πρόσθεσαν ένα ακόμα αίτημα: Να σταλεί ένα υποβρύχιο στη λίμνη του πάρκου Τσαπουτελπέκ.
«Στο κάτω κάτω ήταν ένα κίνημα που κράτησε μόνο 123 μέρες». Δέκα μέρες πριν την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στις 2 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι είχε σταθεί εξαιρετικά γενναιόψυχη με τους ταραξίες φοιτητές.
Στις 2 Οκτωβρίου στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον των άοπλων φοιτητών που διαδήλωναν. Η επίσημη δικαιολογία του προέδρου Ντίας Ορντάς ήταν ο στρατός επενέβη επειδή οι φοιτητές άρχισαν να πυροβολούνται μεταξύ τους. Οι νεκροί ήταν πάνω από 400 και οι συλληφθέντες κάπου 1.300. Επίσημη καταμέτρηση των νεκρών δεν έγινε ποτέ αφού οι σωροί ρίχτηκαν στο Κόλπο του Μεξικού.
«Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ τη φάτσα του μεθυσμένου πορρίστα που παίζοντας ήθελε να με σκοτώσει λιγουλάκι». Ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, με μία ουλή στο στομάχι από την ξιφολόγχη ενός παρακρατικού, είναι ο Μεξικανός δημοσιογράφος που απέκτησε φήμη γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα, πότε με φόντο τη Μεξικάνικη Επανάσταση και πότε με αναφορές στη σημερινή κατάσταση, με τα καρτέλ των ναρκωτικών να βασιλεύουν σε μία διεφθαρμένη χώρα.
Έχει γράψει μαζί με τον Σουμπκομαντάντε Μάρκος των Ζαπατίστας το μυθιστόρημα Ανήσυχοι Νεκροί (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος, Βασιλική Κνήτου) και τη βιογραφία Ερνέστο Γκεβάρα, Γνωστός και ως Τσε (εκδόσεις Κέδρος, μετάφραση Βασιλική Κνήτου).
Το 1988 ο συγγραφέας βρέθηκε σε μία φοιτητική πορεία διαμαρτυρίας. Οι φοιτητές είχαν βγει ακόμα μία φορά στους δρόμους της Πόλης του Μεξικού έχοντας αποφασίσει «ότι στη ζωή δεν θα βαδίσουν σαν τα καβούρια» σε μία χώρα όπου κάνουν κουμάντο οι μεγαλέμποροι ναρκωτικών και οι αργυρώνητοι πολιτικοί. Κάποιος φοιτητής που τον αναγνώρισε του είπε ότι δεν έχει δικαίωμα να κρατάει τις αναμνήσεις από εκείνες τις μέρες για τον εαυτό του. Και ο Πάκο συγκέντρωσε τις σημειώσεις του και περιέγραψε τα φαντάσματα εκείνων των ημερών που ακόμα στοιχειώνουν το Μεξικό.