Ο Λαρς φον Τρίερ επιστρέφει αυτή την εβδομάδα στους κινηματογράφους και προκαλεί με μια σκοτεινή παραβολή.
Η Κίρα Νάιτλι ερμηνεύει τη Γαλλίδα συγγραφέα Κολέτ και αποκτά σοβαρές πιθανότητες για μια οσκαρική υποψηφιότητα, ενώ το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ιρανού αλλά εγκατεστημένου πλέον στη Δανία Μιλάντ Αλαμί κατακτάει τα φεστιβάλ με « διαβατήριο τη γοητεία» του.
Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ (The House that Jack Built)
Σκηνοθεσία: Λαρς φον Τρίερ
Παίζουν: Ματ Ντίλον, Μπρούνο Γκανς, Ούμα Θέρμαν, Ράιλι Κίο
ΗΠΑ, δεκαετία του '70: Παρακολουθούμε τον εξαιρετικά ευφυή Τζακ για ένα διάστημα δώδεκα ετών και γινόμαστε «αυτόπτες μάρτυρες» των πέντε δολοφονιών-οροσήμων που διέπραξε, οι οποίες καθόρισαν την εξέλιξή του ως κατά συρροή δολοφόνο. Καθώς η αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη του και τον πλησιάζει, ο Τζακ παίρνει ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το απόλυτο έργο τέχνης.
Ο αιρετικός Λαρς φον Τρίερ επιστρέφει με μια βιτριολική παραβολή πάνω στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης και προκαλεί.
Αφορμή μιας σειράς φιλοσοφικών αναζητήσεων του Δανού σκηνοθέτη γίνεται η ιστορία του Τζακ, ενός μανιακού δολοφόνου, που αντιμετωπίζει τα εγκλήματά του ως έργα τέχνης. Μέσα από την οπτική και τη αφήγηση του ίδιου του Τζακ που συνομιλεί με έναν αινιγματικό άνδρα, τον Βερτζ, παρακολουθούμε πέντε σταθμούς της ζωής του, πέντε δολοφονίες, που ο ίδιος θεωρεί σημαντικές. Πέρα όμως από την εγκληματική του δραστηριότητα, ο Τζακ έχει ένα μεγάλο όνειρο: να χτίσει ένα σπίτι. Αλλά καμία του προσπάθεια δεν τον ικανοποιεί ιδιαίτερα και έτσι πάντα γκρεμίζει ό,τι έχει φτιάξει και ξαναρχίζει από την αρχή.
Σε πέντε κεφάλαια χωρίζει ο Τρίερ την ιστορία του Tζακ, που αποτελεί με ένα τρόπο την προσωπική του « απολογία» , ένα φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνία. Η θέση του ομολογουμένως είναι ακραία, αφού στην ουσία ταυτίζει τον καθένα από εμάς με τον Τζακ, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι δολοφονίες ενός μανιακού δεν διαφέρουν και πολύ από τις « δολοφονίες », μικρές ή μεγαλύτερες, μεταφορικές ή και κυριολεκτικές , που γίνονται καθημερινά. Έτσι διανθίζει την πλοκή με σφήνες από ντοκουμέντα και έργα τέχνης, για να δημιουργήσει άμεσους συσχετισμούς στον θεατή.
Ο Τρίερ αναρωτιέται γιατί μας σοκάρουν οι δολοφονίες του Τζακ, όταν καθημερινά σκοτώνουμε εκατοντάδες ζώα ή καταστρέφουμε τον πλανήτη, αναρωτιέται γιατί ο Τζακ είναι χειρότερος από τον καθένα που επιτρέπει εγκλήματα να συμβαίνουν, αναρωτιέται γιατί τα φρικτά έργα του ήρωά του είναι περισσότερο αποτρόπαια από τους πίνακες νεκρής φύσης που κοσμούν τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Έτσι η ταινία του λειτουργεί ως καθρέφτης και ο καθρέφτης είναι πάντα ενοχλητικός, γιατί αποκαλύπτει πιθανόν το πρόσωπο που δεν θέλουμε να κοιτάζουμε.
Με μπρεχτικό ύφος, ο Τρίερ απλώς εκθέτει τις πράξεις του ήρωά του τον οποίο ποτέ δεν δικαιολογεί, δεν του προσφέρει την ασφάλεια περίπλοκων ψυχολογικών κινήτρων, αντίθετα τον παρoυσιάζει απλώς ως έναν δολοφόνο, που σκοτώνει τα θύματά του ενώ εκείνα φωνάζουν για βοήθεια μπροστά από ανοιχτά παράθυρα και κανείς δεν ανταποκρίνεται. Με αυτόν τον άμεσο και σε σημεία χειριστικό είναι η αλήθεια τρόπο, αφού δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον θεατή να συνομιλήσει με τις θέσεις του, ο Τρίερ ενοχλεί γιατί μας θέτει ενώπιον του εαυτού μας, που κατά τη δική του γνώμη δεν διαφέρει από τον Τζακ.
Μετά από τα κεφάλαια των δολοφονιών, το ρεαλιστικό του ύφος, που υποστηρίζεται από τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών του, αλλάζει και περνάει σ' έναν εικαστικό συμβολισμό, μεταφέροντάς μας σε μια μετά θάνατο ζωή, όπου ο Παράδεισος και η Κόλαση ταυτίζονται, προχωρώντας σε μια υπαρξιακή τελικά θεώρηση , που διακατέχεται από τον γνωστό πεσιμισμό του. Δεν λείπουν μικρές δόσεις μαύρου χιούμορ, όμως η κάθαρση δεν έρχεται ποτέ κι ο Τρίερ αφήνει τον θεατή απόλυτα συνένοχο και απελπισμένο, να αναλογιστεί για τα όσα ο ίδιος πράττει.
Colette
Σκηνοθεσία: Γουός Γουέστμορλαντ
Παίζουν: Κίρα Νάιτλι, Ελεανορ Τόμλινσον, Φιόνα Σο, Ντόμινικ Γουέσt
H ζωή και το έργο της εμβληματικής Γαλλίδας συγγραφέα της αβάν γκαρντ Κολέτ , που μέσα από το έργο της έγινε σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης τον 20ο αιώνα. Ο γάμος της με τον συγγραφέα Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ την απομάκρυνε από την απλοϊκή ζωή της επαρχίας και την εισήγαγε στη θορυβώδη ζωή του Παρισιού, όπου και ανέπτυξε το συγγραφικό της ταλέντο μεταξύ άλλων.
Η Κίρα Νάιτλι υποδύεται τη θρυλική Γαλλίδα συγγραφέα Κολέτ σε μια βιογραφία, που υμνεί τη γυναικεία χειραφέτηση.
Ο Γουός Γουέστμορλαντ, φανατικός θαυμαστής της Κολέτ, παρακολουθεί τα πρώτα της βήματα, όταν φεύγει από την επαρχία όπου έχει μεγαλώσει και παντρεύεται τον Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ. Εκεί θα γνωρίσει τη ζωή στο Παρίσι και θα έρθει σε επαφή με τους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Ο Βιλάρ συγγραφέας και ο ίδιος, ο οποίος όμως είχε μεγαλύτερο ταλέντο στο μάρκετινγκ παρά στις ιστορίες, όταν βρεθεί σε αδιέξοδο θα την οδηγήσει να γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα, που όμως εκδίδεται με το ψευδώνυμο του άντρα της και γίνεται ανάρπαστο. Ταυτόχρονα η Κολέτ θα ανακαλύψει κι άλλες πλευρές της σεξουαλικότητάς της, ενώ θα διαμορφώσει την δική της προσωπικότητα, που θα την αναδείξουν τελικά σε μια μεγάλη μορφή της γυναικείας λογοτεχνίας, αλλά και του γυναικείου κινήματος.
Με μια στρωτή, κλασική αφήγηση και λατρεία προς το πρόσωπο της Κολέτ, ο Γουέστμορλαντ περιγράφει τη ζωή μιας σημαντικής προσωπικότητας , χωρίς όμως να ξεπερνάει τα όρια μιας συμβατικής βιογραφίας. Πάντως με λεπτομέρεια αναπαριστά την εποχή, προσφέροντας ευφρόσυνες σκηνές που καταμαρτυρούν το πολιτιστικό περιβάλλον , όπου η Κολέτ ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία , αναστατώνοντας την αστική τάξη.
Η Κίρα Νάιτλι, που φαίνεται ότι αγαπάει τις ταινίες εποχής, χαριτωμένη και με χιούμορ υποδύεται την Γαλλίδα συγγραφέα με κέφι- για να δούμε αν η ερμηνεία της θα την οδηγήσει στα Όσκαρ- ενώ στο πλευρό της ο δύο φορές υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα Ντόμινκ Γουέστ κάνει την καλύτερη κινηματογραφική του εμφάνιση, σε έναν ρόλο γεμάτο ανατροπές.
Με Διαβατήριο τη Γοητεία (The Charmer)
Σκηνοθεσία: Μιλάντ Αλαμί
Παίζουν: Αρνταλάν Εσμαΐλι, Σόχο Ρεζανεχάντ, Λαρς Μπρίγκμαν
Ο Ισμαήλ βρίσκεται στη Δανία. Είναι γύρω στα τριάντα, πάντα καλοντυμένος, γοητευτικός και ευγενικός. Φλερτάρει επίμονα με τις γυναίκες και θέλει άμεσα να παντρευτεί. Ως εδώ τα πράγματα θα έμοιαζαν σχεδόν φυσιολογικά, αν η άδεια παραμονής του Ισμαήλ στη χώρα, δεν έληγε μέσα στις επόμενες ημέρες. Προκειμένου λοιπόν να μη δρομολογηθεί η επιστροφή του στο Ιράν, ο νεαρός μετανάστης προσποιείται κάθε μέρα έναν άλλο εαυτό, προσπαθώντας να γοητεύσει μία ακόμη γυναίκα. Κυριευμένος από την αγωνία να τα καταφέρει, το σχέδιό του γίνεται εμμονή, μέχρι που συναντά τη Σάρα, μία Ιρανή που ζει στη Δανία και καταλαβαίνει αμέσως τα σχέδιά του.
Ιρανός στην καταγωγή που μένει πλέον όμως μόνιμα στη Δανία, ο Μιλάντ Αλαμί στο βραβευμένο του σκηνοθετικό ντεμπούτο καταγράφει ένα φλέγον ζήτημα της Ευρώπης με αφορμή μια ασυνήθιστη ερωτική ιστορία.
Στο πρώτο πλάνο, μια ξανθιά γυναίκα είναι ξαπλωμένη δίπλα σ’ έναν άντρα που τη ρωτάει αν ακόμα σκέφτεται τον άλλον. Αμέσως μετά εκείνη πηδάει από το παράθυρο. Στη συνέχεια παρακολουθούμε την ιστορία ενός τριαντάχρονου Ιρανού, του Ισμαήλ, που προκειμένου να εξασφαλίσει την πολυπόθητη άδεια παραμονής φλερτάρει με γυναίκες στα μπαρ της Κοπεγχάγης. Απώτερος στόχος του ο γάμος που θα τον γλιτώσει από την επιστροφή σε μια πατρίδα που δεν έχει πολλά να του προσφέρει. Όταν όμως ένα βράδυ γνωρίζει τη Σάρα. μια Ιρανή δεύτερης γενιάς, η οποία καταλαβαίνει τα σχέδιά του, την ερωτεύεται και τα πράγματα παίρνουν μια απρόσμενη τροπή.
Ο Αλαμί μέσα από μια ερωτική ιστορία που εξελίσσεται σε ψυχολογικό θρίλερ ανιχνεύει πως το μεταναστευτικό ζήτημα και η αντιμετώπισή του από την δυτική κοινωνία επηρεάζει τελικά τις ζωές όχι μόνο των μεταναστών που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο, αλλά και των δυτικών που μέσα από αυτή τη διάδραση ανακαλύπτουν έναν καινούργιο κόσμο.
Με μια ενδιαφέρουσα πλοκή, συνεχείς ανατροπές και καλοδομημένους χαρακτήρες, ο Ιρανός δημιουργός ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους που πρέπει να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν, προτάσσοντας πάνω από όλα το κοινό αίτημα όλων, ανεξαρτήτως φυλής ή χρώματος, που δεν είναι άλλο από την ευτυχία. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζοντας την πραγματικότητα, κινείται στους δρόμους ενός ρεαλιστικού κοινωνικού δράματος που τελικά δεν αφήνει το περιθώριο στον άνθρωπο να ζήσει μακριά από τους κανόνες και τα πρέπει.
Alpha
Σκηνοθεσία: Άλμπερτ Χιους
Παίζουν: Κόντι Σμιτ-ΜακΦι, Γιοχάνες Χαουκούρ Γιοχάνεσον
Ένας νεαρός άντρας πηγαίνει για κυνήγι με τους καλύτερους της φυλής του. Εκεί τραυματίζεται και αναγκάζεται να μάθει να επιβιώνει μόνος του στην άγρια φύση. Εξημερώνει λοιπόν έναν λύκο που τον έχει εγκαταλείψει η αγέλη του κι οι δυο τους μαθαίνουν να στηρίζονται ο ένας στον άλλον. Γίνονται γρήγορα σύμμαχοι και αντιμετωπίζουν αμέτρητους κινδύνους και δυσκολίες για να επιστρέψουν στους δικούς τους, πριν έρθει ο χειμώνας.
Μία περιπέτεια επιβίωσης που διαδραματίζεται στο τέλος της Εποχής των Παγετώνων κι ουσιαστικά πραγματεύεται την ιδιαίτερη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα και τη φύση.
Ο Άλμπερτ Χιους μάς μεταφέρει σε μια προϊστορική περίοδο, πράγμα που σπάνια βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη, για να μας αφηγηθεί την ιστορία ενός νεαρού αγοριού που έγινε φίλος με έναν λύκο. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που αυτή η σχέση αποτελεί πηγή έμπνευσης για τον κινηματογράφο, η επιλογή του σκηνοθέτη να μας ταξιδέψει σε ένα τόσο μακρινό παρελθόν της δίνει ένα διαχρονικό μήνυμα.
Ερευνώντας την προϊστορική περίοδο, ο Χιους δίνει πολλές πληροφορίες για τη ζωή των ανθρώπων τότε, αν και δεν αποφεύγει τους νεωτερισμούς προκείμενου να απευθυνθεί στο σύγχρονο εφηβικό κοινό, ενώ χρησιμοποιώντας καθηλωτικά τοπία και εντυπωσιακά ψηφιακά εφέ δημιουργεί όμορφες εικόνες , όπου πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος, ο λύκος και η απέραντη φύση.
Με ένα πολυεθνικό καστ, που μιλάει μια ιδιαίτερη γλώσσα – την κατασκεύασε μία ομάδα που έχει δημιουργήσει γλώσσες για το «Game of Thrones», το «Avatar», το «Superman»- ο Χιους καταφέρνει να υπερβεί τα σύνορα και να φτιάξει ένα λυρικό πλην όμως απλοϊκό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους που συγκινεί.
Οι Άντρες Δεν Κλαίνε (Muskarci ne Placu/ Men Don't Cry)
Σκηνοθεσία: Αλέν Ντρίζεβιτς
Παίζουν: Μπόρις Ισάκοβιτς, Λέον Λούτσεβ, Εμιρ Χατζιηχαφιζμπέγκοβιτς, Σεμπάστιαν Καβάτζα
Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, δεκαπέντε χρόνια μετά τον πόλεμο, μια ομάδα βετεράνων από διαφορετικές πλευρές της Γιουγκοσλαβικής σύγκρουσης, συγκεντρώνονται από μια ειρηνευτική οργάνωση για να μοιραστούν τις εμπειρίες τους και να επουλώσουν τα τραύματά τους. Η συναισθηματική φόρτιση είναι μεγάλη, καθώς παλιές έχθρες έρχονται στην επιφάνεια, που όμως πρέπει να αφήσουν πίσω τους για να καταφέρνουν να προχωρήσουν.
Η επίσημη υποβολή της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, που απέσπασε ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, είναι μια συγκινητική ελεγεία που πραγματεύεται το τραύμα του πολέμου.
Σε ένα ξενοδοχείο που βρίσκεται εκτός λειτουργίας, μια ομάδα βετεράνων του εμφυλίου της πρώην Γιουγκοσλαβίας, συγκεντρώνεται από μια ειρηνευτική οργάνωση και λαμβάνει μέρος σε ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας, με σκοπό να μοιραστεί τις εμπειρίες της και να γιατρέψει τους εφιάλτες της. Οι άνδρες αυτοί, τραυματισμένοι ψυχικά, ή και σωματικά, με τη βοήθεια ενός καθοδηγητή που εργάζεται αφιλοκερδώς, αφηγούνται τις ιστορίες αναπαριστούν τις στιγμές που τους έχουν στιγματίσει, έρχονται σε σύγκρουση, για να μάθουν να σέβονται και να ανέχονται ο ένας τον άλλον.
Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Αλέν Ντρίζεβιτς είκοσι χρόνια μετά από τον πόλεμο και με τις μνήμες νωπές ακόμα, καταπιάνεται με ένα ευαίσθητο θέμα για την πατρίδα του δίνοντάς του ταυτόχρονα μια οικουμενική διάσταση. Έτσι η ομάδα των βετεράνων αντιπροσωπεύει τις διαφορετικές πλευρές που συγκρούστηκαν στη χώρα του, αλλά και σε κάθε άλλη χώρα, πράγμα στο οποίο βοηθάει και ο περιορισμός τους σε έναν και μόνο χώρο που δεν έχει σαφή εθνικό χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά επειδή ο πόλεμος ακόμα στις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι ζωντανός μέσα από τα πρόσωπα που τον βίωσαν, ο Ντρίζεβιτς με ευαισθησία και προσοχή κρατάει τις ισορροπίες και δεν τάσσεται με το μέρος καμίας πλευράς, αντίθετα καταδικάζει τον πόλεμο και εξυμνεί την αλληλεγγύη.
Με ένα πυκνό σενάριο όπου βρίθουν οι αμφισημίες – για παράδειγμα μια λάμπα που πρέπει να αλλάξει σημαίνει και πολλά ακόμα για την ίδια χώρα- αποφεύγει τον διδακτισμό, και με μια σειρά από εικόνες που επιτρέπουν πολλαπλές αναγνώσεις, έχοντας σύμμαχό του ένα καστ πολύ καλών ηθοποιών από τα Βαλκάνια, ο Ντρίζεβιτς τελικά μιλάει με ειλικρίνεια, χωρίς μελοδραματικούς τόνους για όσα έζησε, όμως οδηγείται σε ένα υπεραισιόδοξο αλλά ρεαλιστικά μάλλον ανέφικτο φινάλε συμφιλίωσης.
Αδελφικοί Εχθροί (Frères Ennemis/Close enemies)
Σκηνοθεσία: Νταβίντ Ελοφέν
Παίζουν: Ματίας Σχούναρτς, Ρέντα Καντέμπ, Αντέλ Μπενσερίφ
Ο Ντρις και ο Μανουέλ μεγάλωσαν σαν αδέλφια
σε ένα κακόφημο και υποβαθμισμένο προάστιο. Όταν ενηλικιώθηκαν όμως, ακολούθησαν τελείως διαφορετικούς δρόμους: ο Μανουέλ έμπλεξε με τον υπόκοσμο, ενώ αντίθετα ο Ντρις έγινε αστυνομικός.
Όταν ένα μεγάλο deal ναρκωτικών πάει στραβά, οι δύο άντρες συναντιούνται ξανά και συνειδητοποιούν ότι για να επιβιώσουν στους κόσμους τους, χρειάζονται ο ένας τον άλλο. Ανάμεσα σε προδοσίες και πικρά συναισθήματα, ανανεώνουν τον ισχυρό δεσμό που τους ενώνει με το μοναδικό κοινό τους σημείο, την ενστικτώδη αφοσίωση στο μέρος που έζησαν σαν παιδιά.
Η νέα ταινία του Νταβίντ Ελοφέν ( «Μακριά από τους Ανθρώπους») που συμμετείχε και στο Φεστιβάλ Βενετίας, πραγματεύεται την σχέση δυο εκ διαμέτρου αντίθετων ανδρών, που όμως έτυχε να ενώνονται από ισχυρούς δεσμούς.
Μεγαλωμένοι στα γκέτο του Παρισιού, δυο παιδικοί φίλοι κια Άραβες βρίσκονται πλέον στις αντίθετες πλευρές του νόμου. Ο ένας έχει εισχωρήσει στον υπόκοσμο, ο δεύτερος εργάζεται στη Δίωξη. Όταν μια παράνομη δοσοληψία ναρκωτικών τους φέρει αντιμέτωπους, θα συνειδητοποιήσουν πως η επιβίωση του ενός εξαρτάται απ' τον άλλον.
Στην τρίτη του σκηνοθετική απόπειρα, ο Ελοφέν υπογράφει μια αυθεντική ταινία είδους, ένα ατμοσφαιρικό αστυνομικό θρίλερ, που στηρίζεται περισσότερο στους χαρακτήρες και λιγότερο στη δράση και στο πιστολίδι. Με έξυπνα σεναριακά ευρήματα που δίνουν ώθηση στην πλοκή, ο Ελοφέν διαχειρίζεται εύστροφα μια κοινότοπη ιστορία, επενδύοντας περισσότερο στις σχέσεις, και λιγότερο στα γεγονότα. εστιάζοντας τελικά στο γεγονός ότι η παιδική μας ηλικία είναι η μόνη μας αληθινή πατρίδα. Αν και σε ένα σημείο δεν αποφεύγει μια κοιλιά, φτιάχνει τελικά μια ευρωπαϊκή αστυνομική περιπέτεια που εκτυλίσσεται στην γκρίζα πλευρά του Παρισιού, θίγει με έμμεσο τρόπο το ζήτημα της ταυτότητας και επαναφέρει το θέμα της μνήμης σε μια κοινωνία που προτιμάει να ξεχνάει.
Η μεγάλη νύχτα του Φραντσίσκο Σάνκτις (Τhe Long Night of Francisco Sanctis / La larga noche de Francisco Sanctis)
Σκηνοθεσία – Σενάριο Φρανσίσκο Μάρκες, Αντρέα Τέστα
Παίζουν: Ντιέγκο Βελάσκες, Λάουρα Παρέδες, Βαλέρια Λοΐς
Μπουένος Άιρες του 1977. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις, ένας οικογενειάρχης που ζει μια ήσυχη ζωή, μαθαίνει για μια επικείμενη απαγωγή που ετοιμάζουν οι στρατιώτες του δικτατορικού καθεστώτος. Έχει μόνο μία νύχτα για να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του: θα προσπαθήσει να σώσει τη ζωή κάποιων αθώων θέτοντας σε κίνδυνο τη δική του;
Ο Φρανσίσκο Μάρκες και ο Αντρέα Τέστα βασίζονται στο βιβλίο του Ουμπέρτο Κονσταντίνι, ενός Αργεντινού συγγραφέα που υπήρξε αγωνιστής της επαναστατικής αριστεράς τη δεκαετία του '70, και περιγράφουν την παθητική πλειοψηφία και τον ρόλο της μέσα στο κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι.
Ο Φρανσίσκο Σάνκτις είναι ένας υπάλληλος και οικογενειάρχης, που δεν ανακατεύεται στα πολιτικά, παρόλο που η χώρα του η Αργεντινή βρίσκεται υπό στρατιωτικό καθεστώς. Όταν μια παλιά του συμφοιτήτρια του, του δώσει τα ονόματα δυο ανθρώπων που σε λίγο πρόκειται να απαχθούν από το καθεστώς , τότε ο Φρανσίσκο θα περάσει την πιο δύσκολη νύχτα της ζωής του, προσπαθώντας να επιλέξει αν θα σώσει τον κόσμο ή τον εαυτό του.
Συνήθως οι ταινίες που αναφέρονται σε δικτατορίες περιγράφουν τις ζωές αγωνιστών, « αγνοούμενων », ή πολιτικά ενεργών προσώπων. Εδώ όμως έχουμε την περίπτωση ενός απλού ανθρώπου χωρίς καμία πολιτική θέση, που όμως δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από την Ιστορία. Έτσι οι δύο δημιουργοί στο σκηνοθετικό τους ντεμπούτο υπογράφουν ένα πολιτικό θρίλερ με εξαιρετική φωτογραφία και νουάρ ατμόσφαιρα, που αφορά στο μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, που μπορεί να μην είναι άμεσα υπεύθυνο για τα τεκταινόμενα, όμως με τη στάση του, πολλές δε φορές και με την αδιαφορία του, γίνεται συνένοχο.
Παρακολουθώντας μια ολόκληρη νύχτα τον κεντρικό ήρωά τους με την κάμερα να στέκει ως σκιά στις πλάτες του, και μια βασανιστική σιωπή που δηλώνει ξεκάθαρα τη συμπεριφορά που θέλουν να σχολιάσουν, οι δυο σκηνοθέτες παρακολουθούν τον κεντρικό τους ήρωα, ενώ εκείνος κινείται στη πόλη, αναλογιζόμενος την απόφαση που πρέπει να πάρει. Η κεντρική ιδέα είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα και η αισθητική του όλου εγχειρήματος εξαιρετική, όμως η έλλειψη πλοκής εσωτερικής ή εξωτερικής, δεν βοηθούν τους δυο δημιουργούς να αναπτύξουν και να εμβαθύνουν περισσότερο στο θέμα τους, γι’ αυτό και η ταινία θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα ως μεσαίου μήκους.
Σκοτεινός Διάδρομος (Down a Dark Hall)
Σκηνοθεσία Ροντρίγκο Κορτές
Παίζουν: Άνα Σοφία Ρομπ, Ούμα Θέρμαν, Ιζαμπέλ Φούρμαν
Η Κιτ, μία δύστροπη έφηβος, καταλήγει στο μυστηριώδες οικοτροφείο Μπλάκτγουντ, όταν η θερμόαιμη φύση της παρεκτρέπεται και η μητέρα της αποφασίζει ότι δεν μπορεί να τη χειριστεί άλλο. Μόλις καταφτάσει, την υποδέχεται η εκκεντρική διευθύντρια Μαντάμ Ντουρέτ και συναντά τις υπόλοιπες μαθήτριες: τέσσερις νεαρές με ταραχώδες παρελθόν. Καθώς περιηγούνται τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του σχολείου, τα κορίτσια ανακαλύπτουν ότι το Μπλάκγουντ κρύβει ένα παλιό μυστικό με βαθιές ρίζες στο μεταφυσικό.
Ο Ροντρίγκο Κορτές («Buried») μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το κλασικό, gothic μυθιστόρημα νεανικής λογοτεχνίας της Λόις Ντάνκαν ( « Ξέρω τι έκανες πέρσι το καλοκαίρι) , χωρίς θεαματικά αποτελέσματα.
Σε ένα σύγχρονο σχολείο, που όμως θυμίζει οικοτροφείο του 19ου αιώνα, «εξορίζεται» η Κιτ, μια έφηβη κοπέλα, από την οικογένειά της, όταν η συμπεριφορά της ξεφεύγει από τα όρια. Εκεί θα συναντήσει ακόμα τέσσερα κορίτσια με ανεξάρτητες φύσεις, αλλά και μια μυστηριώδη διευθύντρια που προσπαθεί να τις πείσει για το πόσο ξεχωριστές είναι. Τα κορίτσια ξαφνικά αποκτούν εξαιρετικές ικανότητες – για παράδειγμα, η Κιτ συνθέτει συμφωνίες, αν και δεν ξέρει μουσική, - ενώ η ψυχολογική και συναισθηματική τους κατάσταση αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο περίεργη. Η Κιτ αναζητώντας την αλήθεια, θα ανακαλύψει ένα παλιό μυστικό.
Φαντάσματα και σύγχρονα κορίτσια μπερδεύονται σ' έναν ακατανόητο κύκλο που ενορχηστρώνει ως άλλη Κρουέλα ντε Βιλ και με γαλλική προφορά η Ούμα Θέρμαν. Ο Κορτές μην έχοντας σενάριο στα χέρια το , προσπαθεί να αξιοποιήσει το μεταφυσικό στοιχείο της ιστορίας, δημιουργώντας μια σκοτεινή γκοθ ατμόσφαιρα για να σώσει την κατάσταση, χωρίς όμως να αποφεύγει κλισέ συνταγές, που εκτελεί με μια διαφημιστική λογική για να προσδώσει σε μια κατά τ' άλλα ανυπόστατη ιστορία αληθοφάνεια.
Το παρακάνει όμως με το ρομάντζο του νεαρού δάσκαλου της μουσικής και γιου της διευθύντριας με την Κιτ, ίσως προσπαθώντας να πείσει τα μεγάλα στούντιο ότι είναι ικανός να σκηνοθετήσει ένα μιούζικαλ αξιώσεων, πράγμα όμως που έρχεται σε σύγκρουση με τον τόνο της ταινίας της σκηνοθεσίας του. Έτσι παλινδρομεί χωρίς νόημα, σε μια περίπλοκη αλλά κατά βάση ανούσια ιστορία , που ευαγγελίζεται μεν την ανάγκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά με άκομψο και τελικά απάνθρωπο τρόπο.
Ευρώπη, το όνειρο ( Ντοκιμαντέρ)
Σενάριο – Σκηνοθεσία : Αννέτα Παπαθανασίου και Άγγελος Κοβότσος
Τρεις ιστορίες στην Ευρώπη του σήμερα, μέσα από το βλέμμα τριών νεαρών μεταναστών που αναζητούν μια καλύτερη ζωή.
Τρεις έφηβοι, ένας Έλληνας, ένας Σύρος, και ένας Αφγανός, ονειρεύονται μία ελεύθερη και άνετη ζωή σε μια «τέλεια» Ευρώπη. Μέσα από τις αγωνιώδεις προσωπικές τους διαδρομές, διαπιστώνουν πως τέλεια Ευρώπη δεν υπάρχει και πως τα όνειρά τους μπορούν να ακυρωθούν μέσα από σκληρές πρακτικές και εφιαλτικές καταστάσεις.
Ο δεκαεξάχρονος Ανδρέας ζει στην Πάτρα με την οικογένειά του και ονειρεύεται ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη για σπουδές και για δουλειά. Το μεγάλο εμπόδιο είναι η δεινή οικονομική κατάσταση των δικών του , αλλά και η δική του δυσκολία να προσαρμοστεί στη σκληρή πραγματικότητα. Ο δεκαεξάχρονος Σύρος πρόσφυγας Αμπντάλα ζει σε έναν ξενώνα για ανήλικους άστεγους. Ο δεκαεπτάχρονος Αφγανός Αλή Ρεζά μένει στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο ΑΒΕΞ και προσπαθεί κάθε μέρα να περάσει παράνομα στην Ιταλία.
Και οι τρεις έχουν όνειρα και αγωνίζονται, ο καθένας με το δικό του τρόπο του, να τα πραγματοποιήσουν. Η ταινία παρακολουθεί τις ζωές τους σε μια δυσοίωνη ευρωπαϊκή πραγματικότητα που σύντομα μπορεί να μετατραπεί σε όνειρο ή εφιάλτη.
13, 14, 20 και 21 Οκτωβρίου στις 16:00 στον Δαναό