Εμμέσως στις επικρίσεις του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ότι «η Fed έχει τρελαθεί» απάντησε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία τάχθηκε υπέρ της αύξησης των επιτοκίων της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας.
Ειδικότερα, η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ τάχθηκε υπέρ της αύξησης των επιτοκίων της αμερικανικής ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας, δοθέντος του τρέχοντος οικονομικού περιβάλλοντος, απαντώντας εμμέσως στις επικρίσεις του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, κατά τον οποίο η Fed «έχει τρελαθεί».
Οι αυξήσεις των επιτοκίων είναι μια εξέλιξη «απαραίτητη» και «αναπόφευκτη» για οικονομίες όπως αυτή των ΗΠΑ, οι οποίες καταγράφουν ισχυρή ανάπτυξη, σχετικά υψηλό πληθωρισμό και «πάρα πολύ χαμηλή» ανεργία , επέμεινε η Λαγκάρντ κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στο Μπαλί της Ινδονησίας, στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ.
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπερθέρμανσης μιας οικονομίας που αναπτύσσεται και ο κίνδυνος μεγάλης αύξησης του πληθωρισμού, η Federal Reserve έχει αυξήσει τα επιτόκιά της κατά ένα τέταρτο της εκατοστιαίας μονάδας τρεις φορές φέτος, πράγμα που αναμένεται να κάνει ξανά τον Δεκέμβριο.
Ο Τραμπ επέκρινε με οξύτητα την απόφαση της Fed, η ανεξαρτησία της οποίας από την κυβέρνηση θεωρείται κρίσιμη για την οικονομική σταθερότητα, έπειτα από μια θεαματική πτώση στη Γουόλ Στριτ. «Θεωρώ ότι η Fed κάνει λάθος (...). Θεωρώ ότι η Fed έχει τρελαθεί», είπε.
Η Λαγκάρντ αναγνώρισε πάντως ότι η αύξηση των επιτοκίων συνέπεσε, κατά τρόπο «χωρίς προηγούμενο» με τις εντάσεις ως προς το εμπόριο, που επιδεινώνουν την προοπτική της παγκόσμιας οικονομίας, ωθώντας το ΔΝΤ να αναθεωρήσει τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας προς τα κάτω.
Η υιοθέτηση πιο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, «αναμενόμενη εν όψει της τρέχουσας (οικονομικής) κατάστασης στις ΗΠΑ και πιθανόν προσεχώς στην Ευρώπη», οδηγεί σε «αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για ορισμένες χώρες, ειδικά αναπτυσσόμενες οικονομίες», παρατήρησε. «Αυτό παίρνει τη μορφή διακυμάνσεων (στις αγορές) νομισμάτων και φυγής κεφαλαίων», προειδοποίησε ακόμη η Λαγκάρντ.
Η απόκλιση των αυξανόμενων αμερικανικών επιτοκίων και της χαλαρής νομισματικής πολιτικής αλλού οδηγεί τους επενδυτές να αναζητούν πιο ασφαλείς και προσοδοφόρες τοποθετήσεις στις ΗΠΑ.
Εξάλλου, παρότι η Ουάσινγκτον κατηγορεί το Πεκίνο ότι χειραγωγεί εσκεμμένα το κινεζικό νόμισμα για να ευνοεί τις κινεζικές εξαγωγές, η Λαγκάρντ έκρινε πως δεν υπάρχει ανταγωνιστική υποτίμηση του γιούαν. «Πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, επιτρέπουν την ελεύθερη διακύμανση των νομισμάτων τους, και αυτή σαφώς είναι η περίπτωση στην Κίνα τα τρία τελευταία χρόνια», σχολίασε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ.