Το χιπ-χοπ, και στην Ελλάδα, είναι μία κουλτούρα ανομοιογενής.
Η αγάπη για το μουσικό ιδίωμα, αποτελεί την βάση επί της οποίας συγκεντρώνονται, και πολλές φορές αντιμάχονται, διάφορες τάσεις, συμπεριφορές και ιδεολογίες. Η κάθε τάση, έχει την δική της πολιτική ορθότητα, το δικό της ήθος και ύφος. Έτσι, η Κατερίνα Στικούδη, για παράδειγμα, από άλλους θαυμάζεται και χειροκροτείται, και από άλλους, απορρίπτεται σαν «εμπορικό προϊόν».
Στο φάσμα του χιπ-χοπ, η Στικούδη, τοποθετείται στο κέντρο και σε αυτό που ονομάζεται mainstream.
Στα δύο άκρα, υπάρχουν τάσεις απόλυτα στρατευμένες.
Δεν μπορούμε να τις αντιστοιχήσουμε ακριβώς με ακροδεξιές ή ακροαριστερές αντιλήψεις, διότι το χιπ-χοπ, είναι περισσότερο μία κοινωνική συμπεριφορά συν τέχνη, και λιγότερο πολιτική ιδεολογία.
Πάντως, στο ένα άκρο τοποθετούνται αυτοί, που περιγράφουν τον κόσμο της εξαθλίωσης, και στο άλλο, εκείνοι, που περιγράφουν τον κόσμο του πλούτου. Εάν θέλαμε να βρούμε δύο έλληνες εκπρόσωπους των δύο αυτών άκρων, ο ένας σίγουρα είναι ο Λεξ, και ο άλλος, ο Σνικ (Snik).
Ο Σνικ, ζει σε έναν απίστευτο κόσμο χλιδής. Μοντέλα, ουσίες, ακριβά αυτοκίνητα, ακόμη και ελικόπτερα, περιστρέφονται στο dab όνειρό του.
Σε ένα τραγούδι του, με τίτλο Ferrari, καθορίζει το στόχο του:
Θέλω Ferrari, να γίνω πλούσιος σ' ενα φεγγάρι...
δεν θέλω να ξέρω τι κάνουν, τι λένε για μένα
γα@ιέται η κρίση, δεν θέλω να φύγω φτωχός
Οι εικόνες που μεταδίδει, στα βίντεο που ανεβάζει, και όλο το στυλ του, επιδεικνύουν πανάκριβα γούστα.
Ανάλογη αγάπη για πλούτο, βλέπουμε μόνο στο κλαμπ των πλουσιόπαιδων της Ελλάδας, το RKOG (Rich Kids Of Greece), που έχουν και σελίδα στο instagram για να δείχνουν τι μπορούν και κατέχουν.
Στο άλλο άκρο, είναι ο Λεξ.
Αυτός, ζει στον μαύρο κόσμο των άνεργων και της φτώχιας, και βάζει τίτλο στον πρώτο δίσκο του «Ταπεινοί και Πεινασμένοι».
Τέσσερις τοίχοι που ξυπνάω είν' η έδρα μου
Σκουπίδια και κεραίες τηλεοράσεων είν' η θέα μου
Βγαίνω απ' την πόρτα μου να πάρω τον αέρα μου
Γουρούνια στα 24ωρα χαλάν τη μέρα μου
Λεξ και Σνικ με τραγούδια με εκατομμύρια χτυπήματα, παραμένουν ο καθένας τους κολημμένος στο δικό του θέμα και στρατευμένοι απόλυτα, σε ανάλογη στάση ζωής.
Και στους δύο, δεν υπάρχουν τραγούδια ερωτικά, χορευτικά, κοινωνικά με την ευρύτερη έννοια του όρου, η ελάχιστη χαρά της ζωής.
Τα τραγούδια, και των δύο, μοιάζουν πολεμικά. Ο ένας πολεμά για τον πλούτο, ο άλλος στην απέναντι θέση, στο χαράκωμα των φτωχών. Δεν υπάρχουν ίχνη από κάτι που να τους τραβά σε άλλο ταξίδι. Στον έναν υπάρχει μόνο, ο εξαθλιωμένος κόσμος των πεινασμένων, και στον άλλον, ο πολύχρυσος κόσμος χλιδής.
Ο Λεξ και ο Σνικ, δεν είναι οι μόνοι, που στο σύνολο του κύκλου του χιπ-χοπ, βρίσκονται σε αντιδιαμετρικές θέσεις. Υπάρχουν πολλοί, που τοποθετούνται με ανάλογο τρόπο.
Όμως στο σύνολό της, αυτή η κουλτούρα, έχει πολλά και διάφορα είδη.
Και σε καμία περίπτωση, δεν είναι μόνο μία τέχνη του μαύρου ή του άσπρου, δηλαδή μόνο μία τέχνη «πολεμική».
Υπάρχουν πολλά άλλα λουλούδια στο μεγάλο λιβάδι του φαινομένου, που μας ήρθε από το Μπρονξ, αλλά απλώθηκε και στην Ελλάδα, κερδίζοντας μεγάλο μέρος της νεολαίας.
Και αν βρεθεί κανείς, σε φεστιβάλ χιπ-χοπ, θα διακρίνει το κυρίαρχο γνώρισμα της κουλτούρας, που είναι η αγάπη, η ομορφιά, η ζωή.
Νέοι άνθρωποι, πλημμυρίζουν τον χώρο, περιμένοντας να ακούσουν τα λόγια του MC, η να θαυμάσουν τα έργα που δημιουργούν -ταυτόχρονα με την συναυλία-στους τοίχους οι γκαφιτάδες, ένα από τα ωραία στοιχεία του χιπ-χοπ κι αυτοί.