Με δύο αποφάσεις του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε συνταγματικό το σύμφωνο συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, απορρίπτοντας τις αιτήσεις ακύρωσης ιερών μητροπόλεων, μητροπολιτών και μοναχών.
Το Γ' τμήμα του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου, μελετώντας τις διατάξεις του Συντάγματος έκρινε ότι ο καταστατικός μας χάρτης «κατοχυρώνει το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική ζωή και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ο οποίος ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, πρέπει να είναι σεβαστός και να μην αποτελεί αιτία διακρίσεων από την πλευρά της κρατικής εξουσίας».
Προχωρώντας ένα βήμα περισσότερο το σκεπτικό τους, οι ανώτατοι δικαστές αναφέρουν ότι «γάμος και η οικογένεια έχουν αναχθεί σε συνταγματικώς προστατευόμενους θεσμούς, αλλά η προστασία αυτή δεν έχει συγκεκριμένο πάντοτε περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότερες μορφές και η έκτασή της καθορίζονται από το νομοθέτη».
Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστών, το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών, δεν ανταγωνίζεται το θεσμό του γάμου και δεν θίγει με οποιονδήποτε τρόπο την δια του γάμου ιδρυόμενη και συνταγματικώς προστατευόμενη οικογένεια.
Στο ίδιο απορριπτικό σκεπτικό, το Γ' τμήμα του ΣτΕ απεφάνθη ότι ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται από το Σύνταγμα να θεσπίζει ή να τροποποιεί τις ίδιες ή να θεσπίζει άλλες εναλλακτικές προς το γάμο μορφές συμβίωσης.