Η αρχαιολόγος στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, αποκαλύπτει τι ισχύει πραγματικά με τη μεταβίβαση μουσείων και αρχαιολογικών χώρων στο Υπερταμείο, με άρθρο της στην «Καθημερινή».
Σύμφωνα με την κυρία Μενδώνη: «Η ταυτοποίηση των 10.119 ακινήτων του ελληνικού Δημοσίου, για τα οποία το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ), στις 19 Ιουνίου 2018, εξουσιοδότησε τον υπουργό Οικονομικών –βάσει των άρθρων 196 και 209 του νόμου 4389/2016– να εκδώσει «τις σχετικές πράξεις και να προβεί σε κάθε αναγκαία πράξη προς μεταβίβαση στην Ανώνυμη Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ)», ανέδειξε την προχειρότητα, την ανευθυνότητα, την αλαζονεία, με τις οποίες η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού διαχειρίζεται το πολιτιστικό απόθεμα της χώρας, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου έναντι των δανειστών, τη διετία 2015-2016, ενεχυριάζοντας τον δημόσιο πλούτο έως το 2115».
Στον κατάλογο συμπεριλαμβάνονται κωδικοί που αντιστοιχούν σε δημόσια πολιτιστικά αγαθά - αρχαιολογικούς χώρους, όπως η Κνωσός, μνημεία, όπως το αρχαίο θέατρο Λάρισας, το φρούριο Φιρκά στα Χανιά, τα ενετικά τείχη στο Ηράκλειο, η Ροτόντα και ο Λευκός Πύργος στη Θεσσαλονίκη, μουσειακές υποδομές, όπως τα Αρχαιολογικά Μουσεία Ηρακλείου, Σπάρτης, Χανίων, Αργοστολίου. Ο έλεγχος συνεχίζεται...
Κατά τον νόμο του 2016 (άρθρο 196), στην ΕΤΑΔ περιέρχεται «η κυριότητα και νομή όλων των ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία ανήκουν στο ελληνικό Δημόσιο», με κάποιες εξαιρέσεις, εν οις και οι αρχαιολογικοί χώροι, καθώς και «λοιπά πράγματα εκτός συναλλαγής».
Ομως, σύμφωνα με τον νόμο 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 24 του Συντάγματος, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους, ενώ τα κατάλοιπα της πολιτιστικής κληρονομιάς διακρίνονται σε αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικούς τόπους και μνημεία. Στο άρθρο 7 αναφέρεται ότι τα ακίνητα μνημεία «που χρονολογούνται έως και το 1453 ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή και είναι πράγματα εκτός συναλλαγής». Ευλόγως τίθεται το ερώτημα τι συμβαίνει με όσα χρονολογούνται μετά το 1453 και έως το 1830 ή τα νεότερα μνημεία που μπορεί να φθάνουν έως τις μέρες μας. Οσοι μετείχαμε στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του αρχαιολογικού νόμου θυμόμαστε ότι έγκριτοι νομικοί υποστήριξαν ότι εφ’ όσον υπάρχουν στην κατοχή ιδιωτών μνημεία μετά το 1453, αυτά δεν μπορούν να εξαιρεθούν από δικαιοπραξίες.
Το 2002 ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι το 2016 θα βρισκόταν υπουργός Πολιτισμού να συνομολογήσει –μαζί και η αρχαιολόγος γενική γραμματέας και ο τότε διευθυντής του υπουργικού γραφείου και νυν υφυπουργός, επίσης αρχαιολόγος– τη μεταβίβαση για αξιοποίηση και ρευστοποίηση μνημείων από το Δημόσιο στο υπερταμείο, που εποπτεύεται από τους δανειστές και όχι από το ελληνικό Δημόσιο; Ποιος να φανταστεί ότι αυτοί που συστηματικά εμπόδιζαν την αξιοποίηση του Ελληνικού ή της Αφάντου στη Ρόδο ασμένως θα συναινούσαν στη μαζική εκποίηση πολιτιστικών αγαθών. Αυτό κι αν είναι kolotoumpa…
Επιπλέον, συνομολόγησαν ότι στην ΕΤΑΔ «δύνανται να μεταβιβαστούν άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στο ελληνικό Δημόσιο με απόφαση του υπουργού Οικονομικών». Επομένως και τα μετά το 1453 μνημεία, καθώς και κτίρια μουσείων. Ο ίδιος νόμος (άρθρο 196, 4389/2016) προβλέπει τη σύσταση ομάδας εργασίας από εκπροσώπους του υπερταμείου, του υπουργείου Οικονομικών και των αρμόδιων υπουργείων προκειμένου να εντοπίσουν «στο Μητρώο Ακίνητης Περιουσίας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίας Περιουσίας... ακινήτων που πληρούν κριτήρια τα οποία τα καθιστούν κατάλληλα για αξιοποίηση». Συστάθηκε η ομάδα;
Ποια στελέχη του ΥΠΠΟΑ συμμετείχαν; Από ποιον και πότε ορίστηκαν; Αν δεν λειτούργησε η ομάδα, ποιος αποφάσισε τη μεταβίβαση μνημείων και μουσείων; Το υπουργείο Πολιτισμού οφείλει απαντήσεις.
Οι αποφάσεις του υπουργού Οικονομικών «εκδίδονται κατόπιν γραπτού αιτήματος που υποβάλλεται από την εταιρεία. Το αίτημα με τον πλήρη φάκελο εξετάζεται από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών και από κάθε άλλη αρμόδια αρχή εντός εξήντα ημερών και στη συνέχεια διαβιβάζεται στο ΚΥΣΟΙΠ» (άρθρο 209, 4389/2016). Το ΚΥΣΟΙΠ, στη συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου 2018, όφειλε να έχει την άποψη και του υπουργείου Πολιτισμού. Τι απάντησε το ΥΠΠΟΑ; Ποια υπηρεσία έλεγξε το αίτημα του υπερταμείου; Ποιοι γνωμοδότησαν επί του κατατεθέντος καταλόγου; Το υπουργείο Πολιτισμού οφείλει απαντήσεις. Αν δεν υπήρξε χρόνος –στην απόφαση του ΚΥΣΟΙΠ αναφέρεται ότι το αίτημα του υπερταμείου υπεβλήθη στις 14/6/2018, δηλαδή μόλις τέσσερις ημέρες πριν από τη συνεδρίαση– γιατί το ΥΠΠΟΑ δεν αντέδρασε στη μη εφαρμογή του νόμου; Απαιτείται απάντηση.
Μετά την προσθήκη στο άρθρου 196 του ν. 4389/2016, το 2017 (άρθρο 73, ν. 4472), ότι «καμία μεταβίβαση ακινήτου δεν μπορεί να λάβει χώρα, εφ’ όσον είναι αντίθετη με την ελληνική νομοθεσία», μπορεί να θεωρηθεί ότι η Κνωσός, το θέατρο της Λάρισας, η Ροτόντα εμφιλοχώρησαν στον κατάλογο από αβλεψία ή προχειρότητα. Τα υπόλοιπα μνημεία όμως; Οι ευθύνες είναι συγκεκριμένες.
Επιπλέον, «η ΕΤΑΔ εξακολουθεί να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από τη μεταβίβαση» (άρθρο 196, 4389/2016). Επομένως, εκτός μνημείων και μουσείων, στο υπερταμείο ανατίθεται η διαχείριση και των αρχαιολογικών χώρων. Με ποιο θεσμικό πλαίσιο; Σε ποιες υπηρεσίες; Ποιος εποπτεύει; Απαιτείται απάντηση.
Σύμφωνα με την ελληνική έννομη τάξη, η αρμοδιότητα της διαχείρισης των δημόσιων πολιτιστικών αγαθών και υποδομών ανήκει στο υπουργείο Πολιτισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δημόσια μνημεία ή και αρχαιολογικοί χώροι που μπορούν να αξιοποιηθούν. Ομως, η όποια μορφή αξιοποίησης απαιτείται να γίνεται σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο απόλυτης προστασίας των πολιτιστικών πόρων και υπό την εποπτεία του ΥΠΠΟΑ.
Ας μη βιάζεται η υπουργός Πολιτισμού να δηλώνει ότι «δεν θεωρεί ότι υπάρχει ευθύνη μέσα στο ΥΠΠΟΑ». Ας μην προτρέχει ότι ευθύνεται η «χρόνια ασθένεια του υπουργείου να μην έχει κτηματολόγιο» –τα εργαλεία υπάρχουν, τα αρχεία των Εφορειών Αρχαιοτήτων, ο Διαρκής Κατάλογος Μνημείων– λες και για τα τείχη του Ηρακλείου ή για τον Λευκό Πύργο να χρειάζεται αρχαιολογικό κτηματολόγιο.
Ας μην επιχειρούν υπουργός και υφυπουργός να συμψηφίσουν μνημεία και μουσεία, που η κυβέρνησή τους παρέδωσε στο υπερταμείο των δανειστών, με τις 27 απαλλοτριωμένες κατοικίες –όχι μνημεία– στην Πλάκα, που το 2013 μεταβιβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ του ελληνικού Δημοσίου. Ακόμη και η σύγκρισή τους με τα κτίρια των μουσείων –που δεν είναι μνημεία– είναι ατυχής. Πώς αξιοποιούνται οι μουσειακές υποδομές από το υπερταμείο; Ρευστοποιούνται και το υπουργείο καταβάλλει ενοίκιο, προκειμένου να αποφευχθεί έξωση των εκθεμάτων; Απαιτείται απάντηση.
Αν το επί ΣΥΡΙΖΑ υπουργείο Πολιτισμού επιθυμεί πράγματι να θωρακίσει το μνημειακό απόθεμα της χώρας έναντι του υπερταμείου, οφείλει να ζητήσει την άμεση ανάκληση της απόφασης του ΚΥΣΟΙΠ (ΦΕΚ Β΄ 2317/19.6.2018) και της απόφασης του υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 2320/19.6.2018) –στο μέρος που του αναλογεί– και να προβεί σε νομοθετική ρύθμιση για την απόλυτη προστασία του δημόσιου πολιτιστικού πλούτου και των πολιτιστικών υποδομών. Οτιδήποτε άλλο επιβεβαιώνει απολύτως συνειδητές επιλογές.