Όταν ο Τραμπ εκλέχθηκε στην προεδρία των ΗΠΑ, όλοι υπέθεταν ότι επρόκειτο για έναν εκκεντρικό πλούσιο που αγνοούσε τις υποχρεώσεις του πλανητάρχη. Κάποιοι όμως κατάλαβαν ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν τυχάρπαστο δημαγωγό, αλλά έναν αυταρχικό ηγέτη, επικίνδυνο για τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Το αποτέλεσμα της ενδελεχούς έρευνας των καθηγητών πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Ντάνιελ Ζίμπλατ και Στίβεν Λεβίτσκι είναι το βιβλίο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μετάφραση Ανδρέας Παππάς).
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη μπει σε ολισθηρό δρόμο εκλέγοντας το 2016 έναν πρόεδρο ο οποίος δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για τον σεβασμό του στους θεσμούς και τους κανόνες της δημοκρατίας». Από την εισαγωγή ήδη του βιβλίου τους, οι Ζίμπλατ και Λεβίτσκι δεν κρύβουν τον στόχο τους. Η μελέτη τους, που αποτέλεσε εκδοτικό φαινόμενο στις ΗΠΑ όταν κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2018, είναι μία ολοκληρωτική επίθεση στον 45o πρόεδρο της Αμερικής.
Μόνο που εδώ δεν έχουμε αποκαλύψεις και σκάνδαλα για τον πάμπλουτο επιχειρηματία που έγινε πρόεδρος. Οι δύο συγγραφείς δεν κοιτάνε μέσα από κλειδαρότρυπες, ούτε ανακρίνουν πρώην συμβούλους, πολύ περισσότερο δεν ασχολούνται με τις ύποπτες επιχειρηματικές δραστηριότητες του Τραμπ πριν αναλάβει τη προεδρία. Αυτό που τους καίει είναι πώς βρέθηκε στο Λευκό Οίκο ένας άνθρωπος που δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να παίξει με τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού και επιδεικνύει με αυταρέσκεια έναν αυταρχισμό που συμβαδίζει με τη πλήρη άγνοια των καθηκόντων του. Και με ποιο τρόπο η παρουσία του εκεί αποτελεί απειλή για την ίδια τη δημοκρατία.
Πώς καταλύονται οι δημοκρατικοί θεσμοί σήμερα αναρωτιέται το καθηγητικό δίδυμο. Σίγουρα όχι με τα τανκς όπως μερικές δεκαετίες πριν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανατροπή του προέδρου της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε το 1973 από τον στρατό με επικεφαλής τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ. Τότε το Προεδρικό Μέγαρο τυλίχθηκε στις φλόγες από την επίθεση των πραξικοπηματιών, ο Aλιέντε δολοφονήθηκε (κατά μία άλλη εκδοχή αυτοκτόνησε) και χιλιάδες δημοκράτες Χιλιανοί πολίτες συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, εξορίστηκαν ή εξαφανίστηκαν. Αυτή ήταν μία εμφανής κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Όμως όπως θυμίζουν οι καθηγητές, οι μεγάλοι δικτάτορες, όπως ο Χίτλερ ή ο Μουσολίνι, δεν χρειάστηκαν τα όπλα για να καταλάβουν την εξουσία. Βρέθηκαν σε ηγετικές θέσεις επειδή το πολιτικό κατεστημένο της εποχής τους πίστεψε ότι μπορούσε να τους ελέγχει και να τους χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς. Μόνο που όταν πήραν την εξουσία απέδειξαν ότι δεν έτρεφαν καμία εκτίμηση για τους πρώην συμμάχους τους.
Τώρα, καθώς η Ευρώπη του μεσοπολέμου δεν έχει τίποτε κοινό με τις ΗΠΑ του 21ου αιώνα, τα πράγματα έγιναν λίγο διαφορετικά. Ο Τραμπ εμφανίστηκε από το πουθενά, καθώς αυτοανακηρύχθηκε υποψήφιος με τους Ρεπουμπλικάνους στην αίθουσα υποδοχής του επιβλητικού Trump Tower της Νέας Υόρκης τον Ιούνιο του 2015. Κανείς δεν τον πήρε σοβαρά αφού οι περισσότεροι πίστεψαν ότι απλώς ήθελε ακόμα μία φορά να τραβήξει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. Όμως ο Τραμπ, που δεν ανήκε καν στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, επέμενε, πάλεψε, χρησιμοποίησε όλα του τα όπλα, την φτηνή διασκέδαση των Αμερικανών των Μεσοδυτικών πολιτειών και πιθανότατα τη βοήθεια των Ρώσων χάκερ, και τελικά κατάφερε να πάρει το χρίσμα παρότι οι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικάνοι τον αντιμετώπισαν εξαρχής με δυσφορία.
Στη μελέτη τους οι δύο καθηγητές θυμίζουν ότι το 1968, μία χρονιά ορόσημο για τις ΗΠΑ, χάθηκε εντελώς η αποκαλούμενη πολιτική συναίνεση: Σε μία χρονιά που κλιμακωνόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ, ο Ρόμπερτ Κένεντι που θα έπαιρνε το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δολοφονήθηκαν. Οι Δημοκρατικοί στο Συνέδριο τους στο Σικάγο εξέλεξαν για υποψήφιο τον Χιούμπερτ Χάμφρεϊ ο οποίος υποστήριζε την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ αλλά και τις φυλετικές διακρίσεις και είχε σύμμαχο τον δήμαρχο του Σικάγο. Ο δήμαρχος Ρίτσαρντ Ντάλεϊ ήταν ο υπεύθυνος για την αιματηρή καταστολή των διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν ενάντια στον πόλεμο, που σημάδεψε το Συνέδριο. Η πόλωση ήταν αναπόφευκτη, η αμερικάνικη κοινωνία χωρίστηκε στα δύο και νικητής βγήκε ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, Ρίτσαρντ Νίξον.
Είναι όμως ο Τραμπ ένας εν δυνάμει τύραννος όπως ο Πούτιν ή ο Ερντογάν που κυβερνάνε φιμώνοντας τα Μέσα και ξεδοντιάζοντας τις υπηρεσίες του κράτους από αντιφρονούντες; Εδώ το δίδυμο είναι επιφυλακτικό. Σίγουρα ο Τραμπ είναι ένας λαϊκιστής δημαγωγός που εξαπολύει -χωρίς πολλή σκέψη- ρητορικές κορώνες για να στηλιτεύσει όποιον του εναντιώνεται. Σίγουρα δείχνει ασέβεια στους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά και στους πρώην συνεργάτες του, και συχνά παροτρύνει τους ψηφοφόρους του σε πράξεις βίας ενάντια σε όσους του ασκούν κριτική. Μόνο που τα κάνει με τέτοιον τρόπο, που μοιάζουν με χοντροκομμένα αστεία παρά με φασιστική πρακτική.
Η απάντηση που κρύβει η μελέτη για το αν ο Τραμπ είναι κάποιο είδος νέου Χίτλερ -ή για να ακολουθούμε τους καιρούς, το αντίστοιχο του Πούτιν στις ΗΠΑ- είναι διφορούμενη. Δεν είναι, καταλήγουν, ο Τραμπ ως πρόσωπο απειλή για τη Δημοκρατία. Ο μεγιστάνας είναι ένας καιροσκόπος της πολιτικής τον οποίο οι Ρεπουμπλικάνοι θα ξεφορτωθούν με την πρώτη ευκαιρία όταν ολοκληρώσει το έργο τους. Το πρόβλημα, όπως το θέτουν οι καθηγητές, είναι το γεγονός ότι ο Τραμπ εκπροσωπεί μία «άλλη» Αμερική σε ότι αφορά την έννοια της πολιτικής, τις ηθικές αξίες και τον πολιτισμό. Με άλλα λόγια, η Αμερική ήταν πάντα μία κατακερματισμένη χώρα και ο Τραμπ, αντί να ενώνει τους πολίτες, επιτείνει τον διχασμό τους. Κι αυτό δεν λύνεται μόνο με όρκους για πίστη στο Σύνταγμα.
Η μελέτη δεν προτείνει κάποιου είδους λύσεις. Οι δύο συγγραφείς δεν έχουν τέτοιο σκοπό. Τα μαθήματα αμερικάνικης ιστορίας με μία δόση από τις πρακτικές των αυταρχικών καθεστώτων σε όλον τον κόσμο προσφέρονται ως όπλα σε όσους Αμερικανούς πιστεύουν ότι ο Τραμπ δεν είναι ένας διασκεδαστικός παλιάτσος αλλά επικίνδυνος θιασώτης μίας νέου τύπου δικτατορίας, όπου βασιλεύει όχι η πολιτική, αλλά το θέαμα της πολιτικής. Σε έναν κόσμο όπου η Αμερική παραμένει η Αυτοκρατορία, όπως την ονόμασαν κάποιοι οξυδερκείς αναλυτές λίγα χρόνια πριν, αυτό μας αφορά όλους.