Τι μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας ιστοριών τρόμου όταν ο ήρωάς του ζωντανεύει; Και όταν αυτό το πλάσμα της φαντασίας του είναι ένας κατά συρροή δολοφόνος που σκορπάει τον τρόμο στην πόλη;
Το συγκλονιστικό Σκοτεινό Μισό του Στίβεν Κινγκ, που μόλις επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε νέα μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη, δεν είναι μόνο μία τρομακτική ιστορία, αλλά μία αλληγορική πραγματεία πάνω στη τέχνη της γραφής και τους δαίμονες του συγγραφέα –πνιγμένη, φυσικά, στο αίμα.
«Τζορτζ Σταρκ: Ένας όχι και τόσο καλός τύπος» γράφει η ταφόπλακα δίπλα στην οποία ποζάρει ο συγγραφέας Θαντ Τόμπσον. Ο ήρωάς μας έχει αποφασίσει να αποκαλύψει ότι εκείνος βρίσκεται πίσω από το ψευδώνυμο «Τζορτζ Σταρκ» με το οποίο υπέγραψε τέσσερα μπεστ σέλερ. Η φωτογράφος του περιοδικού People έχει μακάβρια φαντασία κι έτσι στήνει για το σχετικό άρθρο μία φωτογράφιση, στην οποία ο Θαντ θάβει το alter ego του στο νεκροταφείο του Καστλ Ροκ (τόπος όπου διαδραματίζονται πολλές από τις ιστορίες του Κινγκ).
Με αυτή τη συμβολική ταφή ο Θαντ βάζει τέλος στα δώδεκα χρόνια κατά τα οποία έγραφε ιστορίες τρόμου ως «Τζορτζ Σταρκ» με πρωταγωνιστή τον αιμοσταγή δολοφόνο τον Αλέξις Μασίν. Αποδεσμεύεται έτσι να επιστρέψει στα δικά του –όχι και τόσο εμπορικά επιτυχημένα– μυθιστορήματα που όμως προκάλεσαν αρκετή αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους ώστε να βρεθεί υποψήφιος για το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Οι κριτικοί λατρεύουν τον Θαντ Τόμπσον, το κοινό όμως προτιμάει τα λουτρά αίματος που προκαλεί ο Αλέξις Μασίν με την υπογραφή του Τζορτζ Σταρκ.
Όμως μία νύχτα, από τον ψεύτικο τάφο της φωτογράφισης βγαίνει ένα ζοφερό πλάσμα που αρχίζει να σκοτώνει όσους ευθύνονται για την αποκάλυψη της λογοτεχνικής απάτης, με μεθόδους που θυμίζουν τον μοχθηρό Μασίν. Και ο Θαντ αντιλαμβάνεται ότι τελικά δεν είναι τόσο εύκολο να θάψεις ένα ψευδώνυμο.
Το Σκοτεινό Μισό (είχε εκδοθεί παλιότερα από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση Γιάννας Αναστοπούλου) βασίζεται ουσιαστικά στην εμπειρία του ίδιου του Στίβεν Κινγκ, ο οποίος ανάμεσα στο 1977 και το 1982 υπέγραψε μερικές από τις πιο ανατριχιαστικές του ιστορίες με το ψευδώνυμο «Ρίτσαρντ Μπάκμαν».
Μετά την επιτυχία της Κάρι, ο Κινγκ ήταν πλέον μία ασταμάτητη παραγωγική μηχανή βιβλίων. Μόνο που οι εκδότες αρνούνταν να κυκλοφορήσουν πάνω από ένα βιβλίο του τον χρόνο με την –αστήριχτη– δικαιολογία ότι «το κοινό ποτέ δεν αγοράζει πάνω από ένα βιβλίο του ίδιου συγγραφέα μέσα στη χρονιά». Όταν ο Κινγκ αποφάσισε να εκδώσει κι άλλα βιβλία, αλλά με ψευδώνυμο, πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένα βιβλίο του Ρίτσαρντ Σταρκ ενώ στο πικάπ ακουγόταν το τραγούδι You Ain’t Seen Nothin’ Yet των Καναδών ρόκερ Bachman-Turner Overdrive. Κάπως έτσι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κινγκ ήταν έτοιμο: «Ρίτσαρντ Μπάκμαν».
Για χρόνια τα δύο ονόματα βρισκόταν δίπλα δίπλα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Ο Κινγκ υπέγραφε με το όνομα του βιβλία που έγιναν κλασικά, όπως η Λάμψη ή η Κριστίν, και άφηνε για τον Μπάκμαν τα πιο αλλόκοτα και μακάβρια, όπως τους Ρυθμιστές η την Οργή. Μάλιστα ο Κινγκ απέσυρε από την κυκλοφορία την Οργή, που πρωτοεκδόθηκε το 1977 και διηγιόταν την ιστορία ενός μαθητή που εισβάλλει οπλισμένος στο σχολείο του και προχωρά σε μία σειρά από δολοφονίες, όταν ένας μαθητής ονόματι Σκοτ Πένινκτον εισέβαλε στο Γυμνάσιο Ιστ Κάρτερ με το ρεβόλβερ του πατέρα του και σκότωσε τη φιλόλογό του επειδή του έβαλε κακό βαθμό για την εργασία του πάνω στην Οργή.
Σε αντίθεση πάντως με το όργιο δολοφονιών που ξεσπάει στο Σκοτεινό Μισό, η αποκάλυψη ότι ο Κινγκ κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο «Ρίτσαρντ Μπάκμαν» ήταν λιγότερο εντυπωσιακή και με λιγότερα πτώματα.
Το 1985, ο Στιβ Μπράουν, ένας υπάλληλος βιβλιοπωλείου στην Ουάσιγκτον και μανιώδης αναγνώστης των έργων του Κινγκ, συνέκρινε τα βιβλία των δύο συγγραφέων και ανακάλυψε ότι χρησιμοποιούσαν ίδιες εκφράσεις. Πήγε στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου πιστεύοντας ότι είχε ανακαλύψει έναν μιμητή της γραφής του Κινγκ και διαπίστωσε ότι τα συγγραφικά δικαιώματα του Μπάκμαν ανήκαν τελικά στον ίδιο τον Κινγκ. Έγραψε επιστολή στους εκδότες και λίγο μετά ο Κινγκ του τηλεφώνησε για να τον συγχαρεί για την οξυδέρκεια του.
Αυτό είναι η επίσημη ιστορία. Γιατί στις σελίδες του Το Σκοτεινό Μισό που εκδόθηκε το 1989 και το 1993 γυρίστηκε και ταινία σε σκηνοθεσία του μετρ του τρόμου Τζορτζ Ρομέρο, ο ήρωας εξηγεί καλύτερα την ελευθερία που προσφέρει το ψευδώνυμο σε έναν καλλιτέχνη:
«Η σκέψη να γράψω με ψευδώνυμο με έκανε αόρατο. Μύριζε ελευθερία σαν μία μυστική καταπακτή για να το σκας. Μπορούσα για μία φορά να κάνω του κεφαλιού μου. Θα μπορούσα να γράψω ό,τι μου κάπνιζε χωρίς να έχω τον βιβλιοκριτικό των New York Times να κρυφοκοιτάζει πάνω από τον ώμο μου». Αυτήν είναι η ουσία της χρήσης ψευδώνυμου κι όχι οι αυθαίρετες εκτιμήσεις των εκδοτών για την ποσότητα του έργου ενός συγγραφέα.
Πέρα από τους παραλληλισμούς με την αληθινή ζωή του Κινγκ, το βιβλίο είναι ένα συναρπαστικό θρίλερ αντάξιο του Κινγκ που πάντα «απολαμβάνει να προκαλεί τρόμο στους αναγνώστες». Υπάρχουν τα πτώματα δολοφονημένα με ειδεχθή τρόπο, ο έντιμος αλλά δύσπιστος απέναντι στο υπερφυσικό σερίφης και ο τρομοκρατημένος συγγραφέας που βλέπει τους δαίμονες της γραφής του να ζωντανεύουν. Κι όλα αυτά να εκτυλίσσονται στην αμερικάνικη ενδοχώρα μέσα στα ομιχλώδη μπαρ όπου το τζουκμπόξ παίζει γλυκανάλατη κάντρι, τα εικοσιτετράωρα φαστφουντάδικα με τις κουρασμένες δύσθυμες σερβιτόρες, τους πελώριους αυτοκινητόδρομους που διασχίζουν αχανείς έρημες εκτάσεις και τα πανομοιότυπα σπίτια στα προάστια όπου πίσω από την γαλήνια καθημερινότητα κρύβονται σκοτεινά μυστικά. Στο κάτω κάτω ο Κινγκ ποτέ δεν διεκδίκησε τον ρόλο του στυλίστα της γραφής.
Για τον ίδιο, το Εθνικό Μετάλλιο για τις Τέχνες που πήρε το 2015 από τα χέρια του προέδρου Ομπάμα απέδειξε αυτό που πάντα υποστήριζε: Ότι είναι συγγραφέας για τους Αμερικανούς εργάτες και όχι για την διανόηση. Άλλωστε, για χρόνια το λογοτεχνικό κατεστημένο τον απέρριπτε ως «έναν άθλιο συγγραφέα που το έργο του στερείται σοβαρότητας για να αξίζει κάποια ενδελεχής κριτική».
«Γράφω ιστορίες για τους απλούς Αμερικανούς εργαζόμενους» επαίρεται ο Στίβεν Κινγκ. «Ανήκω σε αυτούς, προέρχομαι από αυτούς, γράφω γι’ αυτούς». Θεωρεί τον εαυτό του παραμυθά: «Είμαι για την αμερικάνικη λογοτεχνία ό,τι είναι ο Μπρους Σπρίνγκστιν για τη ροκ σκηνή. Μου αρέσει να γράφω ιστορίες και ο κόσμος γουστάρει να τις διαβάζει».