Ο Νοέμβριος θα κρίνει πολλά, όχι μόνο για τις συντάξεις, αλλά και για τα παζάρια της κυβέρνησης με τους Θεσμούς, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το «βουνό» των χρεών σε εφορίες, ταμεία και τράπεζες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το οικονομικό επιτελείο ετοιμάζεται να «παίξει» σε 4 ταμπλό, αμέσως μετά από τη δημοσιοποίηση της Έκθεσης Αξιολόγησης από τους Θεσμούς το Νοέμβριο. Η επιλογή του χρόνου δεν είναι τυχαία, καθώς εκτιμάται ότι τότε θα είναι πιο ώριμες οι συνθήκες για διαβούλευση στα θέματα, που συνήθως προκαλούν… αλλεργία στους ξένους τεχνοκράτες: στην παροχή διευκολύνσεων πληρωμής χρεών. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ η ελληνική πλευρά πόνταρε στο ότι έως τότε θα είχε ξεκαθαρίσει το τοπίο με τις συντάξεις και δεν θα ήταν φορτωμένη η ατζέντα των συνομιλιών, τα πράγματα έχουν αλλάξει με τη μετάθεση των αποφάσεων το Δεκέμβριο.
Αρμόδιες πηγές επιμένουν, πάντως, ότι ο σχεδιασμός δεν αλλάζει, καθώς το πρόβλημα του Ιδιωτικού Χρέους έχει γίνει εκρηκτικό.
Με αυτό το δεδομένο, θα προταθούν στους Θεσμούς οι εξής παρεμβάσεις:
1. Διεύρυνση του πεδίου του Εξωδικαστικού και σε μισθωτούς- συνταξιούχους, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα ρύθμισης ως 120 δόσεις.
Επί του παρόντος, αυτών των ευνοϊκών διατάξεων απολαμβάνουν μόνο επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες. Αν και η ελληνική πρόταση είναι στοιχειοθετημένη, άπαντες γνωρίζουν ότι η διαπραγμάτευση θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, με δεδομένο ότι έχουν εκφραστεί εξ αρχής επιφυλάξεις- κυρίως από το ΔΝΤ- για όσους έχουν έστω μικρές καταθέσεις ή κύρια κατοικία, κάτι που προκάλεσε και τις μεγάλες καθυστερήσεις στο πλαίσιο του Εξωδικαστικού για τους αυταπασχολούμενους. Ως εκ τούτου, αν τελικά ανάψει πράσινο φως, θα πρέπει να αναμένονται αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια.
2. Αύξηση των δόσεων της πάγιας ρύθμισης από 12 σήμερα, πιθανώς σε 36 και μόνο για μικρές οφειλές, που δεν ξεπερνούν τις 3.000- 5.000 ευρώ.
Η στάση των ξένων δεν είναι φιλική, καθώς μια τέτοια αλλαγή έχει δημοσιονομικό κόστος (ο Προϋπολογισμός έχει πρόβλεψη εσόδων από τις πάγιες ρυθμίσεις, άρα αν απλώσουν οι δόσεις ανοίγει "τρύπα"), ενώ συν τοις άλλοις θεωρούν ότι χρόνος εξόφλησης μια οφειλής δεν πρέπει να απέχει χρονικά από τη βεβαίωση της για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, καθώς οι δόσεις της ρύθμισης θα «διπλώσουν» με τις νέες υποχρεώσεις π.χ. του φόρου εισοδήματος
3. Παράταση του Εξωδικαστικού κατά ένα έτος.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι όταν η ελληνική πλευρά είχε βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις των δανειστών σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η απάντηση δεν ήταν αρνητική, αλλά είχαν παραπέμψει τις αποφάσεις στο τέλος του έτους. Η παράταση κρίνεται αναγκαία, καθώς μέχρι σήμερα έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία ετοιμασίας της αίτησης 52.869 επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες, αλλά έχουν υποβληθεί 3.479 αιτήσεις κι έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τη διαδικασία και ρυθμίσει τα χρέη τους με ευνοϊκό τρόπο μόλις 454 από αυτούς. Μια από τις αδυναμίες του πλαισίου είναι ότι παρέχει πλήρη προστασία για 10 μήνες σε όσους ξεκινούν τη διαδικασία, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται σκόπιμες καθυστερήσεις από τους ενδιαφερόμενους.
4. Παράταση του Νόμου Κατσέλη κατά ένα έτος.
Το θέμα είναι σαφώς πιο σύνθετο, καθώς σχετίζεται και με τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων, την αύξηση του ρυθμού των πλειστηριασμών, την εν γένει εξυγίανση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών. Οι ίδιες οι τράπεζες δεν φαίνεται επισήμως να αντιτίθενται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς ήδη με τις πρόσφατες αλλαγές η διαδικασία υπαγωγής έχει γίνει πιο αυστηρή, εκθέτοντας τους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Οι δανειστές δυσανασχετούν, πάντως, για τις μεγάλες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των δικών (ως και 10 έτη) και φέρονται να αντιμετωπίζουν θετικά την πρόταση για τυποποιημένες μορφές αποφάσεων, έτσι ώστε να συντμηθεί τουλάχιστον ο χρόνος των 6 μηνών που χρειάζονται αυτή τη στιγμή οι δικαστές για να καθαρογράψουν μια σχετική απόφαση.
Αυτή τη στιγμή τα χρέη στις εφορίες ανέρχονται σε περίπου 102 δις ευρώ, ενώ άλλα 40 δις ευρώ είναι οι οφειλές προς τους ασφαλιστικούς φορείς. Όσον αφορά, δε, στα προβληματικά δάνεια, μόλις που υποχώρησαν κάτω από τα 90 δις ευρώ, διαμορφώνοντας έτσι έναν όγκο Ιδιωτικού Χρέους περίπου 230 δις ευρώ, δηλαδή σχεδόν στο 130% του ΑΕΠ.