Μία φάρσα που έκαναν οι δύο φίλες σε Έλληνα εξελίχθηκε σε εφιάλτη, καθώς βίωσαν εξευτελιστικές στιγμές σε κρατητήριο στην Κέρκυρα.
Οι Σόνα Κοξ και Βίκι Αλμπόουν περνούσαν τις διακοπές τους στην Κέρκυρα, όπως πολλοί άλλοι ομοεθνείς τους. Στις 24 Αυγούστου, γνώρισαν μία παρέα Ελλήνων στην παραλία και αποφάσισαν να κρύψουν για πλάκα τα ρούχα ενός εξ αυτών, ο οποίος ονομαζόταν Χριστόφορος.
Ωστόσο, αυτή η «αθώα φάρσα» -όπως δηλώνουν οι δύο 20χρονες- είχε πολύ σοβαρή εξέλιξη. Όταν επέστρεψαν στο ξενοδοχείο τους, αστυνομικοί τις περίμεναν εκεί και απαίτησαν να επιστρέψουν τα ρούχα του νεαρού, καθώς και ένα ρολόι αξίας 350 ευρώ. Η Σόνα Κοξ ισχυρίζεται ότι ο Χριστόφορος και οι φίλοι του είπαν στις Αρχές ότι ακολούθησαν τις κοπέλες στο ξενοδοχείο και τις είδαν να κρατούν τα ρούχα και το ρολόι, μία ιστορία η οποία είναι ψευδής κατά την ίδια.
Οι Βρετανίδες κατέληξαν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, όπου υποχρεώθηκαν να γδυθούν για να τις ψάξουν και στη συνέχεια οδηγήθηκαν σε κελί. Η Σόνα Κοξ περιγράφει τις συνθήκες στο κελί ως απολύτως άθλιες: υπήρχαν ακαθαρσίες στο πάτωμα, οι τοίχοι ήταν γραμμένοι με αίμα και τα στρώματα ήταν σάπια. Οι δύο φίλες κατέγραψαν, μάλιστα, το εσωτερικό του κελιού με τα κινητά τους τηλέφωνα.
Αναγκάστηκαν να κοιμηθούν στα βρώμικα στρώματα χωρίς κάποιο κάλυμμα ή μαξιλάρι. Καταγγέλλουν επίσης ότι οι αστυνομικοί δεν τις άφησαν να φάνε για μία ολόκληρη μέρα, ενώ τους έδωσαν να πιουν νερό μόνο μία φορά και δεν ήταν καν καθαρό.
H Koξ μιλώντας στη Daily Mail είπε: «Ηταν η πιο τρομακτική και τραυματική εμπειρία της ζωής μου. Από την αρχή ως το τέλος, και τις δυο μας μάς μεταχειρίστηκαν τόσο άσχημα όσο κανείς ποτέ ξανά στη ζωή μας. Κανείς δεν μας εξήγησε κάτι, αλλά μας έκλεισαν σε ένα δωμάτιο σαν αυτά που βλέπουμε στις ταινίες. Τα κελιά ήταν απολύτως φρικιαστικά. Υπήρχαν γκράφιτι στους τοίχους και ούρα παντού. Στους τοίχους υπήρχαν γραμμένα διάφορα πράγματα με αίμα. Τα στρώματα ήταν σάπια και το ένα ήταν βρεγμένο. Αναγκάστηκα να κοιμηθώ σε ένα γυμνό στρώμα και δεν μου δόθηκε ούτε ένα σεντόνι, ένα μαξιλάρι, μια κουβέρτα ή οτιδήποτε άλλο. Το κάπνισμα επιτρεπόταν στα κελιά και ήταν γεμάτο με αποτσίγαρα».
Όλα ξεκίνησαν το βράδυ του Σαββάτου, όταν τα δύο κορίτσια γνώρισαν μια παρέα Ελλήνων στην παραλία Ίσσος. «Καθώς περνούσε η νύχτα, προκάλεσε έναν από αυτούς, τον Χριστόφορο, να τρέξει στη θάλασσα με το μποξεράκι του, καθώς το θεώρησα αστείο. Ο ίδιος άρχισε να γελάει και μαζί και δυο φίλοι του που άρχισαν να τον βιντεοσκοπούν. Καθώς κολυμπούσε πήραμε τα ρούχα του από μια ξαπλώστρα και τα βάλαμε 10 ξαπλώστρες πιο πέρα. Σκεφτήκαμε ότι ήταν ένα αβλαβές αστείο και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας».
Στο ξενοδοχείο, όμως, τις περίμεναν οι αστυνομικοί οι οποίοι ζήτησαν από τα κορίτσια τα ρούχα και το ρολόι για να μην τις συλλάβουν. Τα δύο κορίτσια υποστηρίζουν ότι ο Χριστόφορος είχε κατασκευάσει μια ιστορία ότι του έκλεψαν τα πράγματά του. Ο ίδιες αρνούνται ότι άγγιξαν το ρολόι του και παραδέχονται ότι έκρυψαν τα ρούχα του.
«Ο ίδιος υποστήριξε ότι οι φίλοι του μας κυνήγησαν ως το ξενοδοχείο και μας είδαν να μπαίνουμε κρατώντας τα ρούχα του και το ρολόι του. Αυτό είναι ψέμα, δεν αγγίξαμε καν το ρολόι του, ούτε ποτέ μας καταδίωξε κανείς. Οι αστυνομικοί μάς είπαν ότι αν δεν επιστρέψουμε τα ρούχα και το ρολόι, θα μας συλλάβουν. Αν και τους εξηγήσαμε πολλές φορές ότι δεν είχαμε πάρει ούτε τα ρούχα ούτε το ρολόι, μας ζητούσαν επίμονα να τους τα δώσουμε και εν τέλει μας συνέλαβαν».
Τα δύο κορίτσια μπήκαν στο περιπολικό και μεταφέρθηκαν στο αστυνομικό τμήμα, όπου και έδωσαν γραπτή κατάεθεση, ενώ η αστυνομία τούς ζήτησε να βρουν δικηγόρο. Μετά από τρεις ώρες βρήκαν έναν δικηγόρο που μιλούσε αγγλικά, έγινε η γραπτή κατάθεση και τις κλείδωσαν στο κελί. Έπειτα από μερικές μέρες, η Κοξ και η Αλμπόουν αφέθηκαν ελεύθερες, αφού χρειάστηκε να πληρώσουν περίπου 1.800 ευρώ για νομικά έξοδα. Η Κοξ περιγράφει την εμπειρία ως «την πιο τρομακτική και τραυματική της ζωής της» και προειδοποιεί τους Βρετανούς τουρίστες για τη συμπεριφορά που θα συναντήσουν σε περίπτωση που έχουν προβλήματα με τον νόμο στην Ελλάδα.
Τα τηλέφωνα των δύο κοριτσιών κατασχέθηκαν και τους επιστράφησαν την επόμενη ημέρα για 15 λεπτά για να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους. Τότε είναι που κατέγραψαν και τις συνθήκες στα κελιά.
Φαγητό και νερό, όπως σημειώνει η Daily Mail, τους δόθηκαν στις 8 το βράδυ της Κυριακής.
«Μας δόθηκε ένα γεύμα όλο και όλο καθ' όλη τη διάρκεια της κράτησης. Το νερό ήταν βρώμικο και ζεστό. Τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά μας καταπατήθηκαν και δεν κανείς δεν έκανε κάτι γι' αυτό. Είμαι ένας δυνατός άνθρωπος, αλλά ποτέ δεν έκλαψα τόσο πολύ και δεν φοβήθηκα τόσο πολύ στη ζωή μου», είπε η Κοξ.
Στη συνέχεια η αστυνομία, όπως περιγράφει η Daily Mail, έβγαλε για λίγο τα δύο κορίτσια από το κελί τους και τα πήγε στο ξενδοχείο προκειμένου να ψάξουν το δωμάτιό τους. Στη συνέχεια τις επέστρεψαν στο τμήμα.
Την επόμενη ημέρα τις πήγαν στο δικαστήριο, αλλά η ακρόασή τους καθυστέρησε καθώς οι μάρτυρες είχαν φύγει από το νησί και είχαν πάει στην Αθήνα.
«Μας πήγαν στο δικαστήριο τη Δευτέρα, αλλά η δίκη πήρε αναβολή για την Τετάρτη καθώς τα αγόρια έπρεπε να επιστρέψουν από την Αθήνα για να καταθέσουν.
Μας επέτρεψαν να κοιμόμαστε στο ξενοδοχείο μας τις επόμενες νύχτες, αλλά ήμασταν τρομοκρατημένες. Οι ονειρεμένες μου διακοπές και το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό καταστράφηκαν και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ''με πάνε σε δίκη για κάτι που δεν έκανα;''».
Η Κοξ δεν παραβρέθηκε στη δίκη της Τετάρτης και ο δικηγόρος της την εκπροσώπησε. «Ολη την Τετάρτη ήμασταν τρομαγμένες, περιμένοντας όλη μέρα το τηλεφώνημα του δικηγόρου. Τελικά μας πήρε στις 5 για να μας πει ότι είμαστε αθώες. Μετά μας άφησαν να επιστρέψουμε σπίτια μας. Αυτό είναι μια προειδοποίηση για όλους όσοι πρόκειται να πάνε στην Ελλάδα. Μπορεί να είναι ένας ωραίος προορισμός, αλλά αν τύχει και μπλέξεις και πραγματικά χρειαστείς βοήθεια, θα σε αντιμετωπίσουν όπως εμάς».