Περπατώντας κανείς στους δρόμους της Αθήνας σίγουρα «πέφτει» καθημερινά πάνω σε δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες- τοίχους που «μιλάνε».
Κάποιοι εξυμνούν κόμματα, παρατάξεις και συλλογικότητες ένθεν κακείθεν, άλλοι θριαμβολογούν για ομάδες, μερικοί φέρουν οργισμένα πολιτικά μηνύματα ενώ υπάρχουν και αυτοί που έχουν τη δύναμη να σε μαγνητίσουν. Σε αναγκάζουν να κοντοσταθείς, να περιεργαστείς με το βλέμμα σου το μήνυμα που ο εκάστοτε street artist επέλεξε να αφήσει ως παρακαταθήκη στους διαβάτες -ή έστω στους πιο παρατηρητικούς εξ αυτών- πατώντας τη βαλβίδα του.
Με τα φώτα της διεθνούς ειδησεογραφίας να είναι τα τελευταία οκτώ χρόνια αναπόφευκτα στραμμένα στην ελληνική πρωτεύουσα (συνήθως για τους λάθος λόγους), δεν ήταν λίγοι αυτοί που παρατήρησαν ότι στην Αθήνα, παράλληλα με την κρίση και τις εκατοντάδες τραγικές ιστορίες που αυτή έφερε στην επιφάνεια, εξελίσσονταν μια σιωπηλή πολύχρωμη επανάσταση. Οι πρωταγωνιστές της όμως παρέμεναν τις περισσότερες φορές ανώνυμοι ή έστω σπάνια γίνονταν γνωστοί με τα πραγματικά τους ονόματα.
Ένας από αυτούς είναι και ο Ιάσονας, κατά κόσμον Cacao Rocks. Έχοντας μπει «στα -άντα», όπως λέει, είναι σήμερα ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους street artists της γενιάς του. Τα έργα του έχουν κατά καιρούς απασχολήσει κορυφαία έντυπα τέχνης άλλα και πιο mainstream μέσα ενημέρωσης, όπως το βρετανικό BBC, οι Times της Νέας Υόρκης και το National Geographic.
Με καταγωγή από την Ελλάδα και τη Γαλλία και σπουδές που ελάχιστη σχέση φαίνεται να έχουν με τη μετέπειτα πορεία του (Γαλλική Φιλολογία και Φωτογραφία), δηλώνει καλλιτέχνης (ζωγράφος για την Εφορία) κάτι που θεωρεί ως την πλέον επαναστατική πράξη του σε μια εποχή που η άμεση επαγγελματική και οικονομική αποκατάσταση αποτελούν τα πρωταρχικά κριτήρια επιλογής καριέρας.
Σήμερα, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια μετανάστευσης, έχει επιλέξει να εγκατασταθεί σε ένα σπίτι-ατελιέ στο κέντρο της Αθήνας, να ζει από την τέχνη του αλλά και να αντλεί έμπνευση από τα τοπία και τους ανθρώπους της Ελλάδας, ενώ έργα του φιλοξενούνται στην γκαλερί Εικαστικός Κύκλος Σιαντή.
Μερικές ημέρες πριν τη συμμετοχή του στην ομαδική έκθεση της γκαλερί ALIBI με καλλιτέχνες από την Νέα Υόρκη και την Αθήνα, σε έναν διάλογο μεταξύ των δύο πόλεων, συζητά με το iefimerida για την τέχνη και την καθημερινότητα στη (μετα)μνημονιακή εποχή και εξηγεί αν η Αθήνα είναι όντως το «νέο Βερολίνο» ή η «Μέκκα» των street artists.
- Ας ξεκινήσουμε από μια απορία που έχουν πολλοί όταν συναντούν έργα σου στους δρόμους: Πως εμπνεύστηκες και τι σημαίνει το «Cacao Rocks»;
Δεν σημαίνει κάτι, απλά ξεκίνησα κάνοντας υπογραφές με σπρέι στους δρόμους και με το μυαλό που είχα τότε πίστευα πως είναι κάτι που εντυπώνεται εύκολα στη μνήμη των περαστικών. Μου άρεσαν τα γράμματα των λέξεων αυτών και ήθελα να μοιάζουν παιδικά και ευανάγνωστα. Δεν πίστευα πως θα συσχετιστώ τόσο πολύ με αυτό, τότε το έκανα περισσότερο σαν παιχνίδι τώρα πλέον τα παιδιά με φωνάζουν κύριε Κακάο το οποίο είναι κάπως κακόγουστο νομίζω αλλά έχει και την πλάκα του. Αυτό τον καιρό παλεύω να κερδίσω πάλι το πραγματικό μου όνομα αλλά είναι δύσκολο μετά από τόσα χρόνια.
- Θυμάσαι τον πρώτο τοίχο που ζωγράφισες;
Με μαρκαδόρους στο 54ο δημοτικό σχολείο Πειραιά. Ένα από τα πιο ωραία σχολεία της Ελλάδας. Είμαι πολύ τυχερός που έκανα εκεί το δημοτικό. Όταν πήζω με το κέντρο της Αθήνας πηγαίνω εκεί και δίπλα στον Σταυρό της Πειραϊκής να δω αν κουνιούνται οι βάρκες.
- Μουσική, λογοτεχνία, ποίηση. Έχουν επηρεάσει την πορεία ή το στυλ σου;
Σίγουρα η λογοτεχνία. Παρέα με τον Opium είχαμε κάνει μια ολόκληρη έκθεση βασισμένη στο έργο του Βολταίρου «Ζαντίγκ» και έχουμε κάνει και μια μεγάλη τοιχογραφία στη Νίκαια βασισμένη στο ποίημα «Ο Ελεγκτής» του Σαχτούρη. Η μουσική και αυτή με τον τρόπο της αλλά και ο κινηματογράφος, o Jodorowsky ακόμα και η τηλεόραση, όλα επηρεάζουν ακόμα και όσα δεν μας αρέσουν μας επηρεάζουν αφού τα αποφεύγουμε ή προσπαθούμε να μην τους μοιάζουμε.
- Ποια είναι η αίσθηση που αφήνει σε έναν street artist η «μεταμόρφωση» ενός σημείου στην πόλη του;
Να ξεκαθαρίσουμε πως δεν μπορούμε να λέμε πως είμαι graffiti artist πια. Το γκραφίτι είναι μια υποκουλτούρα εκτός συστήματος, παράνομη και έχει να κάνει περισσότερο με τα γράμματα. Εγώ θεωρούμαι street artist, ο,τι και να σημαίνει αυτό. Στο γκράφιτι το αποτέλεσμα δεν έχει πολύ σημασία ενώ ο street artis ζητά να είναι αποδεκτό από όλους αυτό που κάνει. Όταν ολοκληρώνω ένα έργο στο δημόσιο χώρο αισθάνομαι πολύ ωραία. Νιώθω πως έχω αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού μου σε δημόσιο τόπο, σίγουρα όμως θα χαθεί όπως και εγώ βέβαια αλλά θα έχω προλάβει να δείξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου σε πολύ κόσμο.
- Πώς αποφασίζεις σε ποια σημεία της πόλης θα «παρέμβεις»;
Νομίζω αυτό που με ενδιαφέρει τις περισσότερες φορές είναι να το δει ο κόσμος. Είμαι τυχερός και άτυχος να μένω στο κέντρο οπότε η γειτονία μου είναι πολυσύχναστη. Τώρα πια επειδή έχω κουραστεί με τα κυνηγητά και τις φωνές προσπαθώ να «βάφω» σε συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη και να είμαστε όλοι χαρούμενοι.
- Έχουν υπάρξει «κυνηγητά» με την αστυνομία; Ποια η σχέση σου με αυτή και κάθε άλλη μορφή εξουσίας;
Η αστυνομία κάνει την δουλεία της, λογικό είναι να σταματάει ή να κυνηγάει κάποιον που λερώνει στο δημόσιο χώρο. Τα έχω περάσει πολλές φορές αλλά δεν είμαι και από τους σκληροπυρινικούς του χώρου. Ποτέ δεν έχω «βάψει» σε τρένο για παράδειγμα. Δεν είμαι adrenaline junky. Φοβάμαι πολύ τα πάντα, την ταχύτητα, τα ατυχήματα, είμαι φλώρος. Αλλά τις έχω φάει τις σφαλιάρες μου από τους μπάτσους στο παρελθόν, τώρα έχω μάθει πως να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις. Οι αστυνομικοί είναι σαν τα σκυλιά, αν τρέξεις θα σε κυνηγήσουν.
- Το περιβόητο «Athens is the new Berlin» έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές. Πως το εμπνεύστηκες/ «οραματίστηκες»; Και ποια στοιχεία των δύο πόλεων πιστεύεις ότι συγκλίνουν;
Πρώτη φορά νομίζω πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί το «Athens is the new Berlin» σε ένα άρθρο των New York Times αλλά δεν θυμάμαι αν το είχα γράψει πριν από αυτό. Ήμουν με τον φίλο μου Ρίτσαρντ στην Οδό Σταδίου και «βάφαμε» έναν τοίχο δίπλα στο βιβλιοπωλείο Ιανός μέρα μεσημέρι και σκεφτόμουν έναν άλλον φίλο μου σχεδιαστή που είχε φύγει στο Βερολίνο, τον Περικλή. Εκείνη την περίοδο ήθελα να πάω και εγώ εκεί γιατί εδώ δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα αλλά είπα από μέσα μου «όχι ρε φίλε θα μείνουμε εδώ να την παλέψουμε» και τότε έγραψα στον τοίχο με spray «Athens is the new Berlin». O φίλος μου ο Ρίτσαρντ σκάλωσε και σχεδόν δυσανασχέτησε με αυτό που έγραψα. Κάνεις δεν θέλει να συγκρίνονται αυτές οι δυο πόλεις. Οι χίπστερς λένε «σα το Βερολίνο δεν έχει», οι Ελληναράδες έχουν τα συμπλέγματα τους, οι Βερολινέζοι δεν θέλουν να χάσουν το hype τους. Έκανα πρόσφατα αυτή τη συζήτηση με τον ποιητή Γιώργο Χρονά που υποστηρίζει πως δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει αυτές τις δύο πόλεις και ακόμα και ή ίδια η πόλη είναι πολλά πράγματα μαζί. Η Αθήνα έχει πολλά πρόσωπα. Έχει μια γοητεία πάντως, σαν αυτή που είχε και το Παρίσι στις πριν 100 χρόνια, η Νέα Υόρκη το ‘70 και το Βερολίνο μετά την πτώση του τοίχους ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.
- Παλιότερα έχεις χαρακτηρίσει «ανήθικο» το να χρησιμοποιείς ως θέμα των έργων σου την κρίση. Θα ήθελες να επεκταθείς σε αυτό;
Να εκμεταλλεύεσαι τον πόνο και την αδικία για να βγάλεις λεφτά ή να αποκτήσεις φήμη σίγουρα δεν είναι όμορφο. Αποφεύγω να χρησιμοποιώ στη θεματολογία των έργων μου την κρίση ή το μεταναστευτικό ή την ανισότητα. Στον δρόμο είναι βέβαια αλλιώς τα πράγματα έχω κατά καιρούς ασχοληθεί με τέτοια ζητήματα αλλά περισσότερο σε μορφή συνθήματος σαν μια κραυγή σε διαδήλωση αλλά βουβή, μοναχική με μεγαλύτερο όμως αντίκτυπο. Το να πουλάς όμως έργα που απεικονίζουν τον πόνο του άλλου με προβληματίζει, αν και λίγη σημασία έχει τι πιστεύω εγώ.
- Συμφωνείς με το αξίωμα που θέλει το έμψυχο καλλιτεχνικό κεφάλαιο μιας χώρας/ πόλης να αφυπνίζεται σε συνθήκες κρίσης;
Όταν δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις τα δοκιμάζεις όλα. Βρίσκεις νέους τρόπους να επιβιώσεις και τα παίζεις όλα. Η καλλιτεχνική παραγωγή αυτή τη στιγμή στην Αθήνα νομίζω δεν έχει προηγούμενο, αλλά δεν ξέρω αν η κρίση βοήθησε σε αυτό. Μάλλον το να μην έχεις να φας ή να πάρεις υλικά για τα έργα σου δεν είναι και το καλλίτερο. Ένα παγκόσμιο ενδιαφέρον πάντως έχει στραφεί στον τόπο μας ακόμα και πριν την διοργάνωση της Documenta. Τώρα πρέπει να τους αποδείξουμε πως αξίζουμε ή και απλά να συνεχίσουμε να είμαστε δημιουργικοί όπως κάναμε και πριν την κρίση.
- Ποια είναι κυρίως τα θέματα των έργων σου;
Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με την Ελλάδα, τα τοπία της και τους ανθρώπους της. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτό όταν έφυγα από εδώ και έκανα μια αποτυχημένη προσπάθεια να μεταναστεύσω. Ένιωσα για πρώτη φορά νοσταλγία, για τα χρώματα, τους ήχους της, τις μυρωδιές της και κυρίως το φως. Άλλαξα την παλέτα μου και την θεματολογία μου αμέσως. Άλλαξα και όσα μελετούσα, ζωγράφους, μουσικές, ταινίες αλλά και λογοτεχνία. Ξαναέπιασα όσα σνομπάραμε, τον Μίκη, τον Καζαντζάκη, τον Σικελιανό, τον Μόραλη, τον Βούλγαρη ακόμα και τις «Τρεις χάριτες».
- Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις σε επηρεάζουν;
Ποιον δεν επηρεάζουν αυτά; Όλους μας. Νομίζω είμαι πιο απογοητευμένος από ποτέ αλλά βλέπω και ένα μικρό φως στο τέλος του τούνελ. Πρέπει να ελπίζουμε αλλιώς τη βάψαμε. Αν δεν είχα ελπίδα δεν θα δημιουργούσα άλλωστε.
- Ποια είναι η πιο «επαναστατική» ανάμνηση σου;
Δεν θέλω να μιλήσω για πορείες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, καταλήψεις κι όλα αυτά. Τα έζησα όπως οι περισσότεροι της γενιάς μου. Από το «κάτσε καλά Γεράσιμε» ως τις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις. Δεν μου αρέσει να μιλάω δημόσια για αυτά, δεν αποζητώ επαναστατικά γαλόνια. Το ότι επέλεξα να είμαι επαγγελματίας καλλιτέχνης στην εποχή μας πιστεύω είναι το πιο επαναστατικό που έχω κάνει και που το ζω κάθε μέρα και είναι πραγματικά δύσκολο. Οκ, θα πω ένα ακραίο που έχω κάνει. Έχω κατέβει σε πορεία εθνικιστών με ένα πλακάτ που έγραφε «Έξω οι φασίστες» στο σύνταγμα, παρέα με δύο φίλους από το σχήμα που είχαμε στην φοιτητική εστία του πανεπιστημίου Αθηνών. Το περίεργο είναι πως δεν μας πείραξε κανένας, μάλλον γιατί είχαμε μασκαρευτεί σε ρομπότ με αυτοσχέδιες μάσκες.
- Αντίστοιχα, ποια ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής σου και πως επηρεάστηκε η τέχνη σου από αυτή -είτε παροδικά είτε σε βάθος χρόνου;
Όλη η ζωή δύσκολη είναι, δεν ξέρω τι να απαντήσω. Ευτυχώς έχω την τέχνη μου και με κρατάει ζωντανό. Χρωστάω πολλά στις μπογιές μου και στους ανθρώπους που με στηρίζουν τόσα χρόνια.
- Έχοντας ζήσει, «βάψει» και εκθέσει έργα σου στο εξωτερικό, ποιες είναι οι βασικές διαφορές που εντοπίζεις στην αντιμετώπιση των καλλιτεχνών του δρόμου σε σχέση με την Ελλάδα;
Στην Ελλάδα όταν λέω πως είμαι street artist η δεύτερη ερώτηση είναι «δηλαδή ζεις από αυτό;» Στην Αμερική οι street artists είναι ένα είδος rock star και έτσι ένιωσα εκεί. Τίποτα από τα δύο βέβαια δεν θεωρώ λογικό. Είναι απλά μια δουλεία.
- Πιστεύεις ότι στην Αθήνα έχουν καλλιεργηθεί οι συνθήκες για να γίνει η «Μέκκα της σύγχρονης τέχνης» ή θεωρείς ότι είναι ακόμα μια αυτάρεσκη ατάκα καλλιτεχνών και δημοσιογράφων;
Την Μέκκα την κάνουν οι πιστοί και όχι η πέτρα. Αν βέβαια έχουμε καλό προϊόν οι πιστοί θα είναι περισσότεροι, αλλά δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα θαύμα. Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ.
- Τι σε ενοχλεί και τι λατρεύεις στην Αθήνα;
Με ενοχλεί το καυσαέριο, οι μπόμπες στα μπαρ, η πρέζα και η αγένεια. Λατρεύω το κλίμα της, τα αρχαία της, την ελευθερία της και το ότι αν σου τη βαρέσει πας μια βόλτα στην Αίγινα ή στην κορυφή του Υμηττού και τα ξεχνάς όλα.
- Σε ενοχλεί/ στενοχωρεί/ εξοργίζει ο βανδαλισμός έργων σου; Τι συνέβη με αυτό στο Πολυτεχνείο;
Η τέχνη του δρόμου είναι εφήμερη και είναι επόμενο να χαθεί σε βάθος χρόνου. Φυσικά και λυπάμαι όταν συμβαίνει αυτό, είναι ο κόπος μου, ή ψυχή μου. Με το έργο στο Πολυτεχνείο δεν έχω κάποια σχέση, δεν ήμουν καν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο οπότε δεν μπορώ να πω πολλά. Ο βανδαλισμός δημοσίων κτηρίων διώκεται οπότε δεν θα ήθελα πω περισσότερα για αυτό. Το Πολυτεχνείο είναι ένα σύμβολο της επανάστασης της γενιάς των πατεράδων μας. Κάθε γενιά πάει κόντρα στην προηγούμενή και αυτό είναι υγιές, συμβαίνει από την εποχή των Φαραώ. Κάποια πράγματα όμως πρέπει να τα σεβόμαστε. Βέβαια, από την άλλη ποιος σεβάστηκε τη γενιά μας που δεν θα πάρει ποτέ σύνταξη ή που δεν θα κάνει ποτέ παιδιά λόγο της ανεργίας και της κρίσης; Μια γενιά σε κατάθλιψη λογικό είναι να τα βάψει μαύρα.
- Υπάρχει κάποιο από τα έργα σου που ξεχωρίζεις;
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο, είναι όλα σαν παιδιά μου, γεννήματα μου. Αυτό που θέλω να κάνω και θεωρώ θα είναι το πιο σημαντικό και ξεχωριστό είναι να δημοσιεύσω ένα βιβλίο με τα κείμενα που έχω γράψει τα τελευταία 10 χρόνια και αφορούν την δράση μου στο δρόμο. Αυτό τον καιρό ψάχνω τρόπο να γίνει αυτό πραγματικότητα. Αυτό θα είναι ένα έργο το οποίο θα ξεχωρίσω.
- Πώς κυλάει η καθημερινότητα σου στην πόλη;
Δεν έχω και πολύ ζωή, ζωγραφίζω, διαβάζω και γράφω συνέχεια. Βγαίνω μόνο έξω για τα απαραίτητα. Σούπερ μάρκετ, φαγητό, καφέ στο χέρι και όταν δεν την παλεύω βάφω κάναν τοίχο, πάω σε σπίτια φίλων άντε και σε κάποια έκθεση, μουσείο ή θέατρο.
- Πιστεύεις ότι για έναν νέο καλλιτέχνη είναι εφικτό να βιοπορίζεται αποκλειστικά από την τέχνη του στη (μετα)μνημονιακή Ελλάδα;
Δεν θα συμβούλευα ποτέ σε κάποιον να γίνει καλλιτέχνης αν θέλει να βγάλει λεφτά. Αν δεν αντέχεις την πείνα και δεν μπορείς να είσαι ταπεινός μην γίνεις καλλιτέχνης. Η τέχνη είναι μια μορφή προσευχής για εμένα και μετά επάγγελμα. Καλή τύχη.
- Ας κλείσουμε με το ιδιαίτερο δέσιμο σου με τις Κυκλάδες. Τι σηματοδοτεί για εσένα αυτό το σύμπλεγμα νησιών;
Τις Κυκλάδες τις ερωτεύτηκα μέσα από την ποίηση του Ελύτη, όσο και αν αυτό ακούγεται γραφικό. Δεν είχα την τύχη να πάω σε πολλά νησιά όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτές. Το πρώτο «κυκλαδίτικο» έργο που έκανα είχε τον τίτλο «Δήλος, έναν νησί που δεν έχω πάει ποτέ». Έχω ένα blog που κατά καιρούς γράφω κείμενα για αυτά που κάνω, σαν τεκμηρίωση κυρίως αλλά και σαν ημερολόγιο. Είχα γράψει λοιπόν ένα κείμενο για αυτό το έργο. Κάποιος, που δεν μπορώ να πω το όνομα του, αφού διάβασε το κείμενο μου για την Δήλο, μου έκλεισε ένα αεροπορικό και πήγα στη Μύκονο, στη μέση του χειμώνα, και από εκεί στη Δήλο για να δω τα αρχαία. Μετά ακολούθησε μια ατομική έκθεση με τα έργα μου για τις Κυκλάδες στην γκαλερί Dio Horia και ίσως αυτά είναι το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς μου έως τώρα. Αυτό τον καιρό ασχολούμαι με βουνό του Υμηττού και αυτό θα είναι το θέμα της επόμενης ατομικής μου έκθεσης.
Φωτογραφίες: Cacao Rocks