Η επίθεση στη Βραζιλία εναντίον του ακροδεξιού προεδρικού υποψήφιου -φαβορί για τη νίκη στον πρώτο γύρο- αποτελεί άλλη μία δραματική καμπή στην αναμέτρηση του Οκτωβρίου, την πλέον αμφίρροπη από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα.
Έπειτα από μια σειρά σκανδάλων διαφθοράς, δεκάδες πολιτικοί και ισχυροί επιχειρηματίες έχουν οδηγηθεί στη φυλακή και πολλοί ψηφοφόροι είναι εξοργισμένοι.
Σήμερα υπάρχουν φόβοι ότι θα ξεσπάσουν επεισόδια στη Βραζιλία, στη διάρκεια των εορτασμών για την Ημέρα Ανεξαρτησίας, ενώ πολιτικές ομάδες αναμένεται να πραγματοποιήσουν πορείες σε εκατοντάδες πόλεις.
Οι αντίπαλοι του 63χρονου ακροδεξιού Ζαΐχ Μπολσονάρου, που δέχθηκε χθες επίθεση με μαχαίρι στη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσής του, ανέστειλαν τις σημερινές τους προεκλογικές δραστηριότητες.
Βάσει του εκλογικού νόμου στη Βραζιλία, ο μικρός συνασπισμός του Μπολσονάρου δικαιούται πολύ περιορισμένο χρόνο για διαφημίσεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Αυτό σημαίνει ότι βασίζεται κυρίως στους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης και τις συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα για να συσπειρώσει τους υποστηρικτές τους. Αν ο Μπολσονάρου δεν είναι σε θέση να βγει στον δρόμο για καιρό, ενδέχεται να κινδυνεύσει η προεκλογική του εκστρατεία.
Σύμφωνα με τους γιατρούς, θα χρειαστεί να νοσηλευθεί τουλάχιστον μία εβδομάδα στο νοσοκομείο, ενώ για την πλήρη αποκατάστασή του θα χρειαστούν δύο μήνες.
Ωστόσο ο Φλάβιο Μπολσονάρου, ο γιος του, δήλωσε σήμερα νωρίς το πρωί έξω από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται ο πατέρας του ότι έχει τις αισθήσεις του και ότι η επίθεση αποτέλεσε ώθηση για την εκστρατεία του.
«Θέλω απλώς να στείλω ένα μήνυμα στους δολοφόνους που προσπάθησαν να καταστρέψουν τη ζωή ενός οικογενειάρχη, ενός ανθρώπου που αποτελεί την ελπίδα για εκατομμύρια Βραζιλιάνους: Μόλις τον εκλέξατε πρόεδρο. Θα κερδίσει στον πρώτο γύρο», τόνισε ο Φλάβιο.
Ο Μπολσονάρου, ένας πρώην λοχαγός, παρουσιάζεται ως ο υποψήφιος που είναι ικανός να διασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στη Βραζιλία, ενώ εμφανίζεται και ως ένας αντισυστημικός πολιτικός παρά το γεγονός ότι εκλέγεται επί σχεδόν τρεις δεκαετίες στο Κογκρέσο.
Εδώ και καιρό εκφράζει ακραίες απόψεις για τη δημόσια ασφάλεια στη Βραζιλία, στην οποία σύμφωνα με τον ΟΗΕ καταγράφονται περισσότερες ανθρωποκτονίες από κάθε άλλη χώρα.
Ο Μπολσονάρου, ο οποίος στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις συχνά κάνει μια χειρονομία σαν να κρατά όπλο και στα δύο του χέρια, επισημαίνει ότι θα ενθαρρύνει την αστυνομία να σκοτώνει φερόμενα μέλη ναρκoσυμμοριών και άλλους εγκληματίες.
Έχει δηλώνει νοσταλγός της στρατιωτικής δικτατορίας στη Βραζιλίας (1964-85), για την οποία έχει πει πως θα έπρεπε να είχε σκοτώσει περισσότερους. Όταν ψήφισε στη Γερουσία το 2016 για την αποπομπή της πρώην προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ αφιέρωσε την ψήφο του στον στρατιωτικό που διοικούσε τη φυλακή όπου φυλακίστηκε και βασανίστηκε η Ρούσεφ.
Επίσης εναντίον του ο Μπολσονάρου εκκρεμούν δίκες στο Ανώτατο Δικαστήριο όπου κατηγορείται για υποκίνηση σε μίσος και βιασμούς, αν και ο ίδιος χαρακτηρίζει τις κατηγορίες πολιτικά υποκινούμενες.
Η βία στην πολιτική ζωή της Βραζιλίας είναι συνηθισμένο φαινόμενο, κυρίως σε τοπικό επίπεδο.
Τους μήνες πριν από τις εκλογές για το δημοτικό συμβούλιο της Μπαϊσάντα Φλουμινένσε, μιας περιοχής στο μέγεθος της Δανίας γύρω από το Ρίο ντε Ζανέιρο, δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 13 πολιτικοί ή υποψήφιοι.
Νωρίτερα φέτος δολοφονήθηκε η Μαριέλ Φράνκο, μια δημοτική σύμβουλος του Ρίο γνωστή για τις επικρίσεις της εναντίον της αστυνομικής βίας στις φαβέλες.
Όμως η βία εναντίον πολιτικών εθνικής εμβέλειας είναι σπάνια.