Δεν έχει τέλος η κατρακύλα των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών στις δημοσκοπήσεις.
Μετά τα βίαια επεισόδια με τους 18 τραυματίες στη διάρκεια των κινητοποιήσεων ακροδεξιών και αντιδιαδηλωτών στην ανατολικογερμανική πόλη Κέμνιτς το Σάββατο, το ξενοφοβικό AfD εκτινάχθηκε (!) κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες στο 16%, υψηλότερο ποσοστό του από τις περσινές ομοσπονδιακές εκλογές, μόλις μία μονάδα πίσω από το SPD που υποχωρεί στο 17% σε δημοσκόπηση που παρήγγειλαν τα δίκτυα RTL και N-TV.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Σοσιαλδημοκράτες υποχωρούν στο 12% (!) στα εργατικά στρώματα, που αποτελούν και την παραδοσιακή εκλογική τους βάση.
Την ίδια ώρα και οι Πράσινοι καταφέρνουν να αυξήσουν κατά μία μονάδα τα ποσοστά τους στο 16% πιάνοντας στην τρίτη θέση την Ακροδεξιά.
Ένας συνασπισμός των Πρασίνων με τα δύο κόμματα της Χριστιανικής Ένωσης (CDU και CSU) εξασφαλίζει την προτίμηση σχεδόν του ίδιου ποσοστού (46%) των Γερμανών ψηφοφόρων με τον «μεγάλο συνασπισμό» των Συντηρητικών με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Οι Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ και το αδελφό τους κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας εξασφαλίζουν σε ομοσπονδιακό επίπεδο ποσοστό 30%, ενώ οι Φιλελεύθεροι παραμένουν στο 8%, στο οποίο υποχωρεί και το αριστερό Die Linke καταγράφοντας απώλειες 2%. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι ένας στους τέσσερις Γερμανούς ψηφοφόρους (26%) δηλώνει αυτή τη στιγμή αναποφάσιστος, ή λέει ότι δεν θα πήγαινε να ψηφίσει αν στήνονταν την ερχόμενη Κυριακή οι κάλπες.
Άνετο προβάδισμα της Μέρκελ έναντι του Σολτς
Μεγάλος χαμένος της δημοσκόπησης στο ερώτημα «ποιον θα προτιμούσατε για καγκελάριο» βγαίνει ο Όλαφ Σολτς. Αν γινόταν απευθείας εκλογή καγκελαρίου ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών θα εξασφάλιζε μόλις το 20% των ψήφων (-3% σε σχέση με πριν από δύο εβδομάδες), ενώ η Μέρκελ θα διεύρυνε στις 22 ποσοστιαίες μονάδες το προβάδισμά της.
Σύμφωνα με τον εκλογολόγο Μάνφρεντ Γκιούλνερ του ινστιτούτου Forsa ο Σολτς πληρώνει την επιλογή του να ακολουθήσει την αριστερή στροφή των Σοσιαλδημοκρατών: «Το βασικό πρόβλημα του SPD είναι ότι έχουν χάσει τους πρώην ψηφοφόρους τους από το πολιτικό και κοινωνικό κέντρο», υποστηρίζει.