«Η Ελλάδα εξέρχεται από το πρόγραμμα στήριξης, γεγονός συμβολικό για τη υπέρβαση της κρίσης χρέους που πυροδοτήθηκε πριν οκτώ χρόνια και άλλαξε ριζικά την οικονομία και τις ζωές των ανθρώπων» μεταδίδει το πρακτορείο Bloomberg.
Όταν, τον Μάιο του 2010, εκπονήθηκε το πρώτο από τα τρία προγράμματα, οι πολιτικοί των χωρών της ευρωζώνης υποστήριξαν πως η κρίση ήταν το αποτέλεσμα χρόνιας δημοσιονομικής και οικονομικής απειθαρχίας. Τα δάνεια χορηγήθηκαν συνοδευόμενα από αυστηρούς όρους, για να δικαιολογηθεί η παραβίαση της ρήτρας περί μη διάσωσης χώρας στην ευρωζώνη. Ποιες ήταν οι επιδόσεις της Ελλάδας;
Οικονομικό πλήγμα: Την ώρα που η κατάρρευση της Ελλάδας προκάλεσε κραδασμούς πολύ πέραν των συνόρων της, οι επιπτώσεις στο εσωτερικό της χώρας με πληθυσμό μόλις 11 εκατομμυρίων υπήρξε ιδιαίτερα δραματικό. Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25% και το επίπεδο διαβίωσης κατέρρευσε, αφού χάθηκαν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας και η ανεργία σκαρφάλωσε κάποια στιγμή στο 28%.
Δημόσια οικονομικά: Το ελληνικό σκέλος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εκδηλώθηκε όταν η κυβέρνηση του τότε νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου αποκάλυψε την αλήθεια για τα δημοσιονομικά της χώρας, με το έλλειμμα του 2009 να διογκώνεται πάνω από το 15% του ΑΕΠ, πενταπλάσιο από το όριο της ΕΕ.
Κατά τα τελευταία χρόνια, η συζήτηση στράφηκε περισσότερο στο συνολικό ύψος του χρέους και το ισοζύγιο. Δόθηκε λιγότερη προσοχή στο γεγονός ότι επί δύο χρόνια τα έσοδα υπερβαίνουν τις δαπάνες και η κυβέρνηση επιτυγχάνει πλεόνασμα. Η επιτυχία αυτή οφείλεται στις περικοπές των δαπανών ενώ τα έσοδα διατηρήθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα.
Δεδομένου όμως του μεγέθους της ύφεσης, η διατήρηση των εσόδων σε σταθερά επίπεδα σημαίνει τεράστια αφαίμαξη της μεσαίας τάξης, που καλείται να καταβάλει όλο και υψηλότερους φόρους.
Δημόσια διοίκηση: Στο τομέα των δαπανών, τα προβλήματα της Ελλάδας οφείλονταν εν μέρει στην έκρηξη της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα την περίοδο που προηγήθηκε της κατάρρευσης. Η άρνηση να απολυθεί προσωπικό του δημοσίου έγινε πολύ νωρίς αιτία διαξιφισμών μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών.
Το θέμα έχασε την σημασία του όταν το προσωπικό μειώθηκε κατά 150.000 μετά την εφαρμογή του μέτρου της μιας πρόσληψης ανά πέντε αποχωρήσεις. Ωστόσο η πρόοδος υπήρξε αργή στην απονομή δικαιοσύνης, ενώ το βάρος της γραφειοκρατίας δυσκολεύει την προσέλκυση επενδύσεων.
Ανταγωνιστικότητα: Επί οκτώ χρόνια, η μόνιμη επωδός των εταίρων της ευρωζώνης και του ΔΝΤ ήταν πως η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να γίνει ανταγωνιστικότερη. Εφαρμόζοντας τρία προγράμματα, η Ελλάδα πούλησε κρατικά ακίνητα, πραγματοποίησε σαρωτικές αλλαγές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και άλλαξε επαγγελματικές ρυθμίσεις, από τους δικηγόρους μέχρι τα κομμωτήρια. Μεγάλη υπήρξε και η μείωση του εργατικού κόστους, ιδίως μετά τις αλλαγές στις συλλογικές συμβάσεις και την μείωση του βασικού μισθού.
Οι δανειστές υποστηρίζουν ότι η μείωση απλά αντιστάθμισε τις μεγάλες αυξήσεις που είχαν γίνει την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, αυξήσεις που δεν ήταν εναρμονισμένες με την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η μείωση των μισθών, συνδυασμένη με την αύξηση της φορολόγησης και την απώλεια θέσεων εργασίας, υπήρξε κύριος παράγοντας για την πτώση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.
Ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας θέλει να καταργήσει ορισμένες από τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις μετά την λήξη του προγράμματος και να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Η Ελλάδα δεν κατόρθωσε την ανάκαμψη με ατμομηχανή τις εξαγωγές που πέτυχαν άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία. Ωστόσο σχεδόν εξαφάνισε το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Χρηματοπιστωτικός τομέας: Όταν εκδηλώθηκε η κρίση, οι τραπεζίτες αρέσκονταν να υποστηρίζουν ότι η διοίκηση των ιδρυμάτων τους ήταν συντηρητική και το πρόβλημα γεννήθηκε από τον δημόσιο τομέα. Όμως η καταστροφή δεν άργησε να έρθει. Οι τράπεζες πρακτικά πτώχευσαν για ένα διάστημα το 2012, η αναδιάρθρωση του χρέους εξαφάνισε την αξία των ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους και τρία χρόνια μετά, έκλεισαν επί εβδομάδες πριν ανοίξουν και πάλι μετά την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων.
Ακόμη αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις, βεβαρυμμένες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια που ανέρχονται στο 50% του συνόλου. Τα προβλήματα αυτά οδήγησαν σε απώλειες καταθέσεων και διαύλων διατραπεζικού δανεισμού, ενώ κρατήθηκαν ζωντανές χάρη στην παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ.
Η ανάγκη για τον δανεισμό αυτό μειώνεται πλέον σταθερά και, ενώ η χώρα οδεύει προς την έξοδο από το πρόγραμμα, αναπληρώθηκε από διατραπεζικό δανεισμό για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης, τονίζει το Bloomberg.