Λιβυκό δικαστήριο καταδίκασε την Τετάρτη σε θάνατο 45 παραστρατιωτικούς που κατηγορούνταν ότι σκότωσαν διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν εναντίον του καθεστώτος του Μουάμαρ Καντάφι κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 2011, ανακοίνωσε το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Είναι η πρώτη φορά μετά το τέλος της εξέγερσης που ανέτρεψε τον δικτάτορα Καντάφι που τόσο μεγάλος αριθμός προσώπων καταδικάστηκε σε θάνατο σε μία δίκη.
Ανακοίνωση Τύπου του υπουργείου ανέφερε ότι αναγγέλθηκε η ετυμηγορία σε βάρος 122 κατηγορούμενων, οι περισσότεροι από τους οποίους τελούν υπό κράτηση και δικάστηκαν για την υπόθεση αυτή.
Την απόφαση ανήγγειλε το κακουργιοδικείο της Τρίπολης παρόντων συνηγόρων υπεράσπισης και οικείων κατηγορουμένων για την υπόθεση που είναι γνωστή ως η «περιφέρεια του Αμπού Σλιμ» –η ονομασία παραπέμπει στη συνοικία της λιβυκής πρωτεύουσας όπου σκοτώθηκαν οι διαδηλωτές– σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Το δικαστήριο καταδίκασε 45 παραστρατιωτικούς σε θάνατο διά τυφεκισμού, 54 άλλους κατηγορούμενους να εκτίσουν ποινή φυλάκισης πέντε ετών, ενώ αθώωσε ακόμη 22. Ένας από τους κατηγορούμενους για αυτή την υπόθεση, η δίκη για την οποία κράτησε χρόνια, είχε αφεθεί ελεύθερος εντός των ορίων μιας αμνηστίας. Τρεις φάκελοι έκλεισαν για αδιευκρίνιστους λόγους· άλλοι τρεις διότι οι κατηγορούμενοι στο μεταξύ απεβίωσαν.
Τα γεγονότα είχαν εκτυλιχθεί την 21η Αυγούστου 2011, την ημερομηνία της έναρξης της «απελευθέρωσης» της Τρίπολης από το καθεστώς του Καντάφι, έξι μήνες μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης εναντίον του. Παραστρατιωτικοί προσκείμενοι στον Καντάφι είχαν ανοίξει πυρ εναντίον διαδηλωτών κοντά στη συνοικία Αμπού Σλιμ.
Ο Καντάφι –ο οποίος κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή για δεκαετίες τη Λιβύη– αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε από εξεγερμένους τον Οκτώβριο του 2011 κοντά στη γενέτειρά του, τη Σύρτη.
Έκτοτε, η πλούσια σε πετρέλαιο χώρα παραμένει βυθισμένη στην αστάθεια, με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις, από τη μια την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ) στην Τρίπολη, την οποία αναγνωρίζει η διεθνής κοινότητα, κι από την άλλη μια παράλληλη κυβέρνηση στο ανατολικό τμήμα της χώρας, την οποία υποστηρίζει ο ισχυρός στρατάρχης Χαλίφα Χάφταρ.
Ελλείψει κυβέρνησης ικανής να διαχειριστεί αποτελεσματικά την ασφάλεια της χώρας, η Λιβύη εξάλλου μετατράπηκε στο κύριο εφαλτήριο των μεταναστών και προσφύγων που προσπαθούν να φθάσουν στην Ευρώπη και σε ορμητήριο τζιχαντιστικών οργανώσεων, ανάμεσά τους της Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μάγρεμπ στον νότο και του Ισλαμικού Κράτους.
Διάφορες πολιτικές και παραστρατιωτικές οργανώσεις συνεχίζουν να διεκδικούν τον έλεγχο της χώρας, γεγονός που καθιστά αβέβαιη τη διεξαγωγή εκλογών που θέλουν οι δυτικοί, ιδίως η Γαλλία.
Τέσσερις από τους πρωταγωνιστές της κρίσης, που συμμετείχαν στα τέλη του Μαΐου σε μια σύνοδο που οργάνωσε ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι, είχαν δεσμευθεί –χωρίς πάντως να υπογράψουν κάποια επίσημη συμφωνία για αυτό– να διεξαχθούν εκλογές στη Λιβύη μέσα στη χρονιά.
Αλλά θα πρέπει προηγουμένως να οργανωθεί δημοψήφισμα για ένα νέο Σύνταγμα και να καταρτιστεί και να υιοθετηθεί νέος εκλογικός νόμος πριν από οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία.
Στο μεταξύ, η καθημερινότητα των περισσότερων Λίβυων είναι όλο και πιο δύσκολη. Οι δημόσιες υπηρεσίες παραμένουν διαλυμένες. Αντιμετωπίζουν διακοπές της ηλεκτροδότησης, ελλείψεις καυσίμων, αλλά και ρευστότητας, εν μέσω ιλιγγιώδους ανόδου των τιμών βασικών αγαθών.
Πηγή ΑΠΕ