Δυο αδέλφια που σώθηκαν από τη μανία της φωτιάς την περασμένη Δευτέρα, επέστρεψαν στο σπίτι τους που έγινε στάχτη και μίλησαν για την τραγωδία που έζησαν.
«Δεν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που να προτιμήσει να έχει το σπίτι του από ένα μέλος της οικογένειάς του… Το σπίτι ευτυχώς ξαναχτίζεται όμως μια ανθρώπινη ζωή δε μπορεί να έρθει πίσω» είπε, ο 17χρονος, στην κάμερα του Alpha.
«Δεν έχει μείνει τίποτα. Εδώ έχουμε ζήσει όλη μας την παιδική ηλικία και εγώ και η αδερφή μου. Και το βλέπουμε ερειπωμένο, κατεστραμμένο, σαν κάτι ντοκιμαντέρ που βλέπουμε με πόλεμο σε άλλες χώρες… Μας έπιασαν τα κλάματα. Είναι από τις λίγες στιγμές, που βλέπεις έναν πατέρα κι έναν γιο να κλαίνε μέσα σε ένα κατεστραμμένο σπίτι. Όλα πήγαν στράφι μέσα σε μια νύχτα».
Τα παιδιά περιέγραψαν και το πώς έζησαν τον πύρινο εφιάλτη: «Μέσα στη θάλασσα ήμασταν περίπου 5 ώρες, 6… Επειδή την περισσότερη ώρα είχε καπνό, δε μπορούσες να αναπνεύσεις καθόλου, ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Μέχρι αργά το βράδυ, που άρχιζαν να έρχονται καΐκια και αργότερα σκάφη του λιμενικού και να παίρνουν τον κόσμο σιγά σιγά. Κρύο πολύ, κάπνα, δε μπορούσες να ανασάνεις. Ακόμα και το κεφάλι σου να έβαζες μέσα στο νερό, ανέπνεες τις στάχτες».
Η μικρή του αδερφή, λέει για τις τραγικές στιγμές της περασμένης Δευτέρας: «Δε νομίζω ότι μπορώ να βγάλω ποτέ από το μυαλό μου αυτές τις εικόνες. Θα το θυμάμαι ως μια κακή εμπειρία».
Η μητέρα τους συμπληρώνει: «Είχα να παλέψω με το κτήνος που λέγεται φωτιά, όχι μόνο για μένα αλλά και για τα παιδιά. Έπρεπε να φανώ δυνατή και να τα σώσω. Δε θα ξεχάσω που άκουγα τα ουρλιαχτά ανθρώπων και τα ουρλιαχτά των δικών μου παιδιών, να μου λένε «μαμά καίγομαι» και εγώ να προσπαθώ να βρω ένα μέρος να πέσω στη θάλασσα. Δεν έβλεπες τίποτα μπροστά σου. Υπήρχε μόνο καπνός και φωτιά».