Προβληματικά πολύ πριν το 2009 ήταν τα δημοσιονομικά στατιστικά στοιχεία της Ελλάδας και αυτό ήταν κάτι που το γνώριζαν όλοι οι υπουργοί Οικονομικών της χώρας, όπως είχαν επίγνωση και των κινδύνων από μια ενδεχόμενη κρίση το 2009. Αυτά αποκάλυψε σε γραπτή αναφορά του προς την εξεταστική επιτροπή ο πρώην επίτροπος Οικονομικών, Χοακίν Αλμούνια.
Με βάση την εκτέλεση του προϋπολογισμού από την κυβέρνηση της ΝΔ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προειδοποιήσει από τον Ιούλιο του 2009, ότι το έλλειμμα της Ελλάδας ήταν ενδεχόμενο να υπερβεί το 10% του ΑΕΠ, παρά τον επίσημο ετήσιο στόχο του 5%, ενώ οι ανησυχίες της Επιτροπής για τα «ασθενή βασικά οικονομικά μεγέθη της Ελλάδας που υφίστανται επί πολλά έτη», αποτυπώνονταν στις εκθέσεις της.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, είχε εξαγγείλει επανειλημμένα πως σκόπευε να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας, αλλά «σε πολλές περιπτώσεις τα μέτρα είχαν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και μικρό βαθμό εκτέλεσης», ενώ το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησε, «παρείχε πληροφορίες για ένα μεγάλο φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προς δρομολόγηση εντός του 2010».
Στο ερώτημα, γιατί το πρόγραμμα αυτό δεν στάθηκε τελικά αρκετό (ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το είχε αποδεχθεί με θετική αξιολόγηση), ο κ. Αλμούνια απαντά πως η Επιτροπή «το θεώρησε εφικτό, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει έγκαιρη και επιτυχής υλοποίηση όλων των εξαγγελθέντων μέτρων, θεωρώντας αισιόδοξες τις επίσημες εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και προειδοποιώντας για τους κινδύνους δημοσιονομικών αποκλίσεων, οφειλόμενους κυρίως στις ευνοϊκές μακροοικονομικές παραδοχές του προγράμματος».
Ο κ. Ράντεμάχερ-πρόεδρος της Eurostat-στηρίζει, με το υπόμνημά του, τις προσεγγίσεις τού επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, περί υποχρεωτικότητας εφαρμογής του εγχειριδίου ESA 95 της Eurostat, βάσει του οποίου αναθεωρήθηκε το έλλειμμα του 2009 στο 15,8%.
Από την άλλη, ωστόσο, ο κ. Αλμούνια, δικαιώνοντας εν μέρει τις προσεγγίσεις των πρώην μελών της ΕΛΣΤΑΤ που ήλθαν σε σύγκρουση με τον πρόεδρό της (Ζ. Γεωργαντά και Ν. Λογοθέτης), αναφέρει πως ο κώδικας ορθής πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές, που δίνει στον επικεφαλής τής κάθε εθνικής Στατιστικής Αρχής «αποκλειστική αρμοδιότητα» για τα θέματα που καλύπτει, «δεν αποτελεί νομικά δεσμευτική πράξη».
Σε κάθε περίπτωση, κατά τον κ. Ράντεμάχερ, «η μεθοδολογία που εφαρμόζεται για τις στατιστικές της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος, δημιουργείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ τα τεχνικά ζητήματα κατάρτισης που συνδέονται με την εφαρμογή αυτής της μεθοδολογίας, δεν προβλέπεται να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και απόφασης στο ΔΣ της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας».
Αναφορικά με την ένταξη των ΔΕΚΟ στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, ο κ. Ράντεμάχερ αναφέρει πως η ταξινόμηση των ΔΕΚΟ είχε ζητηθεί απ' την Ελλάδα ήδη από το 2002. Τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ «ταξινομούν ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις στον τομέα της γενικής κυβέρνησης: άλλες έχουν ταξινομηθεί για πολλά χρόνια και σε άλλες υπήρξαν αλλαγές στην ταξινόμηση τα τελευταία χρόνια» πάντα υπό τον επιτόπιο έλεγχο της Eurostat, διευκρίνισε ο επικεφαλής της Eurostat.
Στο ερώτημα για το πώς ενημερώθηκε η υπηρεσία του για την ύπαρξη δύο διαφορετικών εκτιμήσεων των χρεών των νοσοκομείων (εκείνη των βεβαιωμένων χρεών 2,2 δισ. που ανακοίνωνε επίσημα η στατιστική υπηρεσία και η αναφορά του Δημήτρη Αβραμόπουλου στη Βουλή για χρέη 5,5 δισ.), ο κ. Ράντεμάχερ απαντά πως «η απάντηση του υπουργού στη Βουλή, ήταν ένα δημόσιο έγγραφο διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο του ελληνικού Κοινοβουλίου».
«Η Eurostat δημοσίευσε τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος για τρεις συνεχόμενες φορές από τον Νοέμβριο του 2010 χωρίς επιφυλάξεις -και αυτό αντανακλά τον βαθμό της σημαντικής βελτίωσης που σημειώθηκε στα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία. Εκείνο που απασχολεί την Eurostat, είναι οι βελτιώσεις αυτές να εδραιωθούν και να επεκταθούν σε ένα ευρύτερο φάσμα στατιστικής πληροφόρησης, γεγονός που θα είναι μια σημαντική πρόκληση, με δεδομένο τις πολλές πιέσεις που αντιμετωπίζει η ΕΛΣΤΑΤ» αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Ράντεμάχερ.