Ο κος Μάκης ήταν εκεί το απόγευμα της Δευτέρας στο Μάτι.
H περιγραφή του από όσα έζησε και πως διασώθηκε από τις φονικές φλόγες είναι ανατριχιαστική. Ο ίδιος και η οικογένειά του κατάφεραν να σωθούν κυριολεκτικά στο δευτερόλεπτο. Πίσω του, όμως, έμειναν κάποιοι που δεν πρόλαβαν. Ο ίδιος περιγράφει στην εκπομπή Αταίριαστοι του ΣΚΑΪ χαρακτηριστικά:
«Μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο για να φύγουμε και ξαφνικά άναψε παντού γύρω μας φωτιά, σαν να μας βομβάρδιζε μια φωτιά από πάνω. Αφήνω το αυτοκίνητο, ήταν κόσμος που δεν είχα ξαναδεί και τους λέω ελάτε έχει δίοδο προς τα πέρα, γιατί πίσω από την πλευρά που ερχόμασταν εμείς καιγόντουσαν τα δέντρα και είδα ότι μόνο εκεί είναι ανοιχτά. Ο άνθρωπος που είχε το σπίτι άνοιξε τις πόρτες να φύγουμε προς τον γκρεμό στη θάλασσα. Δεν είδα πίσω κόσμο μου να έρχεται γιατί όλους τους είχα βάλει μπροστά να τρέχουνε, κάποια στιγμή που γυρνάω το κεφάλι μου μού φεύγει το παιδί στον γκρεμό. Γυρνάω και το πιάνω και κουτρουβαλήσαμε στον γκρεμό, μου έσπασαν τα δάχτυλα. Πέσαμε στον γκρεμό. Μου είπαν από κάτω που με είδαν ότι ήμουν ο τελευταίος που κατέβηκα και από πάνω ακούστηκε αυτό το «φουπ» που κάνουν οι φλόγες και πετάχτηκαν οι φλόγες μέσα στη θάλασσα! Βουτήξαμε τα κεφάλια μας μέσα. Ακούγαμε στριγκλιές και νομίζαμε ότι ήταν από τις δίπλα παραλίες που φοβόταν ο κόσμος. Πέφτανε πάνω μας τα κάρβουνα και οι στάχτες και μας έκαιγαν, είχε νυχτώσει, να μην μπορούμε να βγούμε πουθενά.
Ήμασταν δύο ώρες μέσα στο νερό, πρέπει να πέσαμε γύρω στις 6 και κάτι. Κάποια στιγμή άνοιξε η κάπνα, βγήκα στη στεριά, βρήκα ένα κινητό, πήρα το 100 και βούιζε. Πήρα το 166 και τους λέω ότι είμαστε με παιδιά στα βράχια να ειδοποιήσουν το λιμενικό. Μου λένε ναι έρχεται. Περνάει η ώρα… Στα τρία μέτρα δεν βλέπαμε, καιγόντουσαν τα μάτια μας, τα παιδιά μας τρέμανε. Κάποια στιγμή μετά τις 10 βλέπουμε στο βάθος το λιμενικό να ρίχνει φωτοβολίδες, τους έκανα σήματα μορς με τον φακό. Έρχονται τα βαρκάκια, πρώτα αρχίσαμε να στέλνουμε τα παιδιά. Κάποια στιγμή μας παρέσυρε μια βάρκα, πέσαμε στη θάλασσα και ανεβήκαμε στο μεγάλο σκάφος του λιμενικού.
Έχω βάρος στην καρδιά μου που δεν ακολούθησαν άτομα πίσω και ήμουν ο τελευταίος που πήδηξα στη θάλασσα. Αυτό θα με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή. Νόμιζα ότι είχαν σωθεί όλοι και όταν άκουσα για τα 25 άτομα νόμιζα ότι είναι αλλού, δεν ήξερα ότι είναι σε μας».