Σηκώθηκε ένα ελαφρύ αεράκι. Δυνάμωσε. Ξάφνου ο αέρας άρχισε να μοιάζει απειλητικός. Προτίμησαν να φύγουν από την παραλία.
Γύρισαν σπίτι, να δουν τα παιδιά, αν φοβήθηκαν. Τα βρήκαν να παίζουν. Δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Ο αέρας είχε γίνει πιο δυνατός. Αρχισε να μυρίζει. Ο ουρανός άλλαξε χρώμα. Εγινε κίτρινος, κόκκινος, κατακκόκινος. Σαν φωτιά.
«Φωτιά»... Η λέξη, άρχισε να μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, σε όλη την περιοχή. Αντήχησε παντού. Στο σπίτι στο Μάτι πήγαιναν κάθε χρόνο για διακοπές. Μόλις γυρνούσαν τα παιδιά από την κατασκήνωση έπαιρναν κι εκείνοι την άδειά τους. Γύρω στις 20 Ιουλίου.... Αυτός ο Ιούλιος δεν ήταν σαν τους άλλους. Που να το΄ ξεραν...
Πήραν τα παιδιά από το χέρι, αγκαλιά, κι έφυγαν μαζί με τους άλλους για το Κόκκινο Λιμανάκι. Από εκεί θα έβγαιναν στη θάλασσα, θα σωζόντουσαν....
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο της Μυρτώς Λοβέρδου, στο Bovary.gr