Η περασμένη εβδομάδα, από τις 9 ως τις 13 Ιουλίου 2018, θα μείνει στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Είναι ημέρες που θα σημαδέψουν την ιστορία, θα σηματοδοτήσουν μια ρήξη και ένα βαθύ τραύμα.
Για πρώτη φορά από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ένας αμερικανός πρόεδρος έφθασε στην Ευρώπη ως εχθρός, σημειώνει το έγκριτο σάιτ Slate.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, με αφορμή ένα ταξίδι στην έδρα του ΝΑΤΟ, στις Βρυξέλλες, και μια επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο, επιβεβαίωσε την εχθρότητά του για τους δύο θερμούς: για την Βορειοατλαντική Ενωση και για την Ευρωπαϊκή Ενωση, θεσμούς-πυλώνες του δυτικού κόσμου.
Οι αισιόδοξοι θα μπορούσαν να απαντήσουν ότι δεν πρόκειται παρά για λόγια, για φράσεις στον αέρα που βγαίνουν από το στόμα ενός επιπόλαιου πολιτικού ο οποίος προέρχεται από τα τηλεοπτικά ριάλιτι, με περιορισμένες ιστορικές γνώσεις. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό: Ο Τραμπ εκφράζει μια αλλαγή στάσης, φωτογραφίζει την αρχή μιας νέας εποχής και πρέπει όλοι να τον πάρουν στα σοβαρά.
Οι ΗΠΑ πάντα στήριξαν την Ευρώπη
Το ευρωπαϊκό όραμα ήταν πάντα μέρος της διεθνούς αρχιτεκτονικής που σχεδίασε η Ουάσινγκτον την επαύριο του πολέμου. Η Ουάσινγκτον στήριξε τον Ζαν Μονέ, τον ιδρυτή της «οργανωμένης Ευρώπης» και υποστήριξε την ιδέα της σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας -αρχικά στον τομέα του κάρβουνου και του σίδηρου- ώστε να βγει οριστικά η Γηραιά Ηπειρος από τον κύκλο των ατελείωτων πολέμων. Παρότι υπήρξαν και δύσκολες φάσεις με αυτή την ανταγωνιστική οικονομική δύναμη που έγινε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη συνέχεια Ευρωπαϊκή Ενωση, κανένας αμερικανός πρόεδρος δεν έχασε την ευκαιρία να δείξει την στήριξή του στην ένωση της ΕΕ -από τον Χάρι Τρούμαν ως τον Μπαράκ Ομπάμα.
Αρκετές φορές υπήρξαν προβλήματα στις σχέσεις ΕΕ και ΗΠΑ, όταν π.χ. οι ΗΠΑ ζητούσαν μια όλο και μεγαλύτερη διεύρυνση ή όταν έκριναν αρνητικά το κοινό νόμισμα, το ευρώ.
Αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Τραμπ, για πρώτη φορά, εξέφρασε τη θέλησή του να γονατίσει όσο μπορεί περισσότερο την Ευρωπαϊκή Ενωση. Θέλει να την καταστρέψει.
Εφθασε στο Λονδίνο στις 12 Ιουλίου, τη στιγμή που η βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι έδινε μάχη για να υπερασπιστεί την ιδέα ενός «μικρού Brexit» το οποίο θα υπερασπιζόταν τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας. Εκείνη τη στιγμή η Μέι βρισκόταν σε πόλεμο με τους σκληρούς του Συντηρητικού κόμματος οι οποίοι διεκδικούν ένα «σκληρό Brexit», μια επιστροφή στην εποχή της αγγλικής αυτοκρατορίας.
Ποιά στάση κράτησε ο Τραμπ; Εδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα Sun, ιδιοκτησίας Ρούπερτ Μέρντοχ, δηλωμένου εχθρού, επίσης, της ΕΕ. Σε αυτή τη συνέντευξη ο αμερικανός πρόεδρος πήρε ανοιχτά θέση υπέρ των εχθρών της Τερέζα Μέι στο εσωτερικό των Τόρις, υπερασπίστηκε την ιδέα ενός σκληρού Brexit και εκβίασε το Λονδίνο: αν δεν κόψετε βίαια κάθε σχέση με τις Βρυξέλλες, μην υπολογίζετε ότι θα έχουμε διμερείς σχέσεις ελεύθερου εμπορίου.
Στην ίδια συνέντευξη ο Τραμπ έπλεξε το εγκώμιο του Μπόρις Τζόνσον, πρώην υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος είναι φανατικός οπαδός του Brexit και αντίπαλος της Τερέζα Μέι στο εσωτερικό των Τόρις. Στο μεταξύ, ο αμερικανός πρόεδρος προσέβαλε με τον χειρότερο τρόπο τον δήμαρχο Λονδίνου Sadiq Khan, για τον μοναδικό λόγο επειδή είναι μουσουλμάνος και έκανε ένα πορτρέτο της πόλης που θύμιζε κεφάλαια της Αποκάλυψης, λόγω προσφυγικού...
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στα εσωτερικά χωρών της δυτικής Ευρώπης. Αλλά με τον Ντόναλντ Τραμπ η παρέμβαση είναι άμεση και ωμή: στο Λονδίνο θέλησε να αποσταθεροποιήσει την Τερέζα Μέι η οποία παλεύει να επιβάλλει ένα «ελαφρύ Brexit». Πριν από μερικές εβδομάδες, ο Τραμπ έκανε παρέμβαση στην διένεξη μεταξύ της Ανγκελα Μέρκελ και του συντηρητικού εταίρου της Χορστ Ζεεχόφερ, υπουργού Εσωτερικών στην κυβέρνηση. Η διένεξη αφορούσε το προσφυγικό και φυσικά ο Ντόναλντ Τραμπ πήρε τη θέση του Ζεεχόφερ ώστε να αποσταθεροποιήσει την Μέρκελ.
Σε κάθε παρέμβασή του δίνει χείρα βοηθείας στην άκρα δεξιά της Ευρώπης, εις βάρος άλλων πολιτικών, πιο κεντρώων, όπως στην περίπτωση της Μέρκελ και της Μέι. Οι ΗΠΑ του Τραμπ αγαπούν ιδιαίτερα τους λαϊκιστές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αλλά και τους λαϊκιστές στην Ιταλία και την Αυστρία. Πρόκειται για μια αλλαγή πολιτικής εκ μέρους των ΗΠΑ, αλλαγή ευαισθησίας και κατεύθυνσης.
Ο αμερικανός πρόεδρος δεν συμπαθεί επίσης το ΝΑΤΟ και το δείχνει. Ακόμη και η ιδέα της «Συμμαχίας» του είναι εντελώς ξένη. Εκείνος προτιμά να διαπραγματεύεται («dealer») από θέση ισχύος με (όπως τις ονειρεύεται) διασπασμένες χώρες της Ευρώπης, παρά με πυλώνες όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Το γεγονός ότι αυτές οι συμμαχίες βασίζονται στην αρχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι εντελώς αδιάφορο στον 44ο αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να δείχνει την προτίμησή του για τις «μη φιλελεύθερες δημοκρατίες» και για «ισχυρούς πολιτικούς». Και αυτή η ιδέα δείχνει μια αλλαγή κατεύθυνσης των ΗΠΑ.
Αυτή η ρητορική του Τραμπ εναντίον του ΝΑΤΟ και εναντίον της ΕΕ δεν γίνεται τυχαία, έχει μια λειτουργία στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Την Τρίτη 6 Νοεμβρίου η Αμερική έχει εκλογές βουλευτικές, όπως γίνεται στα μέσα της θητείας του προέδρου.
Ο Τραμπ ετοιμάζει ήδη έναν δημαγωγικό λόγο ο οποίος έχει πέραση στο εκλογικό του σώμα: εν ολίγοις τους λέει ότι αν δεν έχουν λεφτά για να στείλουν τα παιδιά τους στα πανεπιστήμια και στα ιδιωτικά σχολεία είναι γιατί πληρώνουν πολύ ακριβά για την ευρωπαϊκή άμυνα. Με τέτοια επιχειρήματα και με μηνύματα κατά των μεταναστών, ο Τραμπ ελπίζει να μπετονάρει το εκλογικό του σώμα. Θα προσθέσει σε αυτά το επιχείρημα ότι η Αμερική μπορεί να μην είναι πια κυρίαρχη στον οικονομικό και τεχνολογικό τομέα, αλλά γι'αυτό φταίει η Κίνα η οποία έχει στόχο να ζημιώσει τις ΗΠΑ. Αυτό το απλοϊκό και λαϊκιστικό κοκτέηλ δημαγωγίας θα είναι ο προεκλογικός λόγος του Ντόναλντ Τραμπ.
Πολλοί διερωτώνται αν η αλλαγή κατεύθυνσης των ΗΠΑ οφείλεται αποκλειστικά στην προσωπικότητα του Τραμπ ή αν πρόκειται για μια βαθειά αλλαγή της αμερικανικής κοινωνίας. Ολοι ζούμε ημέρες απομονωτισμού και προστατευτισμού στον τομέα του εμπορίου και των διπλωματικών σχέσεων. Μια νέα διπλωματική σκηνή γεννιέται, με νέες δυνάμεις, όπως η Κίνα, η Τουρκία, η Βραζιλία και η Ινδία, και οι ΗΠΑ αναθεωρούν τις συμμαχίες τους αλλά και την στρατηγική που είχαν μετά το 1945.