Οι μεγάλες εταιρείες της εγχώριας οικονομίας αναγνωρίζουν τη σημαντικότητα της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) και φαίνεται ότι την κατατάσσουν αρκετά ψηλά στις επιχειρηματικές δράσεις τους.
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από έρευνα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης σε επιχιερήσεις που πραγματοποίησε η ICAP.
Αναλυτικότερα, η ΕΚΕ θεωρείται «πολύ» ή «πάρα πολύ» σημαντική στο 89% των επιχειρήσεων του δείγματος, ποσοστό αυξημένο κατά 5% σε σχέση την περυσινή έρευνα.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι μεγάλες εταιρείες θεωρούν ότι η ΕΚΕ δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό από το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων (ανεξαρτήτως μεγέθους).
Ειδικότερα, σε ερώτηση για τον βαθμό υιοθέτησης των δράσεων ΕΚΕ από τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο ποσοστό των εταιρειών του δείγματος (66%) θεωρεί ότι ο βαθμός διείσδυσης/εφαρμογής πρακτικών ΕΚΕ στην παρούσα φάση κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα και μόλις το 4% του δείγματος θεωρεί ότι η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη εφαρμόζεται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό από τις εγχώριες επιχειρήσεις.
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης, προκειμένου η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη να εφαρμοστεί αφενός σε μεγαλύτερο ποσοστό εταιρειών, αφετέρου σε ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων.
Ως οι κυριότεροι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην υλοποίηση πρακτικών ΕΚΕ αναδείχθηκαν η τρέχουσα οικονομική συγκυρία και το οικονομικό κόστος, που κατέλαβαν τις πρώτες θέσεις στην αξιολόγηση των εταιρειών του δείγματος, με 22% και 20% αντίστοιχα, όπως άλλωστε και στην περυσινή έρευνα. Ακολουθεί η έλλειψη κινήτρων με 18% και η ελλιπής ενημέρωση των πολιτών για την έννοια της ΕΚΕ με 15%.
Τα κυριότερα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας της ICAP συνοψίζονται στα εξής:
- Δύο στις τρεις εταιρείες του δείγματος (66%) θεωρεί ότι ο βαθμός εφαρμογής των πρακτικών ΕΚΕ από το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα.
- Οι ενέργειες των εταιρειών που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό καλύπτουν το μεγαλύτερο μερίδιο (39% το 2018) στο συνολικό προϋπολογισμό τους για δράσεις ΕΚΕ.
- Η πλειοψηφία των εταιρειών (62%) δαπανά έως 200.000 ευρώ σε ετήσια βάση, το 24% των επιχειρήσεων δαπανά από 200.000 ευρώ έως 1.000.000 ευρώ, ενώ το 14% των επιχειρήσεων δαπανά από 1.000.000 ευρώ έως και 5.000.000 ευρώ.
- Ορισμένες από τις κυριότερες πρακτικές ΕΚΕ που εφαρμόζονται σε «πολύ» ή «πάρα πολύ» σημαντικό βαθμό από τις εταιρείες του δείγματος είναι οι εξής: α) Η παροχή ίσων ευκαιριών προς όλους τους εργαζομένους (89%), β) η εφαρμογή συστήματος διαχείρισης-διασφάλισης ποιότητας των προϊόντων (85%) και γ) η παροχή δυνατοτήτων εκπαίδευσης ή βελτίωσης των δεξιοτήτων του προσωπικού (84%).
- Η ενίσχυση και προστασία της εταιρικής εικόνας και η συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο αξιολογήθηκε από το 90% και το 86%, αντίστοιχα, των εταιρειών του δείγματος ως «πολύ» ή «πάρα πολύ» σημαντικό όφελος που επιφέρουν οι δράσεις ΕΚΕ.
- Τέλος, η τρέχουσα οικονομική συγκυρία με ποσοστό 22% και το οικονομικό κόστος με 20% θεωρούνται οι κυριότεροι ανασταλτικοί παράγοντες υλοποίησης ΕΚΕ από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Συμπερασματικά, οι μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις προβαίνουν σε δράσεις Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ), καθώς αυτές συνήθως έχουν την οικονομική επιφάνεια να προβληθούν σε δαπανηρά μέσα επικοινωνίας μεγάλης απήχησης, όπως είναι η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τα έντυπα μέσα ή ακόμα και να «τρέξουν» μεγάλες καμπάνιες ηλεκτρονικής προώθησης σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η ΕΚΕ δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται απλά ως ένα πρόσθετο κόστος από τις επιχειρήσεις, αλλά ως επένδυση με συγκεκριμένους στόχους, μετρήσιμα αποτελέσματα και οφέλη, που αφορούν τόσο την ίδια την επιχείρηση, όσο και το κοινωνικό σύνολο.
Ως εκ τούτου, κρίσιμα σημεία θεωρούνται η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και των καταναλωτών, η εκπαίδευση των στελεχών των επιχειρήσεων και η υιοθέτηση κατάλληλων πρωτοβουλιών και στρατηγικών από την πλευρά τής πολιτείας, που θα ενθαρρύνουν μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης των βέλτιστων πρακτικών ΕΚΕ.