Ο Γιάννης Μακριδάκης έκανε πράξη αυτό που κατά καιρούς λέμε: «Να τα παρατήσω όλα και να φύγω». Κι έφυγε, αλλά δεν τα παράτησε όλα. Επέστρεψε στη γενέτειρά του τη Χίο, συνεχίζει να γράφει και μαζί ανέπτυξε έναν λογοτεχνικό μικρόκοσμο -δίπλα στη φύση και τις καλλιέργειές του.
«Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι την ατμόσφαιρα της γειτονιάς, τη θάλασσα, τα καλοκαιρινά παιχνίδια, την ξεγνοισιά αλλά και την σκληρή δουλειά στα εφηβικά μου χρόνια, άλλη εποχή. Δούλευα εργάτης στα βυρσοδεψεία τα καλοκαίρια. Από εκεί κρατάω μια σκληρή αλλά και μια γλυκιά ανάμνηση. Δεν ανήκω στις γενιές που υπέφεραν. Οι γονείς μας είχαν τη δουλειά τους, εισοδήματα. Μεγαλώσαμε με κάποιες ανέσεις αλλά χωρίς τίποτα δεδομένο. Επρεπε να ιδρώσουμε για να δούμε πως βγαίνει η ζωή.
Δεν με καθορίζει τίποτα άλλο εκτός από τη χαοτική διάσταση του οικοσυστήματος, την οποία και ψάχνω. Οταν ήμουν μικρός ήμουν μέσα στη βάρκα με τον πατέρα μου στα ψαρέματα. Μετά πήγα και σπούδασα μαθηματικός. Μου άρεσε πολύ. Οταν απέκτησα μια κάποια μαθηματική παιδεία και λογική άρχισα να στρέφομαι σε άλλα ενδιαφέροντά μου, όπως το να μάθω τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, να δω τι συμβαίνει και τι συνέβαινε πριν από μένα, να μάθω την ιστορία και τους ανθρώπους. Κι έτσι ξεκίνησα να κάνω μια έρευνα μεγάλης διάρκειας, χωρίς στόχο, ενστικτωδώς, γιατί είχα περιέργεια να μάθω τι έχει συμβεί στο παρελθόν στον τόπο που πατάω και τι συμβαίνει τώρα...
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη του Γιάννη Μακριδάκη στη Μυρτώ Λοβέρδου, στο Bovary.gr