Ο Β. ο γιος της φίλης μου της Μ, ήταν πάντα το καμάρι της μάνας του. Λαμπρό μυαλό, επιμελής, μεθοδικός, οργανωτικός, πρώτος μαθητής-εδώ και χρόνια, προορίζεται για δικηγόρος, ώστε να αναλάβει κάποτε το «οικογενειακό» γραφείο.
Προπαραμονές της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των Πανελληνίων, ο Β. αποκάλυψε στην Μ. πως, εν ολίγοις, σκοτίστηκε αν θα περάσει ή όχι στο Νομική -το δικό του όνειρό είναι να γίνει chef.
Αυτή η συγκινητική εξομολόγηση, υπήρξε, όπως είναι λογικό, η αφορμή για έναν τεράστιο καυγά, που ολοκληρώθηκε όταν η Μ. κοπάνησε μια πόρτα φωνάζοντας πως δεν καταλαβαίνει γιατί ο γιος της θα χαραμίσει τα προσόντα του, για να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του μέσα σε μια κουζίνα. Από τότε, οι δυό τους δε μιλιούνται.
Για να πω την αλήθεια δεν θυμάμαι πια τι ήθελα να γίνω, μεγαλώνοντας -νομίζω πως στα έξι ήθελα να γίνω στυλίστρια κι έραβα κάτι απαίσια κουκλόρουχα, με αποτέλεσμα να βρίσκει πάντα η μάνα μου στα ρετάλια που ήθελε να κάνει ταγιέρ μια τεράστια τρύπα.
Στην πέμπτη Δημοτικού άλλαξα αιφνιδίως κατεύθυνση – στις εκθέσεις μου, έγραφα πως «θέλω να γίνω διπλωμάτης, χειρουργός ή αλεξιπτωτίστρια». Εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε πως έγινα περίπου και τα τρία....
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο Bovary.gr