Με κέρδη που υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 24 δισ. ευρώ τον χρόνο, εισαγωγές από τρεις ηπείρους, μεγάλη εσωτερική παραγωγή, αλλά και εξαγωγές σε διάφορες χώρες, η «αγορά ναρκωτικών» στην Ευρώπη φαίνεται να διανύει μια ιδιαίτερα... «δυναμική» φάση.
Όπως αναφέρεται σε έκθεση της Europol (Δεκέμβριος 2017), η αγορά ναρκωτικών παραμένει η μεγαλύτερη εγκληματική αγορά στην ΕΕ. Περισσότερο από το ένα τρίτο των εγκληματικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ εμπλέκονται στην παραγωγή ή διακίνηση διαφόρων τύπων ναρκωτικών.
Από αυτά, το μεγαλύτερο μερίδιο αντιστοιχεί στην κάνναβη (38%), και ακολουθούν η ηρωίνη (28%) και η κοκαΐνη (24%). Τα τεράστια κέρδη που προκύπτουν από το εμπόριο ναρκωτικών χρηματοδοτούν διάφορες άλλες δραστηριότητες που επιτρέπουν στις εγκληματικές ομάδες να ευημερούν και να αναπτύσσονται σε βάρος της υγείας και της ασφάλειας των πολιτών της ΕΕ.
Εξάλλου, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή έκθεση για τα ναρκωτικά, που συνέταξε φέτος (2018) το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας της ΕΕ, σε παγκόσμιο επίπεδο, η ευρωπαϊκή αγορά ναρκωτικών συντηρείται τόσο από την εγχώρια παραγωγή όσο και από ναρκωτικά που διακινούνται λαθραία από άλλες περιοχές του κόσμου.
Η Λατινική Αμερική, η Δυτική Ασία και η Βόρεια Αφρική αποτελούν σημαντικές πηγές προέλευσης των ναρκωτικών που εισέρχονται στην Ευρώπη, ενώ η Κίνα είναι πηγή προέλευσης νέων ψυχοδραστικών ουσιών. Πέραν αυτού, η Ευρώπη διαδραματίζει ρόλο διαμετακομιστικού κέντρου για κάποια ναρκωτικά και κάποιες πρόδρομες ουσίες που προορίζονται για άλλες ηπείρους. Αποτελεί επίσης τόπο παραγωγής κάνναβης και συνθετικών ναρκωτικών.
Η παραγόμενη κάνναβη προορίζεται κυρίως για εγχώρια κατανάλωση, ενώ μέρος των παραγόμενων συνθετικών ναρκωτικών εξάγεται σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Μεγάλες αγορές κάνναβης, ηρωίνης και αμφεταμινών υπάρχουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες από τη δεκαετία του 1970 ή του 1980. Με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκαν και άλλες ουσίες, όπως η MDMA (ecstasy) και η κοκαΐνη τη δεκαετία του 1990. Η ευρωπαϊκή αγορά ναρκωτικών συνεχίζει να εξελίσσεται, καθώς την τελευταία δεκαετία εμφανίστηκε ευρύ φάσμα νέων ψυχοδραστικών ουσιών.
Στις πρόσφατες αλλαγές της αγοράς παράνομων ουσιών, που σχετίζονται κυρίως με την παγκοσμιοποίηση και τη νέα τεχνολογία, συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η καινοτομία στην παραγωγή και στις μεθόδους διακίνησης ναρκωτικών και η καθιέρωση νέων οδών διακίνησης.
Χρήστες ναρκωτικών
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περισσότεροι από 92 εκατ. ενήλικες, ή ελαφρώς πάνω από ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους ηλικίας 15- 64 ετών, εκτιμάται ότι έχει κάνει χρήση παράνομης ουσίας κατά τη διάρκεια της ζωής του. Δοκιμή χρήσης ουσιών αναφέρεται πιο συχνά από άνδρες (56 εκατ.) παρά από γυναίκες (36,3 εκατ.).
Εκτιμάται, επίσης, ότι 18,9 εκατ. νέοι (ηλικίας 15-34 ετών) έκαναν χρήση ναρκωτικών τον τελευταίο χρόνο, με τον αριθμό των ανδρών να είναι διπλάσιος εκείνου των γυναικών.
Θάνατοι από υπερβολική δόση
Οι περισσότερες μελέτες σε πληθυσμούς προβληματικών χρηστών διαπιστώνουν συνολικά ποσοστά θνησιμότητας της τάξης του 1% έως 2% ετησίως. Γενικά, όπως σημειώνεται στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας της ΕΕ, οι χρήστες οπιοειδών στην Ευρώπη διατρέχουν από πενταπλάσιο έως δεκαπλάσιο κίνδυνο θνησιμότητας από τους συνομηλίκους τους του ιδίου φύλου.
Η αυξημένη θνησιμότητα των χρηστών οπιοειδών συνδέεται πρωτίστως με τη λήψη υπερβολικής δόσης, αλλά σημαντικό ρόλο παίζουν και άλλα αίτια που συνδέονται εμμέσως με τη χρήση ναρκωτικών, όπως λοιμώξεις, ατυχήματα, βία και αυτοκτονίες. Οι θάνατοι από οπιοειδή (κυρίως ηρωίνη) αντιπροσωπεύουν 78% του συνόλου.
Περισσότερα από τα ¾ των θυμάτων από υπερβολική δόση είναι άνδρες (79%). Συνολικά το 2016, 7.929 θάνατοι στην ΕΕ αποδίδονται στα ναρκωτικά. Έναν χρόνο πριν, το 2015, είχαν πεθάνει 8.441 άτομα και αυτό αποτελούσε αύξηση 6% από το 2014. Το Ηνωμένο Βασίλειο (34%) και η Γερμανία (15%) αντιπροσωπεύουν από κοινού σχεδόν το ήμισυ του συνόλου των θανάτων. Η μέση ηλικία θανάτου είναι τα 39 έτη τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Υπολογίζεται ότι 1,3 εκατ. χρήστες ναρκωτικών παρακολούθησαν θεραπευτικά προγράμματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2016.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ