Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2019-2022 ανοίγει τον δημόσιο διάλογο για το δημοσιονομικό τοπίο που διαμορφώνεται στη μετα-μνημονιακή εποχή, σημειώνει ο ΣΕΒ στην εβδομαδιαία ανάλυσή του.
Βασική παράμετρος δημοσιονομικών εξελίξεων παραμένει η στόχευση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και η μείωσή του κοντά σε 2% του ΑΕΠ από το 2023 και μετά. Οι στόχοι αυτοί κρατούν σε χαμηλό επίπεδο τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, κοντά στο 2% μεσοσταθμικά, ενώ όλοι μας, και πρωτίστως οι δανειστές και η κυβέρνηση θα έπρεπε να στοχεύουμε σε μια αλματώδη ανάπτυξη της τάξης τουλάχιστον του 4% ετησίως.
Η ανάγκη για «τετραγωνισμό του κύκλου», που προκύπτει από την απροθυμία των εταίρων μας να προχωρήσουν σε μια πιο γενναία ελάφρυνση του χρέους και της κυβέρνησης να υιοθετήσει μια πιο φιλοεπιχειρηματική πολιτική, δημιουργεί ένα δημοσιονομικό και φορολογικό παράδοξο που κρατά ψηλά τους φόρους και εντέλει αποτρέπει τη δυναμική αύξηση του ΑΕΠ.
Μείωση συντάξεων και αφορολόγητου
Οι στόχοι του ΜΠΔΣ επιτυγχάνονται κυρίως με τη μείωση συντάξεων και την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών ύψους €3 δισ. το 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου (αύξηση εσόδων) ύψους €1,9 δισ. το 2020. Ταυτόχρονα έχουν νομοθετηθεί εξισορροπητικές παρεμβάσεις (αντίμετρα), όπως η αύξηση των δαπανών κατά €1,2 δισ. από το 2019 και η μείωση φόρων ύψους €2,0 δισ. από το 2020.
Ως αποτέλεσμα αυτού του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου εκτιμάται ότι θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος, δηλαδή υπερπλεόνασμα, που σωρευτικά ανέρχεται σε €3,2 δισ. το 2022, και που αξιοποιείται σε περαιτέρω μείωση φόρων και αύξηση παροχών την περίοδο μέχρι το 2022.
Υπενθυμίζεται ότι τα αντίμετρα τελούσαν (και ακόμη τελούν) υπό την αίρεση ότι θα επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ, που φαίνεται ότι ήδη επιτυγχάνονται στη βάση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων 2017-2018.
Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει την Ελληνική οικονομία με ένα αυτοκίνητο που καλείται να κάνει την απόσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη με λιγότερα καύσιμα και αυξημένα διόδια, μέρος των οποίων πιθανόν να επιστραφούν όταν φτάσει στον προορισμό του. Είναι προφανές ότι το σχήμα αυτό δεν έχει λογική για τις επιχειρήσεις, τονίζει ο ΣΕΒ.
Σημειώνεται ότι η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και η μείωση του αφορολόγητου είναι σημαντικές διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις. Αφενός, διότι έτσι αντιμετωπίζονται τα αυξανόμενα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος στο μέλλον λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού.
Ανάγκη επέκτασης φορολογικής βάσης
Αφετέρου, διότι έτσι καλύπτεται η ανάγκη επέκτασης της φορολογικής βάσης, ώστε να διαμοιράζεται το φορολογικό βάρος σε περισσότερους φορολογούμενους (να πληρώνουν όλοι από λίγα και όχι λίγοι από πολλά) αλλά και να ανταμείβεται και η συμμετοχή των ατόμων υψηλών δεξιοτήτων και προσόντων στην αγορά εργασίας, δεδομένης και της ανεπαρκούς προόδου που συντελείται στον τομέα πάταξης της φοροδιαφυγής.
Σε κάθε περίπτωση, χωρίς μέτρα, αντίμετρα και υπεραποδόσεις, το μεσοπρόθεσμο προβλέπει στη διάρκεια της περιόδου πρωτογενές πλεόνασμα κατά μέσο όρο 2,9 π.μ. του ΑΕΠ. Αυτό καταδεικνύει τη δημοσιονομική ισορροπία που έχει επιτευχθεί ήδη με τα ισχύοντα μέτρα, πριν τεθούν σε εφαρμογή οι περικοπές συντάξεων και η μείωση του αφορολογήτου. Γι’ αυτό και επιμένουμε ότι η αφαίμαξη που υφίσταται η πραγματική οικονομία για να επιτευχθούν τα υπερπλεονάσματα θα πρέπει αν μη τι άλλο να αξιοποιηθεί προς όφελος του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας.
Για παράδειγμα, σημειώνει ο ΣΕΒ, θα μπορούσε να εξετασθεί:
(α) σημαντική μείωση του μη μισθολογικού κόστους σε επίπεδο ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών ώστε να ενισχυθούν πραγματικά η απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, και
(β) μεγαλύτερη φορολογική ελάφρυνση της ελληνικής οικογένειας, ώστε να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Η βασική υπόθεση στην οποία στηρίζεται το μεσοπρόθεσμο είναι, πρώτον, ότι ο προϋπολογισμός παράγει σε μόνιμη βάση ήδη από σήμερα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ (δηλαδή ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν οφείλεται σε μη λογιστικοποίηση υποχρεώσεων ή σε μη επαναλαμβανόμενα φορολογικά έσοδα) και, δεύτερον, ότι οι ροές εσόδων και δαπανών είναι βιώσιμες, δηλαδή μπορεί να διατηρηθούν grosso modo στα ίδια επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ χωρίς να προκαλούν αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα (π.χ. ΕΝΦΙΑ, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, υπερφορολόγηση εργασίας και εταιρικών κερδών, κ.ο.κ.), και στην ποσότητα και ποιότητα της παροχής δημοσίων αγαθών στην κοινωνία (π.χ. δαπάνες υγείας, παιδείας, δημοσίων επενδύσεων, κ.ο.κ.).
Οι παρενέργειες των πλεονασμάτων
Τα πλεονάσματα αυτά, όμως, έχουν ήδη δημιουργήσει παρενέργειες. Η υπερφορολόγηση και η υπερπροοδευτικότητα των φορολογικών συντελεστών προκαλούν στρεβλώσεις κατανομής πόρων και υποτιμημένα επίπεδα συλλογής εσόδων, καθώς οδηγούν την οικονομική δραστηριότητα σε χαμηλότερα επίπεδα (χαμηλές επενδύσεις, χαμηλή απασχόληση), στην παρανομία (αδήλωτη εργασία, φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο), και στο εξωτερικό (brain drain, οικονομική μετανάστευση επιχειρήσεων).
Οι τάσεις αυτές μπορούν να ανατραπούν με προσεκτικές και σταδιακές μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικών συντελεστών και μείωση της υπερπροοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος, όχι γιατί έτσι ωφελούνται οι πλούσιοι, το κεφάλαιο κ.λπ., αλλά γιατί έτσι εξυπηρετείται η αξιοκρατία και αμείβεται η επιχειρηματική επιτυχία και η επαγγελματική προσπάθεια, ενώ δημιουργούνται και περισσότεροι πόροι για αποταμίευση και επενδύσεις.