Μία απόφαση του Αρείου Πάγου, πριν από εννέα χρόνια, ήρθε στο φως, με αφορμή τα όσα συμφώνησαν ο Αλέξης Τσίπρας με τον Ζόραν Ζάεφ, για την επίλυση του ονοματολογικού.
Το ανώτατο δικαστήριο είχε κρίνει ότι «δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος και κατά συνέπεια μακεδονικός πολιτισμός και μακεδονική γλώσσα», αποκαλύπτει ο «Ελεύθερος Τύπος».
Ολα είχαν ξεκινήσει το 2003 όταν ένα Σωματείο στη Δυτική Μακεδονία θέλησε να αναγνωριστεί (απαιτείται δικαστική απόφαση). Το Πρωτοδικείο απέρριψε την αίτηση εγγραφής του. Υπέβαλε έφεση και το Εφετείο την απέρριψε, διότι έκρινε ότι ο σκοπός του υπό αναγνώριση Σωματείου «αντίκειται προς τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, αφού θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Ελληνικού Κράτους» και «προκαλεί σύγχυση τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς, στα Κράτη και στους λοιπούς φορείς, με τους οποίους θα συναλλαχθεί αυτό, καθώς και ότι η αναγνώριση του Σωματείου προσκρούει στην ανάγκη ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών της περιοχής και κατ’ επέκταση της γαλήνης της χώρας». Επειτα ασκήθηκε αναίρεση, την οποία και απέρριψε, τελικά, ο Αρειος Πάγος το 2009, επικυρώνοντας την απόφαση του Εφετείου.
Σημειώνεται ότι στη σύνθεση του Αρείου Πάγου, ως εισηγήτρια, μετείχε τότε και η Βασιλική Θάνου, η οποία ανέλαβε τη θέση του νομικού συμβούλου του πρωθυπουργού.
Τα βασικά σημεία της απόφασης την οποία επικύρωσε ο Αρειος Πάγος, όπως τα δημοσίευσε ο «Ελεύθερος Τύπος»:
Η απόφαση εκκινεί με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το κράτος των Σκοπίων (FYROM), εξαιτίας της αυθαίρετης και ιστορικά ατεκμηρίωτης αξιώσεως του τελευταίου να αναγνωρισθεί διεθνώς ως κράτος με το όνομα «Μακεδονία» και στη συνέχεια, προκειμένου να αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια ως προς το σφετερισμό του ονόματος της Μακεδονίας από το νεοσυσταθέν κράτος των Σκοπίων (FYROM), το οποίο επιχειρεί να αποκτήσει εθνική ταυτότητα με όνομα που αποτελεί ιστορική, πολιτιστική και εθνική κληρονομιά της Ελλάδας, επισημαίνει συνοπτικά τα ακόλουθα ιστορικά δεδομένα:
– O όρος Μακεδονία, από αρχαιοτάτων χρόνων, είναι όρος ιστορικός και γεωγραφικός και όχι εθνολογικός. Οι Μακεδόνες δεν είναι, ούτε υπήρξαν κατά το πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν, ιδιαίτερος εθνολογικός σχηματισμός. Απλώς, ως Μακεδόνες ονομάζονται ανέκαθεν οι κάτοικοι της γνωστής από την αρχαιότητα περιοχής της ελληνικής Μακεδονίας, όπως αντίστοιχα ονομάζονται Θράκες οι κάτοικοι της Θράκης, Θεσσαλοί οι κάτοικοι της Θεσσαλίας κ.ο.κ., χωρίς να υπάρχει αντίστοιχα θρακική ή θεσσαλική εθνικότητα. Επομένως, Μακεδόνες κατά την εθνικότητα δεν υπάρχουν και ούτε μπορούν να «δημιουργηθούν», στο πλαίσιο του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας.
– Ως Ελληνες, οι αρχαίοι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν την ίδια με τους Ελληνες της νομίμου Ελλάδας γλώσσα, πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τον ίδιο (ελληνικό) πολιτισμό. Ο αρχαίος ΕΕλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης υπήρξε δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ευρήματα της Βεργίνας αποτελούν σταθμούς της παγκόσμιας Ιστορίας και στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού που αποδεικνύουν την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Αντίθετα, οι Σλάβοι, δηλαδή τα διάφορα σλαβικά φύλα που εμφανίσθηκαν στην περιοχή των Βαλκανίων, βορείως της Μακεδονίας, κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Ελληνες Μακεδόνες.
– Λόγω της ελευθέρας διακίνησης των πληθυσμών, κατά τους χρόνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ιδίως στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, Βούλγαροι, σλαβόφωνοι, που είχαν σλαβική εθνική συνείδηση. Μετά την οριστικοποίηση των συνόρων, κατά τα προεκτεθέντα, οι περισσότεροι απ’ αυτούς διασκορπίσθηκαν στην περιοχή των Σκοπίων ή μετανάστευσαν σε διάφορα κράτη.
– Οι ολίγοι εναπομείναντες στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στους Νομούς Φλώρινας και Εδεσσας εδήλωσαν ελληνική εθνικότητα και έτσι από την εποχή εκείνη έπαυσε να υπάρχει θέμα σλαβικής μειονότητας. Πριν από το 1944 «Μακεδονία» ως σλαβικό κράτος και «μακεδονικό έθνος» ως ιδιαίτερη εθνότητα ήταν έννοιες παντελώς άγνωστες. Εως τότε, οι κάτοικοι της περιοχής των Σκοπίων δεν είχαν ούτε σερβική ούτε βουλγαρική, παρά τα φιλοβουλγαρικά αισθήματα των περισσότερων κατοίκων της, και πολύ περισσότερο δεν είχαν «μακεδονική» εθνική συνείδηση. Την τελευταία, τους έπεισε να την αποκτήσουν ο Τίτο, προκειμένου να αποκολλήσει τους Σκοπιανούς από το άρμα των Βουλγάρων, έχοντας ως απώτερο σκοπό τη σύσταση ενιαίου μακεδονικού κράτους, υπό σλαβικό μανδύα, και την έξοδο της χώρας του στο Αιγαίο.
– Ουδείς πολιτισμένος λαός μπορεί να ανεχθεί την πλαστογράφηση της Ιστορίας του. Στην προσπάθεια αυτή των Σκοπίων που άρχισε μετά τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, αφότου το κράτος των Σκοπίων απέκτησε οντότητα, το έτος 1991, εντάσσεται η διάδοση ιδεών από διάφορους εθνικιστές μετανάστες, οι οποίοι, μέσω οργανώσεων και σωματείων, που δρουν κυρίως στο εξωτερικό (Αυστραλία, Καναδά, ΗΠΑ), με ομιλίες, συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις πολιτιστικές κ.λπ. παραπληροφορούν το κοινό, δημιουργώντας εσφαλμένες περί υπάρξεως «μακεδονικού» έθνους και πολιτισμού, «μακεδονικής» γλώσσας και συνείδησης. Παράλληλα, καλλιεργούν και την ιδέα του «αλυτρωτισμού», όπως προεκτέθηκε, επιχειρώντας να δημιουργήσουν αποσχιστικές τάσεις, θέτοντας και το ανύπαρκτο θέμα της λεγόμενης «μακεδονικής μειονότητας» που ζει στην Ελλάδα.
– Η απόφαση καταλήγει αναφέροντας πως, σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν, δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος και, κατά συνέπεια, μακεδονικός πολιτισμός και μακεδονική γλώσσα «MAKEDONCKI». Ούτε φυσικά υφίσταται στην Ελλάδα «μακεδονική μειονότητα». Είναι αυτονόητο ότι ένα μωσαϊκό εθνοτήτων δεν μπορεί, σε εξήντα χρόνια, να αποκτήσει εθνολογική οντότητα, στηριζόμενο σε χαλκευμένα ιστορικά στοιχεία.