Με κοντό λουρί θέλουν να κρατήσουν δεμένη την Ελλάδα οι πιστωτές της μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου, αμφιβάλλοντας κατά πόσο πλησιάζει πράγματι στο τέλος του το «ελληνικό δράμα», λέει το Politico.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε άρθρο του με τίτλο «Οι πιστωτές της Ελλάδας προωθούν την έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης μόνον κατ’ όνομα»: «Για την Ελλάδα η επικείμενη έξοδος από το πρόγραμμα διάσωσης είναι μια ευκαιρία να αποτινάξει επιτέλους το ζυγό της λιτότητας. Οι πιστωτές της έχουν άλλη γνώμη.... Αξιωματούχοι της λεγόμενης τρόικα -Κομισιόν, ΕΚΤ και ΔΝΤ- κάνουν ό,τι μπορούν για να διασφαλίσουν ότι οι χειροπέδες θα παραμείνουν. Αν και όλοι τους συμφωνούν ότι ήρθε η ώρα για τον επίσημο τερματισμό του προγράμματος διάσωσης, δεν είναι τόσο πρόθυμοι να παραχωρήσουν στην Ελλάδα την πλήρη ελευθερία που έδωσαν σε άλλες χώρες, που πέρασαν από παρόμοια διαδικασία. “Όταν χρωστάς ένα εκατομμύριο ευρώ σε μια τράπεζα είναι δικό σου το πρόβλημα , αλλά όταν χρωστάς ένα δισεκατομμύριο ευρώ είναι πρόβλημα της τράπεζας”, είπε αξιωματούχος υπουργείου Οικονομικών χώρας της ευρωζώνης. “Μας χρωστούν πάνω από 200 δισ. ευρώ, άρα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τι θα συμβεί στην Ελλάδα”».
Το Politico επισημαίνει ότι οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης έχουν αποφασίσει ήδη ότι η Αθήνα θα υπόκειται σε αυστηρότερους ελέγχους σε σύγκριση με Κύπρο, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία, οι οποίες περνούν από έλεγχο δυο φορές το χρόνο, ενώ στην Αθήνα τα κλιμάκια θα έρχονται τέσσερις φορές ετησίως.
«Όπως και στις άλλες χώρες οι επισκέψεις από την Κομισιόν θα συνεχιστούν μέχρις ότου η Ελλάδα έχει αποπληρώσει το 75% των περίπου 230 δισ. ευρώ που οφείλει στους πιστωτές της ευρωζώνης, ενώ ο ESM θα συνεχίσει τους ελέγχους μέχρι να εξοφληθεί και το τελευταίο ευρώ. “Θα είναι κοντό το λουρί”, είπε άλλος αξιωματούχος της ευρωζώνης. «Θυμηθείτε ότι έχουν πολύ χρέος [να ξεπληρώσουν]”.
Η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει τα επόμενα δύο χρόνια τις αυξήσεις φόρων και τις μειώσεις των συντάξεων που συμφώνησε στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το πρόγραμμα διάσωσης. Επίσης έχει συμφωνήσει σε στόχο ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% έναντι του ΑΕΠ για την επόμενη πενταετία και μετά για 2% μέχρι το 2060. »
Σύμφωνα με το ηλεκτρονικό περιοδικό διπλωμάτες της ευρωζώνης είναι ανένδοτοι ότι οι σκληρές απαιτήσεις από την Αθήνα δικαιολογούνται μετά από χρόνια πολιτικών κρίσεων και αθετημένων υποσχέσεων και θα ήθελαν να είναι ακόμη αυστηρότεροι οι περιορισμοί.
«...Είναι επιφυλακτικοί ότι θα μπορούσαν να προκύψουν κι άλλα ελληνικά δράματα είτε από τη νυν ή κάποια μελλοντική κυβέρνηση, η οποία , όπως φοβούνται, θα μπει στον πειρασμό να διαλύσει όλα όσα έχουν επιτευχθεί τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Ο επικεφαλής του EMΣ Kλάους Ρέγκλινγκ έχει εκφράσει ανησυχίες κεκλεισμένων των θυρών ότι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν στη διάρκεια του προγράμματος θα καταργηθούν με τη λήξη του. “Η Ελλάδα θα αποζητήσει όσο το δυνατόν περισσότερη ανεξαρτησία [με την έξοδο]”, είπε άλλος διπλωμάτης της ευρωζώνης. “[Αλλά] αν τους απορρίψουν οι αγορές, θα ξαναμπούν σε πρόγραμμα”».
Το Politico αναφέρει ότι η ελληνική κυβέρνηση ενόψει των εκλογών θέλει να εμφανίσει τη λήξη του προγράμματος ως πλήρη αποδέσμευση από τους πιστωτές κι έχει ήδη απορρίψει τις εκκλήσεις του Μάριο Ντράγκι για προληπτική πιστωτική γραμμή, που θα συνοδευόταν από όρους, σύμφωνα με τον ΕΜΣ.
Η ελάφρυνση του χρέους
Υπενθυμίζει δε ότι Γαλλία και Ιταλία έχουν προτείνει το χρέος να μειώνεται αυτόματα όταν η οικονομία της αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, αλλά αυτό έχει προκαλέσει φόβους σε άλλα μέλη της ευρωζώνης ότι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις ίσως θελήσουν εσκεμμένα να σαμποτάρουν την οικονομία της χώρας για να μειωθεί το βουνό του χρέους.
«Ενώ η Ιταλία, η Γαλλία και το ΔΝΤ δείχνουν έτοιμες να αποδεχθούν αυτή τη μορφή ελάφρυνσης χρέους χωρίς όρους, Γερμανία, Φινλανδία και Ολλανδία επιμένουν να αποδεχθεί η Αθήνα μέτρα που διασφαλίσουν ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει σε τροχιά ανάπτυξης. “Χρειάζεται κάτι για να σταματήσει τους Έλληνες από το να επιστρέψουν στις παλιές συνήθειες”, είπε ένας τρίτος αξιωματούχος της ευρωζώνης. “Πρέπει να μείνουν προσηλωμένοι στις μεταρρυθμίσεις τους”».