Τους κοιτούσα έτσι όπως κατέβαιναν τα σκαλιά στα σοκάκια της Πλάκας: Εκείνη, άβαφη, χαλαρή, με ένα αέρινο απλό φόρεμα και σανδάλια, που φαίνονταν σαν καινούργια -σίγουρα θα τα είχε αγοράσει από τα πάμπολλα μαγαζιά της περιοχής.
Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλλά έμοιαζαν λιτά, ανεπιτήδευτα προσεγμένα. Θα΄ταν γύρω στα είκοσι τρία. Εκείνος, με μια χαλαρή βερμούδα, ελαφρά αξύριστος, με αθλητικά παπούτσια κι ένα απλό Τ-Shirt. Συνομήλικός της, άντε να΄ταν είκοσι πέντε...
Πάντα αγκαλιασμένοι, κοιτούσαν δεξιά και αριστερά, χάζευαν βιτρίνες και σουβενίρ, διάβαζαν καταλόγους από εστιατόρια με «souvlakia + mousaka». Πέρασαν έξω από το Σινέ-Παρί και στάθηκαν λίγο, εντυπωσιασμένοι από την προοπτική ενός κινηματογράφου «κάτω απ΄τ΄άστρα, με θέα την Ακρόπολη»...
Ολα σχεδόν πάνω τους έμοιαζαν βγαλμένα από μια άλλη εποχή, ενώ, την ίδια στιγμή, οι δυο τους δεν απείχαν καθόλου από το σήμερα.
Διαβάστε την συνέχεια στο bovary.gr