Ηγουμενίτσα: Μια μικρή κοινωνία στον αιώνα της κρίσης και της μετανάστευσης - iefimerida.gr

Ηγουμενίτσα: Μια μικρή κοινωνία στον αιώνα της κρίσης και της μετανάστευσης

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

Μόλις δύο μήνες πριν, ο Γιάννης Μπαμπούλιας έγραφε στην iefimerida για την κατάσταση που επικρατεί στην Ηγουμενίτσα με το θέμα των μεταναστών, ο καταυλισμός των οποίων ισοπεδώθηκε σήμερα σε επιχείρηση της αστυνομίας.

Πριν μερικά χρόνια δόθηκε στην κυκλοφορία το κομμάτι της Εγνατίας οδού από Ιωάννινα για Ηγουμενίτσα. Οι δύο ώρες που χρειαζόμασταν με την οικογένειά μου για να φτάσουμε στο κάμπινγκ όπου συνηθίζαμε να περνάμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές έγιναν λίγο παραπάνω από σαράντα πέντε λεπτά.Πλέον πηγαίναμε πιο συχνά. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, η προ κρίσης ευφορία είχε αρχίσει να φαίνεται στα εξοχικά που ξεφυτρώνανε στα Σύβοτα και σε άλλες περιοχές γύρω από την πόλη της Ηγουμενίτσας. Πανάκριβα γιοτ αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στα μικρότερα λιμάνια της περιοχής που άρχισε να σφύζει από ζωή και να τη μαθαίνουν όλο περισσότερο και οι ξένοι που αγνοούσαν ως τότε τα παράλια της δυτικής Ελλάδας και περιορίζονταν στα νησιά του Ιονίου. Το λιμάνι της Ηγουμενίτσας ήταν από τότε ένα πολύ δυνατό χαρτί για την τοπική οικονομία, τον τουρισμό και το εμπόριο, αλλά έφτασε η ώρα που έγινε και η κατάρα της. Τα καθημερινά δρομολόγια που κάποτε φέρνανε λεφτά και ευφορία στους ντόπιους. Τώρα όμως οι ντόπιοι φωνάζουν ότι δεν τα θέλουν πια και ότι τους καταστρέψανε. Η περιοχή έχει χωριστεί. Από τη μία έχεις τα Σύβοτα και άλλες παρόμοιες περιοχές γύρω από το λιμάνι, που τείνουν να γίνουν η Μύκονος της βορειοδυτικής Ελλάδας, και από την άλλη το λιμάνι που σιγά σιγά μετατρέπεται σε φαβέλα. Όταν έφτασε και στα αυτιά μου πριν περίπου ένα χρόνο ότι η Ηγουμενίτσα αντιμετωπίζει παρόμοιο πρόβλημα με την Πάτρα με τους λαθρομετανάστες, υπέθεσα ότι ήταν υπερβολές. Η Ηγουμενίτσα ειναι μια μικρή πόλη, περιτριγυρισμένη απο βουνά. Δεν υπάρχει πολύς χώρος, ούτε εγκατελελειμμένα βιομηχανικά κτίρια για να στεγάσουν τόσο κόσμο. Επίσης, η κοινωνία δεν είναι συνηθισμένη να δέχεται ξένους. Φτάνοντας έξω από την πόλη, αυτή που θυμόμουν από τα παιδικά μου χρόνια, δεν είδα να έχει αλλάξει τίποτα στα περίχωρα. Τα ίδια βουνά, τα ίδια εξοχικά απλώνονταν σκόρπια στο τοπίο. Για λίγο νόμισα ότι όλα ήταν υπερβολές. Έπειτα, μπαίνοντας στην πόλη, άλλαξα γνώμη αμέσως. Το πρώτο πράγμα που βλέπεις είναι ο λόφος που βρίσκεται πάνω από τη νότια πλευρά του λιμανιού. Καταπράσινος, καλυμμένος με δέντρα. Και, πλέον, καλυμμένος και με μια ιδιότυπη φαβέλα. Παράγκες ξεκινάνε λίγο πιο πάνω απο τους πρόποδες και φτάνουν στην κορυφή. Αλλά μόνο απο τη μία πλευρά, «μόνο από κει που μπορούν να δουν αν έχουν έρθει μεγάλα πλοία για Ιταλία» μου επιβεβαίωσε ο φύλακας στην πύλη του λιμανιού. Περπατάω κατά μήκος του παραλιακού δρόμου. Όταν τελείωσα το Λύκειο, η σχολή που είχα περάσει ήταν εδώ, αλλά δεν παρακολούθησα ποτέ. Θυμάμαι τώρα το γιατί. Και τότε αδιάφορη και άσχημη πόλη. Τώρα αρχίζει να μυρίζει και εγκατάλειψη όμως. Δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες στο δρόμο πιο πέρα από την πύλη, και όσο απομακρύνομαι γίνονται λιγότεροι. Στο νότιο τέρμα του λιμανιού, ακόμη και στις καφετέριες κάθονται μέσα, παρά τον ήλιο και τη ζέστη. Μόνο παρέες μεταναστών κάθονται και παρατηρούν με τις ώρες, στημένοι στα κάγκελα γύρω από το λιμάνι, μακριά απο τους φρουρούς της πύλης. Ψάχνουν ευκαιρία να πηδήξουν το φράχτη, να αφήσουν πίσω τους την Ελλάδα. Αστυνομικοί, λίγα μέτρα πιο πίσω, περιμένουν και αυτοί μέσα στα περιπολικά. Γύρω στο πάρκινγκ του λιμανιού, τα εγκατελελειμμένα αυτοκίνητα που υπάρχουν εκεί χρόνια τώρα, σπασμένα και σκουριασμένα, έχουν γίνει δωμάτια και κρεβάτια, αλλά κανείς δεν μένει εκεί τη μέρα, μου λένε οι αστυνομικοί. Η ίδια η πόλη έχει μοιραστεί στα δύο. Στο δρόμο μπροστά από το λιμάνι, δρόμο μικρότερο από ένα χιλιόμετρο, μέτρησα δέκα περιπολικά. Και είναι έντεκα το πρωί. Η είσοδος στα βόρεια, από την οποία μπαινοβγαίνεις στο λιμάνι, φυλάσσεται από τέσσερα. Εκεί δεν κινείται φύλλο, μόνο οι πρώτοι τουρίστες της σεζόν ανυποψίαστοι, κάνουν οτοστόπ. Πεντακόσια μέτρα πιο κάτω, μια άλλη πόλη. Αφγανιστάν, Ιράκ, Σομαλία, Αλγερία, Ιράν, Ερυθραία. Χωρισμένοι σε «γειτονιές», γύρω στους εξακόσιους μετανάστες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, πιο κοντά στους χίλιους λένε οι κάτοικοι (σε μια πόλη με λιγότερους από δεκαπέντε χιλιάδες μόνιμους κάτοικους), έχουν μοιράσει τη γη, τα άδεια αγροκτήματα, τους σκουπιδοτενεκέδες στους οποίους βρίσκει φαγητό ο καθένας. Η εθνικότητα τούς χωρίζει από τους μόνιμους κάτοικους αλλά και μεταξύ τους. Όταν έρχεται το βράδυ, και βγαίνουν και ψάχνουν φαγητό στα σκουπίδια (ή αρπάζουν φαγητό και σουβλάκια από τα τραπέζια όσων τυχαίνει να κάθονται έξω από κάποια ταβέρνα, όπως μου είπε ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου της περιοχής) όσοι τη μέρα είναι κρυμμένοι, οι διαφορές τους γίνονται πιο εμφανείς. Αλγερινοί συγκρούστηκαν με Σομαλούς πριν μερικές βδομάδες για τον έλεγχο κάποιων «καλών» σκουπιδοτενεκέδων. Το ίδιο είχε συμβεί και για τα «ορμητήρια» προς το λιμάνι πιο πριν. Ειδικότερα η κοινότητα των Σομαλών είναι σε απομόνωση, καθώς οι υπόλοιποι μετανάστες τους θεωρούν φασαριόζους και επικίνδυνους, ειδικά όταν πίνουν, και δικαιολογημένα, αφού έχουν φτάσει (μεθυσμένοι) να πετάνε πέτρες και καδρόνια σε διερχόμενα αυτοκίνητα στο τούνελ της εξόδου προς την Εγνατία, που είναι και η περιοχή τους. Ο βιασμός ενός 11χρονου Αφγανού απο Ιρακινούς έφερε κι άλλες αιματηρές συγκρούσεις αλλά και φαινόμενα αυτοδικίας. Οι ντόπιοι απλά παρακολουθούσαν, τρομοκρατημένοι. Ακόμη και η παροχή βοήθειας γίνεται δύσκολη εξαιτίας αυτής της διαίρεσης, όπως έχω μάθει από διάφορες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται εκεί αλλά και στην Πάτρα. Και κάποια στιγμή αυτό το καζάνι ρατσισμού, εθνικών και θρησκευτικών διαφορών, υποσιτισμού και προβλημάτων υγείας που συσσωρεύεται, θα σκάσει. Εντωμεταξύ, στο μυαλό των κατοίκων, η κασέτα της ξενοφοβίας έχει αρχίσει αναπόφευκτα να παίζει. Όπως συνέβη και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, άνθρωποι που είχαν δεχτεί ψύχραιμα το προηγούμενο κύμα μεταναστών από τα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη πριν δύο δεκαετίες αλλά και άνθρωποι που είναι οι ίδιοι μετανάστες, βλέπουν με ανησυχία το πρόβλημα να διογκώνεται. Ο ρατσισμός βάζει τους σπόρους του. Κατηγορούν την κυβέρνηση, τους αριστερούς, τον Παπανδρέου. Ζητάνε λύσεις. Κάποιοι πιστεύουν ότι η λύση βρίσκεται στις ακροδεξιές πολιτικές του ΛΑΟΣ, κάποιοι λένε ότι είναι υποχρέωσή τους να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους που στην τελική δεν φταίνε για το ότι αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Κάποιοι απαγορεύουν την είσοδό τους στα σουπερ-μάρκετ τους, ενώ άλλοι, ακόμη πιο ακραίοι, τους πυροβολούν. Η πορεία διαμαρτυρίας και το κλείσιμο του λιμανιού που διοργανώσανε οι ίδιοι στις 13 Μαρτίου θα επαναληφθεί τώρα που πέρασε το Πάσχα. Και δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος αν θα γίνουν πιο έντονες οι αντιδράσεις, και, αν γίνουν, προς ποιους θα κατευθυνθούν. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η μικρή πόλη στην άκρη της δυτικής Ελλάδας βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα που δημιούργησαν δεκαετίες κερδοσκοπικών πολιτικών εκ μέρους των ΗΠΑ και της Ευρώπης και καλείται να το λύσει όπως μπορεί, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Είναι μια πόλη που ζει κυρίως απο ό,τι βγαίνει το καλοκαίρι, που υπάρχει αυξημένη τουριστική κίνηση, και τα όσα συμβαίνουν αναμένεται να τη ρίξουν πολύ. Πόσο θα αντέξει αυτή, και οποιαδήποτε άλλη πόλη αντιμετωπίζει τα ίδια, πριν υποκύψει και πεθάνει υπό το βάρος ενός προβλήματος που δεν έχει την ικανότητα να λύσει μόνη της; Και πώς θα μπορέσει μια κυβέρνηση χρεοκοπημένη ηθικά και οικονομικά να τη βοηθήσει; Η πρώτη ερώτηση που πρέπει να γίνει, βέβαια, είναι το αν νοιάζεται κανείς να βοηθήσει. Φεύγω από την πόλη γύρω στις δύο ώρες αργότερα, σαστισμένος με όσα είδα και άκουσα. Οι συγκρίσεις με τα όσα θυμάμαι από όταν ήμουν πιτσιρίκι δεν αφήνουν και πολλές αμφιβολίες. Άλλες δεκαέξι χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα έχουν αφεθεί λίγο-πολύ στην τύχη τους. Μια αφορμή θα βρεθεί και η ξενοφοβία θα γίνει βία, στην Ηγουμενίτσα, στην Πάτρα, στη Θεσσαλονίκη, στην Ομόνοια και στο Μεταξουργείο, στην Αγία Βαρβάρα και όπου αλλού υπάρχει το ίδιο πρόβλημα. Και τότε θα ‘ναι λίγο αργά, νομίζω, για οποιαδήποτε λύση. Μισή ώρα αργότερα βρίσκομαι στα Σύβοτα, στο εξοχικό ενός οικογενειακού φίλου, συνταξιούχου του ΟΤΕ. Ησυχία, φαγητό, τσίπουρο. Κανένα ίχνος των όσων συμβαίνουν λίγο πιο κάτω.Αναπόφευκτα σκέφτομαι «καλώς ήρθες, λοιπόν, Ελλάδα και Ευρώπη της περιφραγμένης (πλούσιας) κοινότητας και της φαβέλας παραδίπλα. Των εχόντων και των μη. Αλλά για πόσο ακόμη θα σε κρατάνε ζωντανή οι φράχτες, οι αστυνομικοί και η πλουτοκρατία σου;»

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ