Ο βιτριολικός σούπερ ήρωας Deadpool επιστρέφει δριμύτερος στους κινηματογράφους.
Η σπουδαία Ανιές Ζανουί επανέρχεται με μια χαριτωμένη κομεντί για την κρίση της μέσης ηλικίας και ο Μαρκ Ντουγκέν με ένα στιλάτο δράμα εποχής μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια από τις λιγότερο γνωστές ιστορίες της ευρωπαϊκής μοναρχίας του 18ου αιώνα.
Βασιλικοί Γάμοι (L'Échange des Princesses)
Σκηνοθεσία: Μαρκ Ντουγκέν
Παίζουν: Λαμπέρ Γουιλσόν, Αναμαρία Βαρτολομέι, Ολιβιέ Γκουρμέ, Κατρίν Μουσέτ
To 1721, o Φίλιππος της Ορλεάνης, Αντιβασιλέας της Γαλλίας, έχει μια τολμηρή ιδέα. Ο εντεκάχρονος Λουδοβίκος ΙΕ' πρόκειται να στεφθεί βασιλιάς και μια «πριγκιπική ανταλλαγή» θα επέτρεπε στη χώρα να διασφαλίσει την ειρήνη με την Ισπανία μετά από μακροχρόνιο πόλεμο, ο οποίος έπληξε οικονομικά και τα δύο βασίλεια. Ο Αντιβασιλέας λοιπόν προτείνει να παντρευτεί ο διάδοχος του Ισπανικού θρόνου την κόρη του, Δεσποινίδα του Μονπενσιέ, και σε αντάλλαγμα ο Λουδοβίκος ΙΕ' να κάνει σύζυγό του την τετράχρονη πριγκίπισσα της Ισπανίας. Έτσι, οι μικροί μελλόνυμφοι θα γίνουν, παρά τη θέλησή τους, πιόνια στα παιχνίδια εξουσίας των ενηλίκων.
Ο Μαρκ Ντουγκέν βασίζεται στο βιβλίο της Σαντάλ Τομά, με την οποία συνυπογράφουν και το σενάριο, και αφηγείται ένα όχι και τόσο γνωστό περιστατικό από την ευρωπαϊκή ιστορία, καταγράφοντας με στυλ τα βρώμικα παιχνίδια της εξουσίας.
Το 1721 και τα δύο βασίλεια της Ισπανίας και της Γαλλίας έχουν πλέον κουραστεί από τους συνεχείς πολέμους, ο Φίλιππος της Ορλεάνης προτείνει μια τολμηρή ανταλλαγή που θα επιφέρει την ειρήνη. Έτσι η μόλις τεσσάρων ετών πριγκίπισσα της Ισπανίας αναγκάζεται να αποχωριστεί την οικογένειά της για να παντρευτεί τον Λουδοβίκο ΙΕ, ενώ αντίστοιχα η νεαρή δεσποινίδα του Μονπεσιέ μεταβαίνει στην Ισπανία ως μέλλουσα νύφη του διαδόχου του ισπανικού θρόνου.
Ο Νουγκέν επιλέγει μια προσωποκεντρική αφήγηση της ιστορίας μέσα από τα βλέμματα των τεσσάρων παιδιών που παρά τη θέλησή τους γίνονται θύματα πολιτικών παιχνιδιών, υποχρεώνονται να συμπεριφέρονται ως ενήλικες και σηκώνουν στις πλάτες τους την τύχη της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, με εικαστική διάθεση, που θυμίζει πίνακες της περιόδου, στήνει εξαιρετικές «χορογραφίες» της Αυλής, που κυκλώνει απειλητικά τους πρωταγωνιστές του.
Χωρίς πολλούς διαλόγους, αλλά με μια άρτια αναπαράσταση της εποχής και μια υπέροχη διεύθυνση φωτογραφίας δημιουργεί πυκνές σκηνές που απαιτούν υποκριτική δεξιοτεχνία και οδηγεί τους μικρούς ηθοποιούς σε μεστές ερμηνείες , περιγράφοντας ταυτόχρονα το γελοίο αλλά και το τραγικό της όλης κατάστασης, σατιρίζοντας την εξουσία και αντιμετωπίζοντας τρυφερά τον άνθρωπο που συνθλίβεται από αυτήν.
50 Φορές Άνοιξη (Aurore – Fifty Springtimes)
Σκηνοθεσία: Μπλαντίν Λενουάρ
Παίζουν: Ανιές Ζαουί
Η πενηντάχρονη Ορόρ Ταμπόρ, έχοντας αποφασίσει να χωρίσει από τον σύζυγό της, χάνει τη δουλειά της και ταυτόχρονα μαθαίνει ότι θα γίνει γιαγιά. Νιώθει ότι η ζωή της βρίσκεται σε ένα τέλμα και ότι σιγά σιγά περιθωριοποιείται. Αλλά όταν ξανασυναντά τυχαία τον έρωτα των νεανικών της χρόνων, κάτι αρχίζει να αλλάζει.
H Μπλαντίν Λενουάρ υπογράφει μια ρομαντική κομεντί που σηματοδοτεί την επιστροφή της σπουδαίας ηθοποιού και σκηνοθέτιδας Ανιές Ζαουί, η οποία συνεργάστηκε και στο σενάριο της ταινίας, στη μεγάλη οθόνη.
Η Ορόρ, μια μεσήλικη γυναίκα και μητέρα δύο κοριτσιών, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής της, όταν χάνει τη δουλειά της και μαθαίνει ότι πρόκειται να γίνει γιαγιά, ενώ ταυτόχρονα μπαίνει στην εμμηνόπαυση. Ενώ όλα γύρω της αλλάζουν κι εκείνη
Η Λενουάρ επιλέγει ως κεντρική ηρωίδα μια γυναίκα στα πενήντα της, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο σε ανάλογες ταινίες, και της δίνει το δικαίωμα με ευαισθησία και χιούμορ να υπάρξει και να ερωτευτεί, πάρα τις προκαταλήψεις και τα στεγανά.
Αξιοποιώντας τις λεπτομέρειες της ζωής της στην επαρχία αλλά και τον κόσμο των γυναικών που βλέπουν το σώμα τους να αλλάζει και μαζί τη ζωή τους να αναποδογυρίζει, η Λενουάρ αναρωτιέται για το αν τελικά η επιθυμία για τον έρωτα έχει ημερομηνία λήξης και με αισιοδοξία αλλά ταυτόχρονα με ειλικρίνεια καταγράφει πώς το κοινωνικό σύνολο αντιμετωπίζει τη γυναίκα σήμερα μετά από κάποια ηλικία.
Αν και η Ορόρ της δεν είναι το πρότυπο της χειραφετημένης γυναίκας, βρίσκει αλληλεγγύη και παρηγοριά μέσα από τη συναναστροφή της με άλλες γυναίκες που βρίσκονται στη θέση της κι έτσι η γαλλίδα σκηνοθέτης ανατρέποντας τη στερεοτυπική εικόνα που έχουν οι άνδρες σχετικά με τη γυναικεία φιλία δημιουργεί μια γενναία θηλυκή ομάδα- οι δεύτεροι ρόλοι είναι ιδιαιτέρως καλογραμμένοι- κι ακολουθώντας τη συνταγή των ρομαντικών κομεντί φτιάχνει μια χαριτωμένη και ανάλαφρη ταινία, δίνοντας στην Ανιές Ζαουί την ευκαιρία να ερμηνεύσει έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της.
Η Τελευταία Σημαία (Last Flag Flying)
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ
Παίζουν: Μπράιαν Κράνστον, Στιβ Καρέλ, Λόρενς Φίσμπερν
Το 2003, τριάντα χρόνια αφότου υπηρέτησαν μαζί στην ίδια μονάδα στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο πρώην γιατρός του Ναυτικού Σώματος, Λάρι «Ντοκ» Σέφερντ, επανενώνεται με τους πρώην πεζοναύτες Σαλ Νίλον και Ρίτσαρντ Μούλερ, προκειμένου να φέρουν εις πέρας μία «περίεργη» αποστολή. Στην πραγματικότητα ο Λάρι ζητάει τη βοήθεια και τη στήριξη των παλιών του συμπολεμιστών, προκειμένου να θάψει τον μονάκριβο γιο του, έναν πεζοναύτη που λίγες μέρες πριν έχασε τη ζωή του στο Ιράκ, όπου υπηρετούσε τη θητεία του.
Ο Ντοκ αποφασίζει να μην θαφτεί ο γιος του - με τιμές ήρωα - στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Άρλινγκτον. Αντιθέτως, παίρνει το φέρετρο έχοντας ως σκοπό να το μεταφέρει με τη βοήθεια των παλιών του φίλων στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Ένα γλυκόπικρο road movie του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ που πραγματεύεται το τραύμα, αλλά όχι και τις αιτίες του πολέμου.
Βασισμένο στο βιβλίο του Ντάριλ Πόνικσαν, που με έναν τρόπο αποτελεί sequel του « The Last detail» στο οποίο στηρίχτηκε η ταινία « Το τελευταίο απόσπασμα» του 1973 – τότε με τον Τζακ Νίκολσον στον κεντρικό ρόλο- , ο Λινκλέιτερ ξεκινάει από μια καλή πρώτη ιδέα, όμως σταδιακά η έλλειψη πλοκής δημιουργεί πρόβλημα στον ρυθμό της ταινίας, ενώ η παντελής απουσία πολιτικού σχολιασμού σχετικά με την πραγματική αιτία δυο σημαντικών πολέμων καταλήγουν σε ένα μελοδραματικό και άνευρο φινάλε.
Εδώ λοιπόν ένας καλός οικογενειάρχης και βετεράνος του Βιετνάμ, ο Ντοκ, τριάντα χρόνια μετά κι ενώ πενθεί τον χαμό του γιου του στον πόλεμο του Ιράκ, βρίσκει δυο παλιούς του
συμπολεμιστές, τον αλκοολικό και μηδενιστή Σαλ και τον πάστορα Ρίτσαρντ Μούλερ, και τους ζητάει να τον συνοδεύσουν στην ταφή του παιδιού του. Σε αυτό το οδοιπορικό, ο πόνος της απώλειας, οι μνήμες του παρελθόντος και η δύναμη μιας ισχυρής τελικά φιλίας, θα τους οδηγήσει να συνειδητοποιήσουν αλλά και να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι ο πόλεμος συνεχίζει να διαμορφώνει τη ζωή τους.
Τρεις διαφορετικοί ήρωες που αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές ιδεολογίες, μοιράζονται όμως την ίδια απέχθεια για το γεγονός του πολέμου, αγνοώντας σχεδόν τι τον προκαλεί, συναντιούνται κάτω από κωμικοτραγικές συνθήκες και συνομιλούν.
Οι καλογραμμένοι διάλογοι του Λινκλέιτερ και του Ντάριλ Πόνικσαν, που συνυπογράφει το σενάριο, μαζί με τις μεστές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών, κρατούν ως ένα σημείο το ενδιαφέρον του θεατή. Όμως από τα μέσα και μετά οι συχνές επαναλήψεις και οι ατέρμονες συζητήσεις που δεν καταλήγουν πουθενά και δεν υπονοούν τίποτα περισσότερο από όσα λέγονται αρχίζουν να κουράζουν. Ευτυχώς ο Στιβ Καρελ, ο Λόρενς Φίσμπερν και κυρίως ο Μπράιαν Κράνστον έχουν καλή χημεία και με την ενέργειά τους χαρίζουν καλές στιγμές σε μια ταινία όπου πολλά λέγονται, αλλά στην ουσία ελάχιστα διακυβεύονται.
Deadpool 2
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιτς
Παίζουν: Ράιαν Ρέινολντς, Μορένα Μπακαρίν, Τζος Μπρόλιν, Μπριάνα Χίλντεμπραντ
Όταν ένας σουπερ-στρατιώτης αναλαμβάνει μια αποστολή δολοφονίας, ο Deadpool αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις αξίες του για τη φιλία, την οικογένεια και του τι σημαίνει να είσαι ήρωας. Όμως θα συνειδητοποιήσει ότι πολλές φορές για να κάνεις το σωστό πρέπει να πολεμήσεις βρώμικα.
Ο πιο κυνικός και αθυρόστομος ήρωας της Marvel, που αναστάτωσε πριν διετίας το box office, επιστρέφει με μια δεύτερη ταινία, που παρά τα κάποια εύστοχα κωμικά της σημεία, συχνά καταφεύγει σε χοντροκομμένα και κακόγουστα αστεία.
Μετά από μια σχεδόν θανάσιμη επίθεση από αγελάδες, ένας παραμορφωμένος ιδιοκτήτης καφετέριας , ο Γουέιντ Ουίλσον, αγωνίζεται να εκπληρώσει το όνειρό του να γίνει ο πιο καυτός μπάρμαν. To μόνο του πρόβλημα είναι πως έχει χάσει την αίσθηση της γεύσης. Ενώ λοιπόν προσπαθεί να ξαναβρεί την όρεξη για ζωή – αλλά και μια χρονομηχανή –ο Γουέιντ θα παλέψει με νίντζα, με την ιαπωνική μαφία Γιακούζα, με ένα τσούρμο σκυλιά, αλλά και με όποιον του σταθεί εμπόδιο. Πρώην πράκτορας των Ειδικών Δυνάμεων και νυν μισθοφόρος που έμαθε ότι πάσχει από ανίατη ασθένεια, ο Deadpool ζει με το παραμορφωμένο του πρόσωπο και το βάρος της προσωπικής του τραγωδίας. Με το σαρκαστικό του χιούμορ συγκεντρώνει γύρω του ένα μάτσο επίσης ανεκδιήγητους τύπους, εκ των οποίων μόνο η τυχερή Ντόμινο μοιάζει να διαθέτει κάποια προσόντα, για να αντιμετωπίσουν ένα πανίσχυρο στρατιώτη από το μέλλον, που ζητάει εκδίκηση.
O Ντέιβιντ Λιτς, («John Wick» και «Atomic Blonde») , που αυτή που έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία, είναι άσσος στις ταινίες δράσης και προκειμένου να επιβεβαιώσει τη φήμη του, φορτώνει τη ταινία με περισσότερα stunts, αλλά και σκηνές ωμής βίας, ακόμα κι ακρωτηριασμών, χρησιμοποιώντας γνωστούς χαρακτήρες όπως τον Κολοσσό, αλλά και νέα πρόσωπα, αξιοποιώντας στο έπακρο το πιο δυνατό χαρτί του «Deadpool» , δηλαδή το κωμικό στοιχείο και το προκλητικό χιούμορ.
Τα κωμικά γκανγκ δίνουν και παίρνουν και κάποιες πετυχημένες ατάκες θα σας διασκεδάσουν, συχνά όμως η πλάκα ξεπερνάει τα όρια και εύκολα ξεφεύγει από τα πλαίσια του politically correct, ενώ η προσπάθεια εξισορρόπησης
δραματικών στιγμών μέσα σε ένα κλίμα τέτοιου χαβαλέ πέφτει κυριολεκτικά στο κενό.
Το Ταλέντο (Le Brio)
Σκηνοθεσία: Ιβάν Ατάλ
Παίζουν: Ντανιέλ Οτέιγ, Καμέλια Τζορντάνα
Μετά από ένα περιστατικό, ένας λαμπρός καθηγητής, γνωστός για τις εκρήξεις του, αναγκάζεται να προετοιμάσει τη μαθήτρια που αδίκησε για έναν διαγωνισμό ρητορικής.
Ο Ιβάν Ατάλ σκηνοθετεί μια καλοπαιγμένη δραμεντί με τον Ντάνιελ Οτέιγ ( υποψήφιος για Σεζάρ) και την τραγουδίστρια Καμέλια Τζορντάνα στους ρόλους δασκάλου- μαθήτριας.
Η Νεïλά ζει σε ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Παρισιού κι ονειρεύεται να γίνει δικηγόρος. Την πρώτη της μέρα στο πανεπιστήμιο έρχεται σε σύγκρουση με τον κυνικό καθηγητή Πιέρ Μαζάρ, ο οποίος αναγκάζεται για να μην κατηγορηθεί ως ρατσιστής να την προετοιμάσει για έναν διαγωνισμό ρητορικής. Μέσα από τα μαθήματα, οι δυο τους έρχονται σε επαφή με διαφορετικές αντιλήψεις και καλούνται να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους, ενώ αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση.
Ο Ατάλ, χρησιμοποιώντας τις στρατηγικές της ρητορικής που ο καθηγητής μαθαίνει στη νεαρή του μαθήτρια του ουσιαστικά επιχειρεί να αποδείξει ότι το κάθε νόμισμα έχει πολλές πλευρές- περισσότερες από δυο- και καταγράφει με λεπτό χιούμορ αλλά και αφηγηματικές ευκολίες τις πολλαπλές εκφάνσεις του ρατσισμού στην καθημερινότητά μας.
Ταυτόχρονα χρησιμοποιώντας ως βασικό του άξονα τη σχέση μαθητή και δασκάλου χωρίς καμία ερωτική απόχρωση, πράμα που σπανίως έχουμε δει στο γαλλικό σινεμά, υπονοεί ότι η κάθε πλευρά μπορεί δυνάμει να διδαχτεί από την αντίθετή της, αν κι όσο αφορά στις προσωπικές ζωές των κεντρικών του ηρώων δεν αποφεύγει τα κλισέ.
Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να κρατάει τις ισορροπίες, χωρίς να πέφτει στην παγίδα του διδακτισμού ή της καλοσυνάτης αντιμετώπισης των αδυνάτων, όμως τελικά υπακούοντας στους νόμους των κομεντί οδηγείται σε ένα εντελώς αναμενόμενο φινάλε, όπου όλα ξεπερνιούνται, μόνο όταν η Νεïλά αποφασίζει να ενταχθεί και να υιοθετήσει πλήρως τις τακτικές που προηγουμένως καταδίκαζε και την έκαναν να ασφυκτιά.
Μια πικρή μεν αλήθεια, την οποία όμως ο Ατάλ παρουσιάζει με τη χρυσόσκονη ενός ικανοποιητικού για τα γούστα του ευρωπαίου θεατή happy end, γεγονός που του στερεί πόντους από το τελικό αποτέλεσμα.
Παρ’ όλα αυτά ο Ντανιέλ Οτέιγ με χιούμορ ενσαρκώνει τον σαρκασμό αλλά και την εσωτερική σύγκρουση του καθηγητή, ενώ η Καμέλια Τζορντάνα ακτινοβολεί με τη θετική της ενέργεια, χαρίζοντας μας με τις ερμηνείες τους χαριτωμένες στιγμές.
Too Much Info Clouding Over My Head
Σκηνοθεσία: Βασίλης Χριστοφιλάκης
Παίζουν: Κίττυ Παϊταζόγλου, Βασίλης Χριστοφιλάκης, Νικολίτσα Ντρίζη, Ζήσης Ρούμπος, Ελένη Ουζουνίδου, Ελίνα Ριζου, Λένα Δροσάκη, Aλκηστις Πουλοπούλου, Κωνσταντίνα Μιχαήλ, Νίκος Μαγδαληνός
Ένας φιλόδοξος τριαντάρης σκηνοθέτης, γεμάτος ψυχαναγκασμούς και σε υπαρξιακή κρίση, μπαίνει σε περιπέτειες, προσπαθώντας να μαζέψει χρήματα για μια ταινία που δεν θέλει να κάνει.
Ο Βασίλης Χριστοφιλάκης με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο σατιρίζει την εγχώρια show- biz και καταγράφει το αδιέξοδο της γενιάς του, αποσπώντας το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) για την Καλύτερη Ελληνική Ταινία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το βραβείο Κέντρου Κινηματογράφου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και βραβείο της ΕΡΤ «New Cinema».
Με ειλικρίνεια και χιούμορ, αν και με αρκετές αυτοβιογραφικές αναφορές, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία ενός κινηματογραφιστή στην Ελλάδα της κρίσης, που προσπαθώντας να κάνει μια ταινία έρχεται αντιμέτωπος με ανίδεους παραγωγούς ψωνισμένους σταρ, αλλά και το ίδιο του το περιβάλλον. Χωρίς μεμψιμοιρία μεν, αλλά με μια διάθεση αυτοσαρκασμού, ο Χριστοφιλάκης αποτυπώνει την περιπέτεια ενός καλλιτέχνη που παλεύει μέσα σε αντίξοες συνθήκες να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, σατιρίζοντας τα κακώς κείμενα του ελληνικού κινηματογράφου, χωρίς όμως να αποφεύγει την αυτοαναφορικότητα.
Η κινηματογράφησή του ακολουθεί την αισθητική ενός DIY φιλμ, πράγμα που από τη μία ταιριάζει στον κεντρικό ήρωά του, από την άλλη όμως δίνει στο όλο εγχείρημα μια ερασιτεχνική προχειρότητα. Δεν λείπουν όμως οι χαριτωμένες αναφορές στη δεκαετία του ’80- μέσα στην οποία ενηλικιώθηκε η γενιά που περιγράφει – αλλά και το αδιέξοδο ενός τριαντάρη στην Ελλάδα του σήμερα, που ζει με αυταπάτες και δεν μπορεί να ενηλικιωθεί, αν και απλοϊκά δοσμένο.
Η απενοχοποιημένη διάθεση του Χρστοφιλάκη και το αυτοσαρκαστικό του χιούμορ είναι στα συν, όμως η επιλογή του να πρωταγωνιστεί ο ίδιος του μειώνει την προσοχή από τη σκηνοθεσία, πράγμα θα ήταν καλύτερο αν είχε αποφύγει στην πρώτη του μεγάλου μήκους απόπειρα.
Εσύ Διαλέγεις (L' Embarras du Choix)
Σκηνοθεσία: Ερίκ Λαβέν
Παίζουν: Αλεξάντρα Λαμί, Τζέιμι Μπαμπέρ, Αρνό Ντικρέτ Τρέιλερ:
Μια γυναίκα μετά τα σαράντα και σε κρίση ηλικίας καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε δύο άνδρες και επιτέλους να μάθει να αντιμετωπίζει τα διλλήματα της ζωής.
Μια δροσερή κωμωδία από τους δημιουργούς του «Μαμά Γύρισα», ιδανική για θερινό σινεμά.
Καθημερινά όλοι καλούμαστε να κάνουμε 35.000 επιλογές για διάφορα πράγματα. Από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα. Η Τζουλιέτ όμως αδυνατεί να αποφασίσει για οτιδήποτε. Έχει μάθει να αποφασίζουν άλλοι για αυτήν, συνήθως ο πατέρας ή ο αδερφός της. Μέχρι που γνωρίζει δύο γοητευτικούς άνδρες, οπότε αυτή τη φορά θα πρέπει μόνη να επιλέξει ποιος είναι αυτός που αγαπάει πραγματικά.
Επαναπροβολή:
Οι τσιγγάνοι πεθαίνουν από αγάπη (Lautary, 1972)
Σκηνοθεσία: Εμίλ Λοτιάνου
Παίζουν: Σεργκέι Λούνκεβιτς, Γκαλίνα Βοντιάνσκαγια
Ένας νεαρός μουσικάντης, μεγάλος βιρτουόζος του βιολιού, περιπλανιέται με τη φυλή των Λαουτάρηδων σ' όλη τη Μολδαβία, ψάχνοντας μάταια να βρει την αγαπημένη του Λιάνκα, που την πάντρεψαν μ' έναν πλούσιο τσιγγάνο.
Η ταινία που έκανε παγκόσμια γνωστό τον Εμίλ Λοτιάνου (μαζί με το «Οι τσιγγάνοι ανεβαίνουν στον ουρανό») αποτελεί μια μουσική και λυρική διλογία πάνω στα ήθη, τα έθιμα και στους θρύλους των τσιγγάνων της Μολδαβίας, πατρίδας του σκηνοθέτη.
Η μουσική καθοδηγεί τον ρυθμό της αφήγησης, και την υποκριτική ηθοποιών (που είναι όλοι επαγγελματίες μουσικοί), ενώ τα χρώματα συμμετέχουν ενεργά σ' αυτό το παιχνίδι της υπερβολής, όπου ο Λοτιάνου χρωματίζει με μια απόλυτη ελευθερία κι αυθαιρεσία το εξωτερικό κι εσωτερικό τοπίο της ταινίας του.
Αναφερόμενος στη λατρεία των τσιγγάνων, ο ίδιος έχει δηλώσει: «Οι τσιγγάνοι είναι ο μόνος λαός που έχει για πατρίδα του ολόκληρη τη γη. Θρησκεία τους είναι η ατέρμονη περιπλάνηση. Λίκνισμά τους το τραγούδι. Τα παιχνίδια τους είναι οι ζαβολιές, οι απάτες κι οι κλοπές. Στη θέση του Ναού έχουν την Αγάπη.
Οι τσιγγάνοι είναι το τελευταίο δείγμα της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Ο συμβιβασμός στον έρωτα δεν γίνεται ποτέ αποδεκτός στους τσιγγάνους. Το παιχνίδι με τη γυναίκα είναι διαβολικό, γιατί είναι αδύνατον να το κερδίσεις. Οι τσιγγάνικες ιστορίες είναι παραμύθια για μεγάλους. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά στράφηκαν προς αυτούς συγγραφείς όπως ο Τολστόι, ο Πούσκιν, ο Μεριμέ, ο Λόρκα, ο Μαρκέζ και τόσοι άλλοι».