Το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» αποτελεί ένα πολεμικό πλοίο θρύλο για τη χώρα, καθώς συνδέθηκε για σχεδόν μισό αιώνα με την ιστορία και τα πεπρωμένα του έθνους και είναι ζήτημα εάν συναντάμε στην παγκόσμια ιστορία κάτι παρόμοιο.
Παρότι αναφέρεται ως θωρηκτό, είναι θωρακισμένο καταδρομικό, κλάσης ΠΙΖΑ, το οποίο ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία του Oρλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας την περίοδο 1908 - 1911, και εντάχθηκε στο τότε Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.
Το «Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1910 και παραδόθηκε στη χώρα μας στις 15 Μαΐου 1911. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στην Αγγλία, κατέπλευσε στο Φάληρο και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Αμέσως έγινε η ναυαρχίδα του απαρχαιωμένου ελληνικού στόλου.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη δαπάνησε 23.650.000 χρυσές δρχ. για την απόκτησή του. Τα 8.000.000 χρυσές δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης), στην οποία όριζε ότι το ποσό αυτό διατίθεται για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου που θα φέρει το όνομά του και θα χρησιμοποιείται ως Εκπαιδευτικό πλοίο και «Σχολή Ναυτικών Δοκίμων». Το υπόλοιπο ποσό (15.650.000 χρυσές δραχμές) καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου.
Το 10.200 τόνων θωρακισμένο εύδρομο (όπως ακριβέστερα περιγράφεται) είχε ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 γαλλικούς λέβητες, γερμανικές γεννήτριες και αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG. Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε ήταν 23 κόμβοι.
Η ναυαρχίδα του στόλου
Τον Οκτώβριο του 1912, με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, το «Γ.Αβέρωφ», επικεφαλής του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Κατέλαβε τη Λήμνο και στον όρμο του Μούδρου εγκαταστάθηκε το προχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η κατάληψη του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Η σύγκρουση με τον τουρκικό στόλο ήταν πλέον αναπόφευκτη και μετά τις συγκρούσεις ο οθωμανικός στόλος δεν θα επιχειρούσε πια νέα έξοδο στο Αιγαίο.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 αποτελούν αδιαμφισβήτητα την πλέον ένδοξη πολεμική περίοδο του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ». Με την έναρξη των εχθροπραξιών, τον Οκτώβριο του 1912, ο ελληνικός στόλος κλήθηκε να πετύχει έναν ιδιαίτερα δύσκολο συνδυασμό πολλαπλών στόχων: να εμποδίσει την έξοδο του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, να αποκτήσει την κυριότητα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, να εμποδίσει τη μεταφορά οθωμανικών στρατευμάτων και εφοδίων προς τα ηπειρωτικά μέτωπα των Βαλκανίων, καθώς και να προστατεύσει τις αντιστοιχείς θαλάσσιες μεταφορές της Ελλάδας και των συμμάχων της. Η επιτυχής έκβαση των ελληνικών επιτελικών σχεδιασμών ήταν αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων: των αυξημένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων που διέθετε το νεότευκτο θωρηκτό, της αναμφισβήτητης ηγετικής ικανότητας και τόλμης του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, όπως και του υψηλότατου ηθικού των ελληνικών πληρωμάτων όλου ανεξαιρέτως του ελληνικού στόλου. Η επιτυχής κατάληψη των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου και η κατίσχυση των ελληνικών όπλων στις Ναυμαχίες της Ελλης και την Λήμνου είχαν ως αποτέλεσμα ο «Γ. Αβέρωφ» να αποκτήσει διαστάσεις συμβόλου στη λαϊκή μνήμη: ένας μύθος είχε πια γεννηθεί.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπηρεσίες του ήταν ελάχιστες καθώς ο Τουρκικός Στόλος παρέμεινε κλεισμένος στα Δαρδανέλλια λόγω της ναυτικής υπεροχής των Συμμάχων.
Κατά τις επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία, η κύρια προσφορά του ήταν η μεταφορά στρατιωτών και η κάλυψη των αποβατικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Θράκη.
Το 1925 το θωρηκτό αναβαθμίστηκε στα ναυπηγεία Foregs et Chantiers, στην Τουλόν της Γαλλίας, για να ανταποκρίνεται στις καινούργιες απαιτήσεις. Έγινε αλλαγή λεβήτων και προβολέων, γενική επισκευή του σκάφους και των μηχανών με την οποία ανέκτησε την αρχική μέγιστη ταχύτητά του, αντικαταστάθηκε η ηλεκτρική εγκατάσταση, τοποθετήθηκαν αντιαεροπορικά πυροβόλα, εγκαταστάθηκε κατευθυντήρας διεύθυνσης βολής, αντικαταστάθηκε ο πρωραίος πολεμικός ιστός με άλλο ψηλότερο που έφερε εξαιρετική θωράκιση διεύθυνσης βολής κ.λπ. Το 1928 όλες οι εργασίες είχαν αποπερατωθεί και το πλοίο ήταν και πάλι επιχειρησιακά έτοιμο.
Το 1937. βρέθηκε πάλι στη Βρετανία, αυτή τη φορά για τις τελετές της στέψης του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ΄.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Απρίλιο του 1941, λόγω της παλαιότητάς του, το ΓΕΝ σχεδίαζε να το βυθίσει, αλλά το πλήρωμά του εξεγέρθηκε και με δική του πρωτοβουλία διέφυγε στην Αλεξάνδρεια. Ηταν ένα από τα λίγα ελληνικά πλοία που κατάφεραν να φτάσουν σώα στην Αλεξάνδρεια, καθώς τα περισσότερα βυθίστηκαν από τις επιδρομές γερμανικών αεροπλάνων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου το θωρηκτό έκανε περιπολίες στον Ινδικό Ωκεανό.
Το πλοίο αποσύρθηκε το 1952 και μέχρι το 1984 ήταν αγκυροβολημένο στον Πόρο.
Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να το μετατρέψει σε πλωτό μουσείο, Πλωτό Ναυτικό Μουσείο Θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», και το μετέφερε στο Φάληρο.
Εκεί βρίσκεται από τότε και τιμά με την παρουσία του το Ελληνικό Ναυτικό και την ναυτική κληρονομιά της Ελλάδος.
Ως «πλοίο εν ενεργεία», το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» στέκεται σήμερα αγέρωχο, φωτεινό σύμβολο της ελληνικής ναυτοσύνης και του πολεμικού ηρωισμού. Στην τελευταία του μάχη, αυτή της ιστορικής μνήμης, το «Γ. Αβέρωφ» βγήκε για άλλη μια φορά νικητής.
Με πληροφορίες averof.milm, sansimera, wikipedia
Φωτογραφίες: Eurokinissi -MotionTeam