Δεν πρόλαβε να ανακοινώσει την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και ο Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε νέες κυρώσεις στην Τεχεράνης.
Στο στόχαστρο του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών -σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα- μπήκαν έξι άτομα και τρεις εταιρείες, που χρηματοδοτούν, όπως λέει, την Δύναμης Κουντς των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης.
«Το ιρανικό καθεστώς και η κεντρική του τράπεζα έκαναν καταχρηστική πρόσβαση σε οντότητες στα ΗΑΕ για να αποκτήσουν δολάρια ώστε να χρηματοδοτήσουν τις κακόβουλες ενέργειες της Δύναμης Κουντς, αλλά και να χρηματοδοτήσουν και εξοπλίσουν ομάδες που λειτουργούν για λογαριασμό του στην ευρύτερη περιοχή, αποκρύπτοντας τον σκοπό για τον οποίο αποκτήθηκαν τα δολάρια αυτά», δήλωσε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνιούτσιν.
Επισήμως η κεντρική τράπεζα του Ιράν δεν περιλαμβάνεται στις νέες κυρώσεις, αλλά το υπουργείο Οικονομικών είπε πρόσφατα ότι θα επαναφέρει σε ισχύ ευρείες κυρώσεις κατά του πετρελαϊκού και τραπεζικού κλάδου της Τεχεράνης τους ερχόμενους μήνες.
Οι Φρουροί της Επανάστασης συγκροτήθηκαν μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 κι είναι ο ισχυρός βραχίονας των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων. Οι κυρώσεις στρέφονται ειδικά κατά της Δύναμης Κουντς, που επιβλέπει τις επιχειρήσεις στο εξωτερικό, περιλαμβανομένης της Συρίας και η οποία λέγεται ότι ενορχήστρωσε το πρόσφατο μπαράζ επιθέσεων με ρουκέτες κατά του Ισραήλ στα Υψίπεδα του Γκολάν.
Την Τρίτη ο Τραμπ ανακοίνωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, χαρακτηρίζοντάς την «καταστροφική». Η συμφωνία είχε επιτευχθεί μεταξύ της Τεχεράνης από τη μία πλευρά και των ΗΠΑ, Βρετανίας, Ρωσίας, Γαλλίας, Κίνας, Γερμανίας και ΕΕ από την άλλη για να διασφαλίσει τον «αποκλειστικά ειρηνικό σκοπό» του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Έξω φρενών οι Ευρωπαίοι με τις κυρώσεις εις βάρος ξένων εταιριών
Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών χαρακτήρισε «απαράδεκτες» τις κυρώσεις που επανέφερε σε ισχύ ο Τραμπ εναντίον των ξένων εταιρειών οι οποίες δραστηριοποιούνται στο Ιράν, τονίζοντας ότι θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους.
«Λέμε στους Αμερικανούς ότι οι κυρώσεις που θέλουν να επιβάλλουν αφορούν εκείνους. Αλλά θεωρούμε πως το γεγονός ότι επιβάλλουν κυρώσεις (σε εταιρείες) εκτός της δικής τους δικαιοδοσίας είναι απαράδεκτο», τόνισε ο Ζαν-Ιβ Λεντριάν σε συνέντευξή του που αναρτήθηκε στον ιστότοπο της εφημερίδας Le Parisien. «Οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να πληρώσουν για την αποχώρηση των ΗΠΑ από μια συμφωνία για την οποία είχαν συμβάλει οι ίδιες» να συναφθεί, είπε ο επικεφαλής της Γαλλικής διπλωματίας. Και πρόσθεσε: «Οι Ευρωπαίοι μεταξύ μας πρέπει να θέσουμε σε εφαρμογή τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσουμε τα συμφέροντα των επιχειρήσεών μας και να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις με την Ουάσινγκτον για το ζήτημα αυτό».
Η αμερικανική απόφαση επιβάλλει στις ξένες εταιρείες πολύ σύντομα, σε μια περίοδο τριών ως έξι μηνών, να αποσυρθούν από το Ιράν, ενώ τους απαγορεύεται επίσης να συνάψουν νέες συμβάσεις, καθώς κινδυνεύουν σε διαφορετική περίπτωση να υποστούν κυρώσεις από τις ΗΠΑ.
Οι Ευρωπαίοι θα «κάνουν το παν για να προστατεύσουν τα συμφέροντα των εταιρειών (τους)» και σκοπεύουν να διεξαγάγουν «διαπραγματεύσεις» με τις ΗΠΑ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογράμμισε την Τετάρτη η προεδρία της Γαλλίας.
Οι συνομιλίες με την Ουάσινγκτον θα μπορούσαν να αφορούν εξαιρέσεις και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εταιρειών που βρίσκονται ήδη στο Ιράν.
«Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των Ευρωπαίων εντός εβδομάδων. Αυτό προϋποθέτει μια ευρωπαϊκή δύναμη νέου τύπου», επέμεινε ο Λεντριάν.
Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να αντικρούσει τις αμερικανικές κυρώσεις καταφεύγοντας σε διατάξεις που είχαν δημιουργηθεί για να παρακάμπτεται το αμερικανικό εμπάργκο στην Κούβα κι επιτρέπουν σε ευρωπαϊκές εταιρείες και στις δικαστικές αρχές να μην υπόκεινται στους κανόνες των κυρώσεων που επιβάλλουν τρίτες χώρες.
Η συμφωνία που είχε συναφθεί το 2015 στη Βιέννη προέβλεπε τη διευκόλυνση των εμπορικών ανταλλαγών με το Ιράν, αίροντας τις βαριές διεθνείς κυρώσεις που έπλητταν την οικονομία του, σε αντάλλαγμα για τις δεσμεύσεις της Τεχεράνης να περιορίσει τις δραστηριότητες στο πλαίσιο του πυρηνικού της προγράμματος και να μην επιδιώξει ποτέ την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου.
Οι τρεις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν συνυπογράψει τη συμφωνία (η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο), όπως και η Κίνα και η Ρωσία, θέλουν να τη διασώσουν, στο πλαίσιο των προσπαθειών για τη μη διάδοση των πυρηνικών. Το Ιράν αξιώνει για να συνεχίσει να τηρεί τη συμφωνία να λάβει εγγυήσεις ως προς τις οικονομικές της διαστάσεις.