Αν μείνει κανείς στις γενικές διαπιστώσεις της παρθενικής Έκθεσης του πρώην Γ.Γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής και νυν επικεφαλής του Γραφείου Κρατικού Προϋπολογισμού στη Βουλή, θα χάσει το «κρυμμένο» μήνυμα που απευθύνεται κυρίως στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ.
Την ώρα που «φουντώνει» η συζήτηση για το αν θα κοπούν ή όχι οι συντάξεις από την ερχόμενη Πρωτοχρονιά και κυβερνητικά στελέχη διαγκωνίζονται για το ποιος ή ποια θα προλάβει να χαϊδέψει αυτιά ψηφοφόρων, ο Φ. Κουτεντάκης επιχειρεί να προσγειώσει στην πραγματικότητα όσους επιμένουν να αυταπατώνται: «η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού».
Επί της ουσίας, το μέχρι πρότινος δεξί χέρι του Γ. Χουλιαράκη, έχοντας από πρώτο χέρι εμπειρία των διαβουλεύσεων με τους Θεσμούς, συντάσσεται πλήρως με τον Ε. Τσακαλώτο, ο οποίος σε πείσμα κάποιων συντρόφων του ξεκαθάρισε ότι «δεν είναι ώρα για μια τέτοια συζήτηση». Τι φοβούνται ή μάλλον τι γνωρίζουν τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου; Ότι την ώρα που οι Γερμανοί πιέζουν για μεγαλύτερη και αυστηρότερη μεταμνημονιακή επιτήρηση και βάζουν βέτο στην αυτόματη ελάφρυνση του Χρέους, τη στιγμή που η τέταρτη αξιολόγηση καρκινοβατεί δοκιμάζοντας τα νεύρα και της φιλικής Κομισιόν, ένα αίτημα για αναστολή των περικοπών στις συντάξεις θα λειτουργούσε ως άλλοθι σε όσους θέλουν να βάλουν μπουρλότο στις διαβουλεύσεις.
Χαμηλούς τόνους κρατάνε στο οικονομικό επιτελείο και όσον αφορά στα πλεονάσματα των επόμενων ετών, παρά το ότι κάποιοι στην κυβέρνηση και στο κόμμα έχουν αρχίσει να καλλιεργούν κλίμα δημοσιονομικής χαλάρωσης. «Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει τώρα συζήτηση για μείωση των πλεονασμάτων», λέει χαρακτηριστικά αρμόδια πηγή, αναγνωρίζοντας ότι από τη στιγμή που το ύψος των πλεονασμάτων αποτελεί βασική παράμετρο της βιωσιμότητας του Χρέους, το να βάλει η ελληνική πλευρά στο τραπέζι ζήτημα μείωσης τους, το πιθανότερο είναι ότι ενισχύσει τα γερμανικά επιχειρήματα περί διάθεσης της Ελλάδας να τα φορτώσει στον κόκκορα. Υπενθυμίζεται ότι το βασικό σενάριο πάνω στο οποίο εργάζονται οι Ευρωπαίοι, προβλέπει πλεόνασμα 3,5% ως και το 2022, 3% το 2023, 2,5% το 2024 και 2,2% το 2025 με ορίζοντα διατήρησης του σε αυτά τα επίπεδα ως το 2060.
Πέρα από τα μηνύματα, που διατυπώνονται με ομολογουμένως διπλωματική γλώσσα, από την Έκθεση ακούγεται το πρώτο ηχηρό καμπανάκι κινδύνου και μάλιστα από εκεί που πέρσι ο Προϋπολογισμός πήρε ανέλπιστη χείρα βοηθείας: τα ασφαλιστικά ταμεία. Συγκεντρώνοντας τα στοιχεία, όπως αυτά αναγράφονται στα δελτία του ΓΛΚ, το ΓΚΠ δημιούργησε ένα νέο Πίνακα μετά από επεξεργασία των δεδομένων και το συμπέρασμα που βγάζει μάτι είναι ότι πλην Κράτους καταγράφονται «τρύπες»: 343 εκατ. ευρώ στα Νομικά Πρόσωπα, 27 εκατ. ευρώ στους ΟΤΑ, 289 εκατ. ευρώ στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το σοβαρότερο πρόβλημα.
Ενώ το 2017 τα ασφαλιστικά ταμεία υπερκάλυψαν την «τρύπα» στα φορολογικά έσοδα, στο πρώτο τρίμηνο του 2018 δείχνουν να «κολλάνε». Συγκεκριμένα, ενώ τα έσοδα (εισφορές) ήταν 217 εκατ. ευρώ περισσότερα από πέρσι, οι δαπάνες ήταν 506 εκατ. ευρώ παραπάνω από το περσινό πρώτο τρίμηνο- προφανώς λόγω καταβολής νέων συντάξεων- με αποτέλεσμα το ισοζύγιο να είναι αρνητικό. Αν και το συνολικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα επιτρέπει επί του παρόντος μια σχετική ηρεμία στο οικονομικό επιτελείο, μόνο και μόνο το γεγονός ότι ο Προϋπολογισμός προβλέπει σε ετήσια βάση περίπου 1 δις ευρώ μεγαλύτερο πλεόνασμα από το 2017 στα ασφαλιστικά ταμεία, αυξάνει το βαθμό δυσκολίας των διαπραγματεύσεων με τους Θεσμούς για το φετινό πλεόνασμα.