Την ώρα που η Κομισιόν μετρά «κενό» 7,7% στους δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε μια εκτενή μελέτη της η Eurobank εστιάζει σε εν εξελίξει επενδυτικά σχέδια, τα οποία αν δεν «στραβώσει» το κλίμα, μπορούν να αποδώσουν ως και 65,5 δις ευρώ σε βάθος 20ετίας.
Η μελέτη, που υπογράφουν ο Φωκίων Καραβίας, Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank και Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Group Chief Economist της Eurobank, εξετάζει επενδυτικά σχέδια σε Ενέργεια, logistics, Τουρισμό, που οδηγούν σε ορίζοντα δεκαετίας στη δημιουργία ΑΕΠ €25,2δις - €31,4δις, ανάλογα με το σενάριο και σε ορίζοντα 20ετίας, ΑΕΠ €45 δις - €65,5δις
Υπό ορισμένες υποθέσεις, τα εξεταζόμενα επενδυτικά σχέδια και η συνδεόμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μπορούν να οδηγήσουν, σε 10ετή ορίζοντα, στη δημιουργία 485.000 - 605.000 θέσεων εργασίας.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται μια καθαρή αύξηση του κεφαλαιακού της αποθέματος κατά €86 δις σε τιμές 2010, μόνο για να φτάσει στα επίπεδα του 2010 και σύμφωνα με τη μελέτη τα υπό εξέταση έργα αφενός μπορούν να καλύψουν το ¼ αυτού του «κενού» αφετέρου δεδομένου του στρατηγικού χαρακτήρα και της μεγάλης παραγωγικής τους δυναμικής, οι επενδύσεις αυτές έχουν μακροπρόθεσμα μεγάλη πολλαπλασιαστική επίδραση στο ΑΕΠ.
Ο κλάδος της ενέργειας συνεισφέρει το 2,7% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της ελληνικής οικονομίας, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων χονδρικού και λιανικού εμπορίου. Ωστόσο, η δυνητική του συνεισφορά είναι πολλαπλάσια.
Η συνεχιζόμενη απελευθέρωση της χονδρικής και λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, η στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας, η διαθεσιμότητα ανανεώσιμων και ορυκτών πηγών και οι ανακαλύψεις πεδίων φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο δημιουργούν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Η ενέργεια αποτελεί στρατηγικό καταλύτη για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας καθόσον συνδέεται με μεγάλα επενδυτικά έργα υποδομής (αγωγοί, λιμένες, μονάδες παραγωγής ενέργειας, εγκαταστάσεις αποθήκευσης), έχει ζωτική συμβολή στο κόστος της παραγωγής και δημιουργεί θετικές οικονομίες κλίμακας και φάσματος για άλλους τομείς.
Τα logistics συνεισφέρουν το 6,5% της συνολικής ΑΠΑ αλλά μόνο 3,8% αν εξαιρεθεί η ναυτιλία. Αποτελούν επίσης κλάδο στρατηγικής σημασίας και μεγάλης δυναμικής για την Ελλάδα, κυρίως λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας ως διαμετακομιστικού κόμβου μεταξύ Ευρώπης και Άπω Ανατολής. Ωστόσο, το γεωγραφικό πλεονέκτημα της χώρας παραμένει ως επί το πλείστον αναξιοποίητο λόγω της καθυστέρησης στην ανάπτυξη έργων υποδομής (λιμένων, οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, αερομεταφορών, εγκαταστάσεων αποθήκευσης) και υστερήσεων στην ανταγωνιστικότητα.
Πολιτικές για τη βελτίωση των υποδομών, της ανταγωνιστικότητας κόστους, της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών logistics, τη μείωση των διαδικασιών στα σύνορα και τη λοιπή γραφειοκρατία θα μπορούσαν, εκτός από τη θετική επίδραση που θα έχουν στις ελληνικές εξαγωγές, να αυξήσουν το μερίδιο συμβολής στην ΑΠΑ του εγχώριου κλάδου logistics στα επίπεδα του αντίστοιχου της Ευρωζώνης (ήτοι ετήσια αύξηση 1% της ΑΠΑ).
Ο τουρισμός αποτελεί ήδη έναν σημαντικό κλάδο, με μερίδιο 6,4% στην ΑΠΑ, μεγάλες δευτερογενείς διαχύσεις, και είναι κλάδος εξ ορισμού εξωστρεφής. Λόγω των ιδιαίτερων φυσικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών της Ελλάδας, το "ήλιος και παραλία" είναι το κυρίαρχο τουριστικό μοντέλο, ακολουθούμενο από εξειδικεύσεις "city break", πολιτιστικού, θρησκευτικού, ναυτικού και συνεδριακού τουρισμού. Ως συνέπεια, ο κλάδος εμφανίζει υψηλή εποχική και γεωγραφική συγκέντρωση. Τα τελευταία χρόνια, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των αφίξεων, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμών και αναβάθμιση των ξενοδοχειακών υποδομών.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές προκλήσεις, όπως η υψηλότερη επιβάρυνση από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες, υψηλές επισφάλειες για ορισμένα ξενοδοχεία, ελλείψεις στον χωροταξικό σχεδιασμό, το νομικό πλαίσιο, τους κανόνες που διέπουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις, την τεχνολογική ετοιμότητα και την υποδομή εδάφους και λιμένων. Επιπλέον, οι δαπάνες ανά ταξίδι στην Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλές σε σύγκριση με εκείνες των ανταγωνιστικών προορισμών.
Εν όψει μίας αυξανόμενης διεθνούς τουριστικής ζήτησης, η διασφάλιση και βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στον διεθνή τουριστικό χάρτη επιβάλλει τη διαφοροποίηση του υπάρχοντος προϊοντικού μείγματος μέσω της αναβάθμισης των δημόσιων και ιδιωτικών υποδομών, αλλά και μέσω της στόχευσης εξειδικευμένων αγορών, όπως οι επισκέπτες μεγαλύτερης ηλικίας, τα επαγγελματικά ταξίδια, η κρουαζιέρα και το city break, συνδεόμενο με ευρύτερους σχεδιασμούς όπως η ανάπτυξη της λεγόμενης «αθηναϊκής ριβιέρας».