Μια άγνωστη ιστορία ρατσισμού, που η Βόρεια Ευρώπη έχει κρύψει με επιμέλεια για δεκαετίες, έρχεται να μας θυμίσει με την πρώτη της ταινία η Σκανδιναβή Αμάντα Κέρνερ.
Η Κοραλί Φαρζάτ «ζωγραφίζει» με αίμα σε μια ταινία με βασικό άξονα την εκδίκηση, ενώ ο Κλάιβ Όουεν αναζητάει μια γυναίκα χωρίς ταυτότητα σε ένα δυστοπικό μέλλον.
Το Τέλος της Ανωνυμίας (Anon)
Σκηνοθεσία: Άντριου Νίκολ
Παίζουν: Κλάιβ Οουεν, Αμάντα Σέιφριντ, Κολμ Φιόρε, Μαρκ Ο' Μπράιαν, Σόνια Γουάλγκερ και Ίντο Γκόλντμπεργκ
Στο προσεχές μέλλον δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή ή ανωνυμία. Όλες οι προσωπικές στιγμές καταγράφονται και το έγκλημα φθίνει. Στην απόπειρά του να ρίξει φως σε μια σειρά από φόνους, ο αστυνομικός Σαλ Φρίλαντ πέφτει πάνω σε μια νεαρή γυναίκα, η οποία δεν έχει κανένα ψηφιακό αποτύπωμα και άρα είναι αόρατη στο σύστημα. Η μυστηριώδης γυναίκα γνωστή ως «The Girl», δεν έχει ταυτότητα, ιστορία ή οποιοδήποτε αρχείο.
Ο Σαλ λοιπόν πρέπει να την εντοπίσει, πριν γίνει ο ίδιος το επόμενο θύμα.
O Άντριου Νίκολ («Gattaca») επιστρέφει με ένα νουάρ επιστημονικής φαντασίας σε ένα μέλλον όπου πλέον έχει καταργηθεί η ιδιωτικότητα.
Σε αυτόν τον κόσμο ο αστυνομικός επιθεωρητής Σαλ Φρίλαντ πρέπει να λύσει μια σειρά δολοφονιών που μοιάζουν να συνδέονται, έχοντας ένα πλεονέκτημα: οι ζωές όλων καταγράφονται εξονυχιστικά και φορτώνονται στον Αιθέρα, στον οποίο έχει πρόσβαση η αστυνομία. Χωρίς το καταφύγιο της ανωνυμίας, η εγκληματική δραστηριότητα περιορίζεται σε μικροεγκλήματα και ο ρόλος της αστυνομίας είναι καθαρά τυπικός.
Ο Φρίλαντ όμως πολύ γρήγορα καταλαβαίνει ότι στις δολοφονίες που καλείται να διαλευκάνει, υπάρχει ένα στοιχείο που υπονοεί ένα μεγάλο ρήγμα στο σύστημα. Κάποιος έχει καταφέρει να χακάρει τον Αιθέρα και να μοντάρει τα αρχεία, αντικαθιστώντας σημαντικές στιγμές με αδιάφορες δραστηριότητες για να καλύψει εγκλήματα. Και πράγματι οι ισχυρισμοί του αποδεικνύονται βάσιμοι, αφού μια μέρα δίπλα του, καθώς περπατάει, εμφανίζεται μία γυναίκα χωρίς κανέναν φάκελο. Ξεκινάει λοιπόν την αναζήτηση αυτής της μυστηριώδους άγνωστης, προκειμένου να λύσει τον γρίφο κια να σώσει τη ζωή του.
Με εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας και σκηνογραφία, ο Νίκολς φτιάχνει μια υποβλητική ατμόσφαιρα, δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό σύμπαν επιστημονικής φαντασίας, που ουσιαστικά θέτει ερωτηματικά σχετικά με την άλογη χρήση της τεχνολογίας.
Με μια πιασάρικη αρχική ιδέα καταφέρνει να μας εισάγει σ’ έναν κόσμο μυστηρίου και καλλιεργεί σταδιακά το σασπένς, όμως το σενάριο που υπογράφει ο ίδιος έχει πολλά κενά, με αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά τα πράγματα να περιπλέκονται, χωρίς ποτέ να αποσαφηνίζονται, ή έστω κάπως να δικαιολογούνται, και τελικά ο θεατής μένει με αναπάντητα ερωτήματα.
Ο Κλάιβ Όουεν πάντως, που θα μπορούσε άνετα να παίζει και τον Φίλιπ Μάρλοου, με τη στιβαρή του παρουσία υποδύεται τον αρρενωπό Σαλ Φρίλαντ και η Αμάντα Σέιφριντ σε έναν ρόλο που την ευνοεί, αφού δεν χρειάζεται εντάσεις ή μεταπτώσεις, επενδύει στη γοητεία της και κερδίζει το στοίχημα.
Η καταγωγή των Σάμι ( Sameblod)
Σκηνοθεσία: Αμάντα Κέρνελ
Παίζουν: Λένε Σεσίλια Σπάροκ, Μία Έρικα Σπάροκ
Η δεκατετράχρονη Έλε Μάργια ανήκει στη φυλή των Σάμι, που ζουν εκτρέφοντας ταράνδους. Ο ρατσισμός όμως τη δεκαετία του ’30 καλά κρατεί στη χώρα, σε σημείο που στο οικοτροφείο της νεαρής, κάνουν βιολογικές εξετάσεις που μετρούν το κατά πόσο μπορεί ένας ιθαγενής να εισαχθεί στην κοινωνία των λευκών.
Η Έλε Μάργια αρχίζει να ονειρεύεται μια άλλη ζωή. Αλλά για να καταφέρει να πραγματοποιήσει το όνειρό της, πρέπει να γίνει κάποια άλλη και να σπάσει όλους τους δεσμούς με την οικογένεια και την κουλτούρα της.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Αμάντα Κέρνελ, με το οποίο κέρδισε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Βενετίας και το Βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, φέρνει στο φως μια άγνωστη ιστορία ρατσισμού που εκτυλίχθηκε στην Βόρεια «πολιτισμένη» Ευρώπη.
Οι Σάμι είναι μια φυλή Λαπώνων , από την οποία κατάγεται κατά το ήμισυ κι η σκηνοθέτης, που εκτρέφει ταράνδους, έχει τη δική της γλώσσα και τις δικές της παραδόσεις. Όμως τη δεκαετία του ’30, δηλαδή λίγο πριν την άνοδο του Ναζισμού, αντιμετώπισαν τον ακραίο ρατσισμό των πολιτισμένων Σουηδών, που έφτασε ως το σημείο να γίνονται ιατρικές μελέτες για να αποδειχθεί η κατωτερότητά τους.
Ξεκινώντας την ταινία της, η Κέρνελ μάς συστήνει μια υπέργηρη κυρία, την Κριστίνα, η οποία επιστρέφει στη γενέτειρά της για να παραβρεθεί στην κηδεία της αδερφής της. Με φλας μπακ, οδηγούμαστε στο παρελθόν της για να μάθουμε ότι το πραγματικό της όνομα είναι Έλε Μάργια και ότι η ίδια ως μέλος της φυλής Σάμι, καταπιεζόταν τόσο από τις περιορισμούς της φυλής της, όσο και από την επιθετική στάση της κοινωνίας απέναντί της. Προκειμένου να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα, δηλαδή να μορφωθεί, να ερωτευτεί, να φορέσει απλώ ελαφριά φορέματα, όπως θα ήθελε κάθε κορίτσι της ηλικίας της, έπρεπε να θυσιάσει το όνομα της και την καταγωγή της.
Η νεαρή δημιουργός, άλλοτε με λυρισμό και άλλοτε με ωμό ρεαλισμό, επαναφέρει μια άγνωστη σελίδα στην ιστορία της Σκανδιναβίας, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αναίμακτη πλην όμως βίαια εκκαθάριση, αποτίωντας έτσι έναν φόρο τιμής όχι μόνο στη φυλή της, αλλά κυρίως στον άνθρωπο που προσπαθεί να υπάρξει πέρα από σύνορα, ανιχνεύοντας αν τελικά μπορεί κανείς να αποτινάξει από πάνω του την ιστορία του και τη ταυτότητά του.
Η μικρή της ηρωίδα με αποφασιστικότητα και θάρρος προκειμένου να βρει την ευτυχία γίνεται μια άλλη, υιοθετώντας τις συνήθειες της δυτικής κοινωνίας που μοιάζει γι’ αυτή ο επίγειος παράδεισος, για να έρθει κι εκεί αντιμέτωπη με την σκληρότητα.
Μέσα από την ιστορία της Έλε Μάργια που υποστηρίζεται εξαιρετικά από την νεαρή Λένε Σεσίλια Σπάροκ, η οποία με το αποφασιστικό της βλέμμα, αναγάγει τον ρόλο της σε σύμβολο, η Κέρνελ παρουσιάζει τη ζωή των Σάμι (πολλοί δε από τους ηθοποιούς είναι Σάμι), τον ρατσισμό που υπέστησαν και η Ευρώπη φρόντισε να καταχωνιάσει κάτω από το χαλί, αλλά και την ανάγκη μιας νέας κοπέλας να ξεπεράσει της προκαταλήψεις, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέται τελικά για το τι συνιστά την ταυτότητα ενός ανθρώπου.
Revenge
Σενάριο- Σκηνοθεσία: Κοραλί Φαρζάτ
Παίζουν: Ματίλντα Λουτζ, Κέβιν Τζάνσενς, Γκιγιόμ Μπουσέντ
Τρεις πλούσιοι, παντρεμένοι άνδρες συναντιούνται για το ετήσιο, καθιερωμένο κυνήγι τους στην έρημο. Μόνο που αυτήν τη φορά, ο ένας θα φέρει μαζί και την ερωμένη του, μια σέξι «Λολίτα» που θα προκαλέσει γρήγορα το ενδιαφέρον των άλλων δύο. Τα πράγματα θα βγουν εκτός ελέγχου, όταν οι τρεις άνδρες εκμεταλλεύονται τη νεαρή κοπέλα και την εγκαταλείπουν στην κόλαση της ερήμου, θεωρώντας τη νεκρή. Διψασμένη για εκδίκηση, εκείνη θα επιστρέψει και θα μετατρέψει το κυνήγι στο πιο ανελέητο και αιματηρό ανθρωποκυνηγητό.
Με την πρώτη της μεγάλου μήκους δημιουργία, η Κοραλί Φαρζάτ μπαίνει στον αυστηρά ανδροκρατούμενο χώρο των exploitation movies και προκαλεί καρδιοπάθειες.
Το γεγονός και μόνο ότι στην πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ του Τορόντο, ένας θεατής δεν άντεξε τις σκληρές σκηνές και χρειάστηκε να καλέσουν ασθενοφόρο για να τον συνεφέρουν, αρκεί για να σας προετοιμάσει για την αιματοβαμμένη ιστορία της Φαρζάτ, που εκτυλίσσεται στα άγονα τοπία της ερήμου.
Η Τζεν είναι μια νεαρή, ανέμελη και αφελής κοπέλα, που πέφτει θύμα βιασμού ενός εκ των συνεργατών του παντρεμένου εραστή της. Μετά από αυτό το συμβάν, οι άνδρες προσπαθούν να τη δολοφονήσουν για να μην τους ενοχοποιήσει. Η μικρή όμως Τζεν σώζεται από θαύμα, αναγεννιέται κυριολεκτικά από τις στάχτες της και από αθώα Λολίτα μεταμορφώνεται σε σούπερ ηρωίδα που στάζει αίμα, ετοιμάζοντας την εκδίκησή της.
Η Φαρζάτ χρησιμοποιεί την σέξι Ματίλντα Λουτζ- που άνετα θα μπορούσε να παίξει την Λάρα Κροφτ- ως άγγελο εκδικητή, και δημιουργεί μια ατέλειωτη σφαγή, που θα ικανοποιήσει και με το παραπάνω τους φαν ανάλογων ταινιών, σε ένα σχεδόν μπεκετικό περιβάλλον. Χωρίς πολλούς διαλόγους, που σταδιακά αντικαθίστανται από ήχους, και χωρίς να επιμένει καθόλου σε δραματικές σκηνές, η Φαρζάτ αφήνει στους ήρωές της μόνο το ένστικτο της επιβίωσης και τους εγκαταλείπει σε αμέτρητα ποτάμια αίματος που ντύνει με κραυγαλέα φλούο χρώματα και indie ηλεκτρονική μουσική, δημιουργώντας έναν εξωπραγματικό κόσμο.
Το πρόβλημα είναι πως κι αυτή χρησιμοποιεί ηδονοβλεπτικά το γυναικείο σώμα αν και μάλλον είχε ακριβώς την αντίθετη πρόθεση.
Ο Κύριος και η Κυρία Αντελμάν (Monsieur & Madame Adelman)
Σκηνοθεσία: Νικολά Μπεντός
Παίζουν: Ντοριά Τιλιέρ, Νικολά Μπεντός, Ντενί Πονταλιντέ, Πιέρ Αρντιτί
Είναι 1971, και η Σάρα συναντά για πρώτη φορά τον Βικτόρ. Όσο περνά ο καιρός τον ερωτεύεται με πάθος, τόσο τον ίδιο όσο και τη δουλειά του. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερακι αφού ο Βικτόρ έχει πια πεθάνει, εκείνη θυμάται όλα τα εύκολα και τα δύσκολα, τα καλά και τα κακά που πέρασαν, σαν να ξαναζεί μια ολόκληρη ζωή μαζί του.
Ο κωμικός ηθοποιός Νικολά Μπεντός (γιος του δημοφιλούς Γάλλου κωμικού Γκι Μπεντός) σκηνοθετεί και συμπρωταγωνιστεί μαζί με την σύντροφό του , την Ντοριά Τιλιέρ, μια ιστορία αγάπης που κράτησε σαράντα πέντε χρόνια.
Ο Βικτόρ, νευρωτικός, εγωκεντρικός και ανώριμος από τη μία, αλλά γοητευτικός και ταλαντούχος από την άλλη, αρνείται την πλούσια αστική του οικογένεια κι απολαμβάνει τη φήμη του ως συγγραφέας. Η Σάρα, ανεξάρτητη και χωρίς αναστολές, τον συντροφεύει σε όλες τις αποτυχίες και τις επιτυχίες, αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της «υπέροχης γυναίκας που κρύβεται πίσω από κάθε ισχυρό άνδρα».
Μια ιστορία αγάπης που αντέχει στον χρόνο είναι πάντα ένα πιασάρικο θέμα και ο Μπεντός ξέρει να το εκμεταλλευτεί, χωρίς να πέσει στις παγίδες των ανάλαφρων αισθηματικών δραμεντί που κάνουν θραύση στο Χόλιγουντ. Αντίθετα χρησιμοποιώντας ως κεντρικό του άξονα την αφήγηση της κυρίας Αντελμάν, που θυμάται τον νεκρό πλέον σύζυγό της, επιστρέφει στο παρελθόν μέσα από φλας μπακ με γλυκόπικρη διάθεση, βάζοντας στο μικροσκόπιο τις διαπροσωπικές σχέσεις των ζευγαριών.
Ακολουθώντας τα χνάρια του Γούντι Άλεν, ο Μπεντός και η Τιλιέρ με την οποία συνυπογράφει και το σενάριο δημιουργούν έξυπνους διαλόγους και φωτίζουν την ποίηση της καθημερινότητας, χωρίς να φοβούνται και τις πιο σκοτεινές της πλευρές, ενώ ταυτόχρονα αναμοχλεύουν ζητήματα καλλιτεχνικής δημιουργίας κι έμπνευσης. Όμως τελικά αν και φροντίζουν να αποδομήσουν την εικόνα της τέλειας ευτυχίας και να αποφύγουν την παγίδα της εύκολης συγκίνησης, αφήνονται στον χρόνο και δεν τολμούν να πετάξουν τίποτα από όσα έχουν σκεφτεί, όποτε η ταινία τους πάσχει από οικονομία και συμπύκνωση.
Οι δυο τους πάντως ερμηνευτικά έχουν καλή χημεία- η Τιριέν μάλιστα ήταν υποψήφια για Σεζάρ- ανταποκρίνονται με επιτυχία στις ηλικιακές απαιτήσεις των διαφορετικών φάσεων των ηρώων τους και με το χιούμορ τους συνθέτουν ένα από αυτά τα ζευγάρια που θα ήθελες να μάθεις την ιστορία τους.
Ο Γιος Μου (Mon Garçon)
Σκηνοθεσία: Κριστιάν Καριόν
Παίζουν: Γκιγιόμ Κανέ, Μελανί Λοράν, Τριστάν Παζέ, Ολιβιέ ντε Μπενουάστ
Ο Ζουλιέν ταξιδεύει συνεχώς για τη δουλειά του και η μόνιμη απουσία από το σπίτι του, του έχει στοιχίσει το γάμο του. Κατά τη διάρκεια μιας στάσης του στη Γαλλία, λαμβάνει ένα απεγνωσμένο μήνυμα από την πρώην γυναίκα του ότι ο επτάχρονος γιος τους εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής στα βουνά. Ο Ζουλιέν ξεκινάει την αναζήτηση του γιου του και τίποτα δεν θα τον σταματήσει μέχρι να τον φέρει πίσω.
O Κριστιάν Καριόν ( υποψήφιος για Όσκαρ για το «Joyeux Noel») συμπράττει με τον Γκιγιόμ Κανέ σε ένα θρίλερ που γυρίστηκε σε έξι μόνο μέρες κι απευθύνεται πραγματικά σε όλη την οικογένεια.
Ένας πατέρας, ο Ζουλιέν, που ποτέ δεν έχει χρόνο για την οικογένειά του, ξαφνικά καλείται να αντιμετωπίσει την εξαφάνιση του γιου του, που χάθηκε κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής στο βουνό. Η πρώην γυναίκα του συνεχώς τον κατηγορεί για τη συμπεριφορά του και την αδιαφορία του, κι εκείνος γεμάτος ενοχές, θα παρακάμψει την αστυνομία και θα αρχίσει μόνος του να ψάχνει για το παιδί του.
Ο Καριόν αξιοποιεί τα χιονισμένα τοπία της ανατολικής Γαλλίας που ταιριάζουν απόλυτα με το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατεί ανάμεσα στον Ζουλιέν και στην πρώην σύζυγο, και με αργά και σταθερά βήματα ξεδιπλώνει μια υπόθεση που βλέπουμε σχεδόν κάθε χρονιά στη μεγάλη οθόνη- αυτή όπου ένας γονέας αναζητάει το χαμένο του παιδί- δημιουργώντας έντονες ατμόσφαιρες και μερικές δυνατές στιγμές, χωρίς όμως να κάνει και την μεγάλη έκπληξη. Ο Γκιγιόμ Κανέ, αν και γενικά δεν φημίζεται για την υποκριτική του ευαισθησία, εδώ ακολουθεί μια εσωτερική διαδρομή που του βγαίνει τελικά σε καλό, όμως την παράσταση ερμηνευτικά κλέβει η Μελανί Λοράν.
Θάρρος ή Αλήθεια (Truth or Dare)
Σκηνοθεσία: Τζεφ Γουάντλοου
Παίζουν: Λούσι Χέιλ, Τάιλερ Πόουζι, Βάιολετ Μπιν,
Νόλαν Τζέραρντ, Λάντον Λιμπόιρον
Ένα φαινομενικά ακίνδυνο παιχνίδι «Θάρρος ή Αλήθεια» μεταξύ φίλων καταλήγει αιματηρό, όταν κάποιος ή κάτι, απειλεί θανάσιμα όσους δεν αποφασίζουν να ακολουθήσουν τους κανόνες και να «τολμήσουν», ή να «πουν την αλήθεια».
Η Blumhouse, εταιρεία παραγωγής των πιο επιτυχημένων θρίλερ των τελευταίων ετών, (μεταξύ αυτών και του υποψήφιου για Όσκαρ «Get Out») επιστρέφει με μια εφηβική ταινία τρόμου, χαμηλών επιδόσεων.
Μια παρέα από κολεγιόπαιδα πηγαίνει διακοπές στο Μεξικό. Εκεί ξεκινούν να παίζουν το γνωστό σε όλους μας « Θάρρος ή αλήθεια» , ώσπου μια σατανική δύναμη τους καταλαμβάνει. Από εκεί και πέρα , όποιος δεν πει την αλήθεια ή όποιος δεν ανταποκριθεί στην πρόκληση, απλώς πεθαίνει.
Οι ήρωες όμως συνήθως επιλέγουν την αλήθεια αντί για θάρρος κι αρχίζουν να αποκαλύπτουν κρυφές πλευρές του χαρακτήρα τους, οπότε σπανίως συμβαίνει κάτι συνταρακτικό, -πολύ περισσότερο δε κάτι τρομακτικό. Το απλοϊκό δε σενάριο προκείμενου να καλύψει τις τρύπες δανείζεται όσα στοιχεία από σαπουνόπερες μπορούν να χωρέσουν σε μιάμιση ώρα για να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον, όμως δεν τα καταφέρνει ούτε σε αυτό το κομμάτι, ενώ οι αφελείς διάλογοι δεν είναι καν διασκεδαστικοί.
Ζευγάρι με το ζόρι (Οverboard)
Σκηνοθεσία: Μπομπ Φίσερ, Ρομπ Γκρίνμπεργκ
Παίζουν: Εουχένι Ντερμπέζ, Άννα Φάρις, Εύα Λονγκόρια, Σούζι Κερτζ, Τζον Χάνα, Τζος Σεγκάρα, Μελ Ροντρίγκεζ
Το φοβερό παιδί του ισπανόφωνου κινηματογράφου, Εουχένιο Ντερμπέζ, συναντά την american sweetheart Άννα Φάρις σε μια αισθηματική κωμωδία που, αν και εμπνέεται από την κλασική ταινία του 1987, είναι πλήρως προσαρμοσμένη στη σημερινή πραγματικότητα.
Στην αξέχαστη ρομαντική κομεντί «Γυναίκα στη Θάλασσα», με την Γκόλντι Χόουν και τον Κερτ Ράσελ, μία κακομαθημένη πλούσια έπεφτε στη θάλασσα από το γιοτ της, πάθαινε αμνησία και έπεφτε στα «δίχτυα» ενός αγροίκου μαραγκού, που δεν είχε πληρώσει για τις υπηρεσίες του, ο οποίος, για να την εκδικηθεί, την έπειθε ότι ήταν η σύζυγός του και μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Σ’ αυτό το σύγχρονο ριμέικ της, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί.
Ο Εουχένιο Ντερμπέζ είναι ένας κακομαθημένος πλεϊμπόι, γόνος μιας εκ των πλουσιότερων οικογενειών του Μεξικού, που πέφτει στη θάλασσα από το γιοτ του και παθαίνει αμνησία. Η Άννα Φάρις, μια ανύπαντρη εργαζόμενη μητέρα στην οποία ο δύστροπος και αλαζόνας γόης χρωστά χρήματα, τον βρίσκει τυχαία και τον περιμαζεύει, μόνο για να τον πείσει ότι είναι ο άνδρας της και πατέρας των παιδιών της.