Στις 2 το μεσημέρι το τελευταίο αντίο στον Αγγελο Δεληβορριά. Η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη από το Α’ Nεκροταφείο.
«Για έναν άνθρωπο του μεγέθους του Άγγελου Δεληβορριά, δεν υπάρχει καλύτερη αναφορά στην μνήμη του από την απλή παράθεση της δραστηριότητάς του, σπουδαστικής και κυρίως επαγγελματικής, χωρίς κανένα φιλολογικά διακοσμητικό στοιχείο», όπως αναφέρει σε κείμενό της η Πρυτανεία της Σχολής Καλών Τεχνών.
«Ο Αγγελος Δεληβορριάς σπούδασε σε Ελλάδα, Γερμανία και Γαλλία. Εργάσθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, διετέλεσε Καθηγητής της Ιστορίας, της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθήνας, καθώς και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών αλλά η κορύφωση της δράσης του ήταν η ανάληψη της διεύθυνσης του Μουσείου Μπενάκη για σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια (1973-2014), τα οποία κυριολεκτικά σφράγισε με την παρουσία του.
Στη διάρκεια της θητείας του αυτής, το Μουσείο αναπλάθεται εξολοκλήρου και καθίσταται ένα διαχρονικό Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού. Επεκτείνεται ταυτόχρονα με τον εκθεσιακό χώρο της οδού Πειραιώς 138, το μοναδικό Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, την Πινακοθήκη Γκίκα, το εργαστήριο Γιάννη Παππά και τα αρχεία Φωτογραφίας και Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν το παζλ της πολυδιάστατης προσωπικότητας του Άγγελου Δεληβορριά».
O Αγγελος Δεληβορριάς έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τρίτη στα 81 του χρόνια.
Ο Αγγελος Δεληβορριάς είχε γεννηθεί το 1937.
Σπούδασε αρχαιολογία-ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Freiburg. Το 1965 διορίστηκε, έπειτα από διαγωνισμό, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, από την οποία παραιτήθηκε το 1969.
Από το 1969 έως το 1972 συνέχισε τις σπουδές αρχαιολογίας στο Tübingen με υποτροφία Alexander von Humboldt, το 1972 έλαβε το δίπλωμα του διδάκτορος με βαθμό Magna cum laude και το διάστημα 1972-1973 έκανε μεταδιδακτορικές σπουδές στο Παρίσι, τη Σορβόνη και την École Pratique des Hautes Études.
Το 1965 διορίσθηκε στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και υπηρέτησε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το 1973 ανακηρύχθηκε πτυχιούχος του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, στη σχολή Ecole Pratique des Hautes Etudes. Ένα χρόνο αργότερα (1973) του ανατέθηκε η διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη της Αθήνας, του οποίου εισηγήθηκε την άμεση, ριζική ανάπλαση, που ολοκληρώθηκε έπειτα από 27 έτη (2000). Το 1992 αναγορεύτηκε καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με Αργυρό Μετάλλιο, ενώ στο Μουσείο Μπενάκη απονεμήθηκε το «Χρυσό Μετάλλιο».
Στις 31 Οκτωβρίου 2014, σε εκδήλωση που έλαβε χώρα στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου, ανακοινώθηκε η αποχώρησή του από τη θέση του διευθυντή, καταλαμβάνοντας πλέον μια θέση στη Διοικητική Επιτροπή του ιδρύματος. Τον Ιούνιο του 2016 εξελέγη από την ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τακτικό μέλος στην προκηρυχθείσα έδρα Αρχαιολογία-Μουσειολογία.