Δεύτερο βροντερό «όχι» είπε το ΣτΕ σε σχηματισμό ολομέλειας για το πρόγραμμα σπουδών των Θρησκευτικών στα Λύκεια, όπως αυτό άλλαξε με απόφαση του πρώην υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη.
Πριν από λίγες εβδομάδες, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο είχε κρίνει αντισυνταγματικές μία σειρά από αλλαγές που έγιναν στον τρόπο διδασκαλίας των θρησκευτικών στο δημοτικό και το γυμνάσιο.
Σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές η αρχή της ισότητας αλλά και τα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζουν ότι το κράτος δεν μπορεί «ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητές που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητές που ανήκουν σε άλλες θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε και δόγματα άλλων θρησκειών)».
Μάλιστα όπως αναφέρεται στην απόφαση, το πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των θρησκευτικών στα Λύκεια «έχει ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια ως προς την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκαλώντας σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων Χριστιανών μαθητών -στους οποίους αποκλειστικά μπορεί να απευθύνονται τα άρθρα 13 και 16 του Συντάγματος- το μάθημα των θρησκευτικών μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ανάπτυξη της Ορθόδοξης Χριστιανικής συνειδήσεως».
Σύμφωνα δε με την πλειοψηφία, με το πρόγραμμα σπουδών που όριζε η υπουργική απόφαση «οι μαθητές καθοδηγούνται προς ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και ζωής που είναι αποσυνδεδεμένο από την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι προς ένα σύστημα αξιών που νοθεύει τη διδασκαλία αυτή».
Οπως και στην προηγούμενη απόφαση, έτσι και τώρα, υπήρχε μειοψηφία, 5 μελών της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία τάσσεται υπέρ της συνταγματικότητας της υπουργικής απόφασης, επισημαίνοντας ότι «το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με “ανάπτυξη” θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με «επιβολή» θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου». Αυτό όμως αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος και θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο.