Θέμα παραμονής στην ηγεσία του υπουργού Προστασίας του Πολίτη έθεσε ο Σταύρος Θεοδωράκης μιλώντας στο Ραδιόφωνο 247, με αφορμή τα έντονα επεισόδια στη Μυτιλήνη με την επίθεση ακροδεξιών σε βάρος προσφύγων.
«Το θέμα το θέτω συνέχεια. Το θέτω από την πρώτη στιγμή για τον κ. Τόσκα, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι με την αλλαγή ενός προσώπου μπορεί να αλλάξει και η νοοτροπία», είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Ποταμιού.
Έκανε, μάλιστα, λόγο για το δόγμα της ασφάλειας που έχει επικρατήσει, υπογραμμίζοντας πως «αφήνουμε όλες τις καταστάσεις να εξελίσσονται και όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι τότε θα μπούμε ανάμεσα να τους χωρίσουμε».
Όπως είπε, στο θέμα της ασφάλειας πληρώνουμε τις ιδεοληψίες της κυβέρνησης «ότι τα πράγματα εξελίσσονται φυσικά» και κάλεσε τον Νίκο Τόσκα «να μας πει γιατί, ενώ ήξερε την κατάσταση με τους πρόσφυγες στη Μυτιλήνη, τους άφησε να γίνουν σάκος του μποξ για τους ακροδεξιούς. Η κυβέρνηση πρέπει να απολογηθεί», τόνισε, και πρόσθεσε ότι έπρεπε να προστατεύσουν τους πρόσφυγες και να μην τους αφήσουν να παραμείνουν στην πλατεία Σαπφούς.
Επιπλέον, απέδωσε ευθύνες στην ανικανότητα της κυβέρνησης και της γραφειοκρατίας του ελληνικού κράτους σε ό,τι αφορά στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη Μόρια. Όπως τόνισε, η ΕΕ προβλέπει κονδύλια τα οποία όμως δεν εκταμιεύει η Ελλάδα. Έφερε ως παράδειγμα το αποχετευτικό σύστημα που δεν έχει κατασκευαστεί, αν και τα χρήματα υπάρχουν, ενώ αναφέρθηκε και στην «απληρωσιά» των εργαζομένων στις δομές.
«Οι άνθρωποι που δουλεύουν στις δομές στη Μυτιλήνη είναι απλήρωτοι εδώ και μήνες. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό αφού τα λεφτά υπάρχουν από την ΕΕ; Γιατί η κυβέρνηση δεν τα εκταμιεύει; Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την παθογένεια της γραφειοκρατίας που μαστίζει αυτή τη χώρα».
Έκανε, δε, λόγο για τις καθυστερήσεις στη διαδικασία παροχής ασύλου, επισημαίνοντας πως «η γκετοποίηση και η ανασφάλεια των μεταναστών και των προσφύγων λόγω της αργής διαδικασίας του ασύλου, σπρώχνει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, να γίνονται έρμαια κυκλωμάτων εκμετάλλευσης».
Ερωτηθείς σχετικά με τις μετεκλογικές συνεργασίες, ο Σταύρος Θεοδωράκης υπογράμμισε ότι το σημαντικότερο στην πολιτική είναι το πού θα πάμε και όχι με ποιον και είπε χαρακτηριστικά:
«Τι να απαντήσω; Αν θέλω να κυβερνήσω με τον Μητσοτάκη ή με τον Τσίπρα; Ε, να καταργήσουμε τότε την πολιτική δράση και να περιμένουμε τις εκλογές» και σημείωσε πως προέχει να μιλήσουμε για συγκεκριμένες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα και να δούμε ποιος τις υπηρετεί καλύτερα. Όπως τόνισε, «η χώρα πρέπει να έχει μια προοδευτική κατεύθυνση, με μεγάλες αλλαγές, με μεγάλες μεταρρυθμίσεις, με σύγκρουση με τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος και σίγουρα σε σύγκρουση με όλα αυτά που οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιβάλλουν στη χώρα τα τελευταία χρόνια» καθώς «συνεχίζουν να πορεύονται στα χνάρια του κακού παρελθόντος, με ιδιαίτερα κακή διαχείριση σε κάποια θέματα, όπως είναι η Δικαιοσύνη».
Σε ό,τι αφορά στην κριτική για «πασοκοποίηση» του Κινήματος Αλλαγής ο Σταύρος Θεοδωράκης σημείωσε ότι, σκοπός μας είναι να φτιάξουμε ένα νέο κίνημα, που δεν είναι ούτε ΠΑΣΟΚ, ούτε Δημοκρατική Συμπαράταξη, ούτε Ποτάμι. Άρα θα πρέπει σε θέσεις ευθύνης να έχουν εκπροσώπηση όλες οι δυνάμεις και κυρίως αυτοί που δεν είναι ενταγμένοι κομματικά σε μηχανισμό. Εμείς δεν διεκδικούμε περισσότερο Ποτάμι στο Κίνημα Αλλαγής.
Διεκδικούμε περισσότερες θέσεις για νέους ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με το κακό πολιτικό παρελθόν. Γιατί έτσι θα ανταποκριθούμε στο αίτημα της ανανέωσης, αλλά και στο αίτημα του «ανοίγματος» που έχει ανάγκη η κοινωνία» τόνισε χαρακτηριστικά.
Μιλώντας, δε, για το Μακεδονικό, ο Σταύρος Θεοδωράκης επανέλαβε τη θέση, τόσο του Ποταμιού, όσο και του Κινήματος Αλλαγής. Όπως είπε «είμαστε θετικοί στο να λυθεί το Μακεδονικό. Κάποια πράγματα πρέπει να λυθούν σήμερα και όχι να συνεχίσουμε να τα σπρώχνουμε κάτω από το χαλί.
Το θέμα είναι ποια λύση θα έρθει στη Βουλή. To Ποτάμι και το Κίνημα Αλλαγής έχουν κάνει την πρότασή τους. Θέλουμε μια πατριωτική λύση, μια σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις και διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπάρχουν αλυτρωτικές διαθέσεις από την πλευρά των Σκοπίων» και πρόσθεσε πως «οι όποιες δεσμεύσεις γίνουν για τη λύση του Μακεδονικού πρέπει να γίνουν, όχι μόνο μεταξύ Ελλήνων και Σκοπιανών, αλλά και με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ», ώστε να μην μπορεί κανείς να «κάνει πίσω» στις διεθνείς συμφωνίες γιατί θα έχει τις αντίστοιχες κυρώσεις.