Επενδύσεις ύψους 100-150 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία θα χρειαστεί η Ελλάδα προκειμένου να επιστρέψει στα προ επίπεδα κρίσης, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της EΥ Ελλάδας, Παναγιώτη Παπάζογλου.
Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στο Πρακτορείο 104,9 FM ο κ. Παπάζογλου εξέφρασε την εκτίμηση ότι «η Ελλάδα θα χρειαστεί επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 10-15 δισ. ευρώ ετησίως την επόμενη δεκαετία, προκειμένου να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά και να αρχίσει να πλησιάζει χώρες, που έχουν ξεφύγει πάρα πολύ από εμάς τα χρόνια αυτά».
«Νομίζω ότι έχουμε φτάσει σε σημείο που πρέπει να αρχίσουν άμεσα οι επενδύσεις, γιατί έχουμε μπει σε ένα σπιράλ, που αν δεν το σταματήσουμε, θα έχουμε μεγαλύτερα προβλήματα σε ένα ή δύο χρόνια από σήμερα» υποστηρίζει.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι έχει πλέον ανοίξει η όρεξη ξένων επενδυτών για επενδύσεις στην Ελλάδα, καθώς η χώρα μας παρουσιάζει προφανώς σημαντικά πλεονεκτήματα σε τομείς όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, η ναυτιλία και τα logistics.
Ωστόσο, προσθέτει, για να μετατραπεί αυτή η όρεξη σε πραγματικό "τραπέζι", οι επενδυτές χρειάζεται να πειστούν πως ό,τι ισχύει σήμερα στη χώρα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε ισχύ και στα επόμενα πέντε ή δέκα χρόνια.
Αναφερόμενος στο σχέδιο αναπτυξιακής στρατηγικής που θα παρουσιαστεί ο κ. Παπάζογλου τονίζει ότι αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρξει σαφήνεια, εγγύηση σταθερότητας και ο παράγων εξωστρέφεια. Θα πρέπει να αποφύγουμε να δώσουμε πάλι δυνατότητα να δημιουργηθούν επενδύσεις στη χώρα που βλέπουν μόνο στο εσωτερικό της. Πρέπει πάση θυσία να επιδιώξουμε επενδύσεις με χαρακτήρα εξωστρέφειας.
Ενόψει της Εαρινής Συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον επισημαίνει ότι θεωρεί «ρεαλιστική και εφικτή» την επέκταση επί δεκαετία της περιόδου αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας, «με εγγυημένα χαμηλό επιτόκιο και προφανώς αναπτυξιακή ρήτρα», αν και διευκρινίζει ότι θεωρεί προτιμότερη τη δεκαπενταετή ή εικοσαετή παράταση.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος εκφράζει ακόμη την πεποίθηση πως είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι οι μεγάλες ελληνικές εταιρείες, που δημιούργησαν holding companies στο εξωτερικό, το έκαναν για φορολογικούς λόγους.
«Δεν έχουν καμία σχέση με τη φορολογία αυτές οι κινήσεις. Είναι καθαρά κινήσεις με στόχο την προσέλκυση φθηνής χρηματοδότησης» είτε από ξένες κεφαλαιαγορές είτε από ξένες τράπεζες με πολύ ευνοϊκούς όρους, λέει.
Σχετικά με τα προβλήματα επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα ο κ. Παπάζογλου τονίζει ότι με διαφορά το πιο σημαντικό είναι η έλλειψη σταθερού ρυθμιστικού περιβάλλοντος. Είμαστε μια χώρα με πολυνομία που συνεχώς χειροτερεύει. Το τι θα συμβαίνει είτε σε θέματα εργασιακά, είτε φορολογικά είτε ρυθμιστικά (π.χ., αδειοδοτήσεις ή περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις) αλλάζει σχεδόν κάθε μήνα.
Αυτό δεν μπορεί να προσελκύσει εύκολα επενδύσεις. Ειδικά στη βιομηχανία μια επένδυση θα αποδώσει μακροπρόθεσμα. Αν δεν μπορεί λοιπόν ο επιχειρηματίας να διαβλέψει -ή να έχει τη σιγουριά- ότι κάποια πράγματα είναι σταθερά για τουλάχιστον πέντε- δέκα χρόνια, δεν μπορεί να ξεκινήσει μια επένδυση, γιατί είναι πολύ ακριβές αυτές οι (βιομηχανικές) επενδύσεις.
Το ίδιο συμβαίνει και σε μικρότερου βεληνεκούς επενδύσεις. Αν ξεκινήσω μια προσπάθεια σήμερα και δεν ξέρω τι θα αντιμετωπίσω σε έναν, δύο ή τρεις μήνες, δεν μπορώ να κάνω τον λογαριασμό μου ως προς το αν αυτή η προσπάθεια θα είναι υγιής και κερδοφόρα, αν θα δημιουργεί επομένως πλούτο ή όχι.
Η προϋπόθεση είναι να αρθεί ο ανασταλτικός παράγοντας για επενδύσεις στην Ελλάδα: η έλλειψη σταθερού περιβάλλοντος. Αν δεν μπορέσουμε να εγγυηθούμε στους όποιους επενδυτές ότι αυτό που τους λέμε σήμερα θα ισχύει για τα επόμενα πέντε- δέκα χρόνια, δεν θα έρθει εύκολα ένας επενδυτής στη χώρα μας. Και είδαμε ότι αρκετές επιχειρηματικές προσπάθειες στην πορεία ακυρώθηκαν, ακριβώς γιατί άλλο περιγράψαμε στους επενδυτές και άλλο αντιμετώπισαν στην πραγματικότητα» πρόσθεσε ο κ. Παπάζογλου.