Τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1896 στην Αθήνα, τους «σημάδεψαν» κυρίως τα πρόσωπα, όπως ο Σπύρος Λούης με τον θρίαμβό του στον Μαραθώνιο, ο Λεωνίδας Πύργος στην ξιφασκία, ο Ιωάννης Μητρόπουλος στην γυμναστική ή ο Άρης Κωνσταντινίδης στην ποδηλασία και ο Ιωάννης Φραγκούδης στην σκοποβολή.
Υπήρξαν όμως και αθλητικά γεγονότα που κυριάρχησαν των προσώπων, βρέθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της ειδησεογραφίας, προκάλεσαν τον ενθουσιασμό του κόσμου, συζητήθηκαν πολύ και ο απόηχός τους διήρκησε για μεγάλο διάστημα.
Ένα τέτοιο γεγονός ήταν η... μονομαχία του Ζαππείου. Ο τελικός της σπάθης στην ξιφασκία, που διεξήχθη ανάμεσα σε δύο σπουδαίους Έλληνες ξιφομάχους, κέρδισε όλο το ενδιαφέρον του κοινού, συγκλόνισε το πλήθος και στο τέλος ανέδειξε έναν νικητή, τον Ιωάννη Γεωργιάδη, και έναν ηττημένο, αλλά εξίσου νικητή στην συνείδηση του κόσμου, τον Τηλέμαχο Καράκαλο.
Και οι δύο τα επόμενα χρόνια, διακρίθηκαν και στον επαγγελματικό στίβο, ο καθένας στον τομέα του, καθώς ο ένας έγινε εκ των κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων, με τεράστιο έργο και προσφορά στην ιατρική αυτού του τόπου, και ο άλλος εκ των κορυφαίων στρατιωτικών και έδωσε το «παρών» στην πρώτη γραμμή όλων των πολέμων της εποχής.
Η «μονομαχία» τους διεξήχθη στο Ζάππειο, στην εξέδρα που είχε στηθεί για τους αγώνες της ξιφασκίας, στις 9 Απριλίου 1896 (28 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο). Δύο ημέρες νωρίτερα, στο ίδιο ακριβώς σημείο, ο Λεωνίδας Πύργος είχε ανατρέψει όλα τα προγνωστικά στο ξίφος ασκήσεως οπλοδιδασκάλων, είχε νικήσει τον Γάλλο παγκόσμιο πρωταθλητή Μορίς Περονέ και είχε γίνει ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης της σύγχρονης εποχής. Η επιτυχία του αυτή είχε «ζεστάνει» για τα καλά το ελληνικό φίλαθλο κοινό, που έτρεχε πλέον για να δει αγώνες.
Οι δύο μονομάχοι
Ο Ιωάννης Γεωργιάδης γεννήθηκε το 1876 στην Τρίπολη. Από μικρή ηλικία έδειξε ότι είχε πάθος για τον αθλητισμό και μάλιστα άρχισε να ασχολείται με πολλά αθλήματα ταυτόχρονα και στα περισσότερα έδειξε εξαιρετική ικανότητα και είχε διακρίσεις. Τον κέρδισε όμως η ξιφασκία και ως ξιφομάχος της σπάθης συμμετείχε τελικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, όπου αποδείχθηκε ανίκητος.
Ο Τηλέμαχος Καράκαλος γεννήθηκε το 1866 στην Δημητσάνα και ήταν γόνος μιας από τις πιο ονομαστές οικογένειες, από την οποία βγήκαν Πατριάρχες, αλλά και πολλοί αγωνιστές του Έθνους. Ο ίδιος επέλεξε να ακολουθήσει το δρόμο του στρατιωτικού, εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και αποφοίτησε με άριστα. Στην Σχολή δάσκαλός του στην ξιφασκία υπήρξε ο Νικόλαος Πύργος, πατέρας του Ολυμπιονίκη Λεωνίδα, και χάρη σε αυτόν ο Καράκαλος εξελίχθηκε σ? έναν εκπληκτικό ξιφομάχο. Στην συνέχεια και ως αξιωματικός πλέον, υπήρξε παράλληλα αθλητής του Πανελλήνιου Γ.Σ., ειδικεύθηκε στην σπάθη κι έτσι πήρε κι αυτός μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896.
Η μονομαχία
Στην κατηγορία της σπάθης έλαβαν μέρος πέντε αθλητές σ? ένα πρωτάθλημα δέκα αγώνων. Ουσιαστικά θα έπαιζαν όλοι με όλους και νικητής θα αναδεικνυόταν αυτός που θα πετύχαινε τις περισσότερες νίκες. Και οι δύο Έλληνες ήταν εκπληκτικοί και σάρωσαν τους αντιπάλους τους. Ο Γεωργιάδης νίκησε διαδοχικά τον τρίτο Έλληνα που συμμετείχε, Γιώργο Ιατρίδη με 3-0, τον Αυστριακό Άντολφ Σμαλ με 3-2 και τον Δανό Χόλγκερ Νίλσεν με 3-2. Οι δύο αγώνες με τους ξένους ξιφομάχους ήταν συναρπαστικοί και οι οριακές νίκες του Γεωργιάδη προκάλεσαν τον ενθουσιασμό του κόσμου, που είχε πλημμυρίσει εκείνη την ημέρα τον χώρο του Ζαππείου.
Από την δική του μεριά, ο Καράκαλος νίκησε διαδοχικά τον Άντολφ Σμαλ με 3-0, τον Χόλγκερ Νίλσεν με 3-2 και τον Γιώργο Ιατρίδη με 3-0. Έτσι, με τρεις νίκες ο καθένας στο ενεργητικό του, τα πάντα ήταν μοιραίο να κριθούν στον μεταξύ τους αγώνα, που κάπως έτσι απέκτησε τον χαρακτήρα τελικού.
Η αναμέτρηση ήταν από την αρχή έως το τέλος συγκλονιστική, καθώς οι δύο αθλητές έδειχναν να είναι ισάξιοι και το αθηναϊκό κοινό αδυνατούσε να ταχθεί υπέρ του ενός ή του άλλου. Αγωνιούσε και για τους δύο, χειροκροτούσε κάθε φορά την προσπάθεια και των δύο. Για αρκετή ώρα το σκορ ήταν ισόπαλο, 1-1 και 2-2, όμως κάποια στιγμή ο Γεωργιάδης πέτυχε το καθοριστικό χτύπημα, νίκησε 3-2 και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αγκαλιάσει τον αντίπαλό του και να του σηκώσει τα χέρια ψηλά, σε μια ένδειξη αναγνώρισης της αξίας του. Ο Καράκαλος με μόνο μία ήττα, πήρε το αργυρό μετάλλιο, ενώ τρίτος κατετάγη ο Δανός Χόλγκερ Νίλσεν, ο οποίος είχε δύο νίκες και δύο ήττες, αυτές από τους δύο Έλληνες Ολυμπιονίκες. Τέταρτος βγήκε ο Αυστριακός Άντολφ Σμαλ, που κατάφερε να νικήσει μόνο τον Γιώργο Ιατρίδη, ο οποίος έμεινε στην 5η θέση, καθώς είχε τέσσερις ήττες.
Ο επιστήμονας και ο στρατιωτικός
Ο Γεωργιάδης πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν το 1912 στη Στοκχόλμη, τόσο στο ομαδικό όσο και στο ατομικό της σπάθης, όμως ακυρώθηκε επειδή οι διοργανωτές έκριναν πως τα χτυπήματά του ήταν πολύ δυνατά και επικίνδυνα για τους αντιπάλους του. Πάντα στη σπάθη, ήταν παρών και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι, σε ομαδικό και ατομικό. Μάλιστα στην συγκεκριμένη διοργάνωση ήταν και αρχηγός της ελληνικής αποστολής. Ακόμη, το 1906 είχε εμφανιστεί στην Μεσολυμπιάδα της Αθήνας και ήταν πρώτος στη σπάθη και δεύτερος στο ομαδικό της σπάθης.
Με το ίδιο πάθος δόθηκε και στην επιστήμη του, που ήταν η ιατρική. Έγινε ιατροδικαστής και αργότερα τοξικολόγος, αναπτύσσοντας έντονη επαγγελματική δράση. Αρχικά οργάνωσε το χειρουργικό τμήμα του Δημοτικού Βρεφοκομείου. Το 1909 ίδρυσε το Ανθρωπομετρικό Τμήμα της Αστυνομίας. Το 1912 εξελέγη καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και την ίδια χρονιά ίδρυσε το Νεκροτομείο Αθηνών. Από το 1947 διετέλεσε επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Εγκληματολογικής Σήμανσης του Υπουργείου Εσωτερικών. Και κατά περιόδους (1918-1920, 1924-1927, 1930-1936) διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (ΕΟΑ). Πέθανε στην Αθήνα το 1960.
Ο Καράκαλος είχε λαμπρή σταδιοδρομία ως αξιωματικός και έφτασε μέχρι τον βαθμό του υποστράτηγου. Πήρε μέρος σε όλους τους πολέμους που έδωσε τότε η Ελλάδα και αποστρατεύτηκε με τιμές μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Πολύπλευρη προσωπικότητα, με έντονη κοινωνική δράση και φιλοσοφικές ανησυχίες, ασχολήθηκε στη συνέχεια με τη συγγραφή και έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, αλλά και βιβλία που διδάσκονταν στη Σχολή Ευελπίδων. Πέθανε το 1951.
Πηγή: AΠΕ/ΜΠΕ